Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



ΚΩΣΤΑΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

ΟΙ ΒΡΑΔΥΝΕΣ ΚΑΜΠΑΝΕΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

[…] Φτιάχνονται οι χαραχτήρες των ανθρώπων κι από τον τόπο όπου αρχινούν τα χρόνια τους. Παίρνουν πολλά απ’ τα ήθη του, απ’ όσα εκεί βρίσκουν κι όσα γίνονται. Γιατί κι η οικογένεια που πλάθει το παιδί με ιδέες κι αισθήματα πορεύεται κι αυτή κατά πως της ορίζουν οι συνθήκες κι οι ανάγκες μες στον τόπο της· κατά πώς της το θέλει η κοινωνία του με νόμους, με συνήθειες, με κρίσεις… Κι αν βγαίνουν κάποιοι απείθαρχοι που αρνούνται να προσαρμοστούν σε όσα ορίζει ο τόπος και σηκώνουν παντιέρα άλλης ζωής, πρωτότυπης, δικής τους, πάλι κι αυτοί την ανταρσία τους την κάνουν σε όσα βρήκαν, πάλι κι αυτοί το χαραχτήρα τους τον φτιάχνουν με πράματα του τόπου τους.

Σαν αρχινάς λοιπόν να ιστορείς πώς τράβηξε η ζωή κάποιων ανθρώπων απ’ τα χλωρά τους χρόνια, πρέπει πρώτα για να τους δεις σωστά να ξεφυλλίσεις τα κατάστιχα του τόπου τους, να μπεις και στον περίγυρο του κόσμου τους.

Έτσι έρχεται τώρα ο λόγος για τη Σύρα των τεσσάρων παιδιών —του Άγγελου, του Γιωργή, του Σήφη, του Μαθιού— που προχωρούσαν φίλοι, συντροφιά, να μπουν στην εφηβεία, κι από κει να βγουν στο μέγα πλάτεμα που είναι όλο σταυροδρόμια, στον ξανοιγμένο κόσμο. Μπορεί πολλά της να ’χουν ειπωθεί, να ’χουν γραφεί. Όμως μπορεί και τα ίδια με αυτά που συνταιριάζονται να δείξουν πάλι φρέσκα, να πέσουν σάμπως φύλλα, σε μια νεροσυρμή που παίρνει κι άλλα. Εκείνος που θα διαβάσει, θε να κρίνει…

Το νησί στη μέση των Κυκλάδων, κέντρο κύκλου που τον κυκλώνουν κι άλλοι· όλο το Αιγαίο πέλαγος, η Ελλάδα. Από τη μια μπάντα ο σθεναρός κορμός της, από την άλλη η Μικρασία, πανάρχαιη ελληνική με όνειρα τότε λευτεριάς. Πάνω η Μακεδονία, η Ρωμυλία, η Θράκη, η Κωνσταντινούπολη, πιο μέσα κατά τη Μαύρη Θάλασσα και πέρα ως τον Καύκασο άλλοι Έλληνες. Κάτω η Κρήτη, οι πελαγίσιοι δρόμοι για την Κύπρο, την Αίγυπτο κι αλλού… Σε σταυροδρόμι καραβιών που πάνε και που φέρνουν την Ελλάδα. Γίνηκε γρήγορα, απ’ τη θέση της, καρδιά. Καρδιά του νέου κράτους που φτιαχνόταν ύστερα από τη λευτεριά της Επανάστασης. Ζωντάνεψε απ’ την κίνηση του λιμανιού της, άρχισε αλισβερίσι μερκαντίλικο, δεχόταν ξένους που έφερναν ιδέες κι άνοιγαν μαγαζιά, νέες δουλειές. Ψυχώθηκε, σαρκώθηκε ζωή. Και το ένα έφερνε το άλλο. Το αλισβερίσι προκοπή, τα μαγαζιά πελάτες κι απ’ τα άλλα Κυκλαδόνησα, τα πλοία με τις ανάγκες τους καρνάγια, ταρσανάδες. Όλα μαζί φτουρούσαν τη ζωή σαν το ζυμάρι που το φουσκώνει η ζέστα πριν το ψήσιμο. Και μοναχά της έλειπε για να προκόψει πιότερο ακόμα ο κόσμος ο πολύς, το ανθρωπομάνι που αυγατίζει τις δουλειές κι αφήνει κέρδη. Οι ντόπιοι λιγοστοί δεν έφταναν για να γεμίσουν τ’ ανοίγματα που γίνονταν. Κι οι πιο πολλοί τους άσχετοι με τούτα. Ξωμάχοι, δουλευτάρηδες της γης, συνηθισμένοι ν’ αγκομαχούν σε δύσκολα χωράφια και να ’χουν την ελπίδα στ’ αμπέλια, στα μελίσσια και στον καρπό των μυγδαλιών. Μα εκεί που βγαίναν μαύροι οιωνοί ότι το πιο μεγάλο θάμα της ανάπτυξης που πήγαινε να γίνει θα έσβηνε πριν την ώρα του, άρχισαν να μαζεύονται ξενοτοπίτες στο νησί, κόσμος πολύς. Πρώτα πρόσφυγες ρημαγμένοι από τη Χίο, που γλύτωσαν απ’ τις σφαγές των Τούρκων και θάρρεψαν ότι εδώ, που είχαν περάσει οι Καθολικοί κι ο Πάπας έριχνε τη φροντίδα του, θα ήταν πιο φυλαγμένοι να μην πέσουν σε άλλους κατατρεγμούς. Πέντε χιλιάδες τούτοι μαζεμένοι. Από κοντά τους και τρεις χιλιάδες Ψαριανοί, της συμφοράς κι αυτοί, αφανισμένοι απ’ το κατακαμένο νησί τους. Πού να ιστορείς τα πάθη τους… Είναι βιβλία ολόκληρα κατάστιχα. Τώρα έχει σημασία πως όλοι αυτοί, έτσι που βγήκαν απ’ τα σακατεμένα τους πλεούμενα άκληροι, απελπισμένοι και ικέτες, φανήκαν από την πρώτη ώρα πρόθυμοι να δουλέψουν, να μοχθήσουν, γιατί έτσι μονάχα θα επιζούσαν. Και ρίχτηκαν με ζήλο σε ό,τι βρίσκαν κι έπαιρναν την ελπίδα από τούτο πως αρχινά η ζωή τους μ’ ένα σπόρο. Ήτανε τόση η θέλησή τους να φτιαχτούν, που, άμα τους κοίταζες πάνω στην προκοπή τους, τους έβλεπες ξανά σαν τότες που ριχνόντουσαν στη θάλασσα για να πιαστούν στα πλοία του λυτρωμού τους. Τούτοι με τον αγώνα τους σήκωσαν πάρα πάνω την άνθηση της Σύρας. Με την πείρα της ρημαγμένης προσφυγιάς έκαναν τη δεκάρα τους κομπόδεμα κι από αυτό δα το λίγο έριξαν τα θεμέλια κι έχτισαν σπίτια και μαγαζιά. Κατέβασαν ιδέες για δουλειές. Άνοιξαν μικροφάμπρικες, κλωστήρια, υφαντουργεία, και πέρα από τν πόλη τα ταμπάκια, που, άμα περνούσες από κει, σε χτύπαγε η μυρωδιά των δουλεμένων τομαριών, μα τη συχώραγες. Άνοιξαν και πρακτορεία διάφορα για τα ταξίδια πλοίων, για ασφάλειες, γραφεία που αντιπροσώπευαν επιχειρήσεις ξένες. Γίνηκαν ντόπιοι-πρόσφυγες όλοι μαζί ένας κόσμος, κατέβασαν την πόλη και την άπλωσαν γύρω από το λιμάνι, αφού τώρα χανόταν ο φόβος των κουρσάρων που την κούρνιαζε ψηλά πάνω στους λόφους. Την έκαναν κέντρο οικονομικό, του εμπορίου, για όλη την Ελλάδα που μεγάλωνε. Βρήκαν και τ’ όνομά της, που της ταίριαζε. Ερμούπολη. Τι, αν ήταν η Αθήνα αφιερωμένη στη χάρη της σοφής Θεάς, η πολιτεία τους, έτσι που γνώριζε ακμή με τα εμπόρια, έπρεπε να τιμάει τον προστάτη της Ερμή. Κι ως τούτος να το χάρηκε και να την ευλογούσε πιο πολύ, της έφερε και τράπεζες που άνοιξαν παραρτήματα και προξενεία πολλών χωρών για δίκοπα συμφέροντα. Τότε πήραν να φθάνουν κι Έλληνες απ’ τη Σμύρνη κι απ’ την Κωνσταντινούπολη, σαν να προαισθανόντουσαν ότι έτσι που άνοιγε πανιά κι αρμένιζε η Ελλάδα για το μεγάλωμά της, θα έφτανε ημέρα, γρήγορα ή αργά, που θα ξεσπούσε μίσος των Τούρκων για τους Έλληνες σε όλη τη Μικρασία. Το πρόβλεπαν. Και σήκωναν νοικοκυριά και βιός και τα έφερναν στη Σύρα. Και ήθη ακόμα. Άρχισε η εκτίμηση της ομορφιάς, της ανοιχτής ζωής, της αρχοντιάς. Χτίστηκαν σπίτια μέγαρα με δυο και τρία πατώματα, με μαρμαρένια φρούσια και μαντώματα και κάγκελα που το χυτό μαντέμι τα κεντούσε. Μέσα τους τα ταβάνια τα στόλιζαν ζωγράφοι, γυψαδόροι, τις σκάλες και τις πόρτες τους τεχνίτες, κι από μακριά φερμένοι. Και γιόμιζαν οι κάμαρες μ’ έπιπλα ακριβά, χρυσούς καθρέφτες, κρεμαστές λάμπες από οπαλίνα ή φαρφουρί, όμορφα βάζα και διαλεχτά σερβίτσια με σφραγίδες. Βγήκε ο πλούτος κι έξω από τα σπίτια. Στα μόνιππα που στένευαν τους δρόμους, με άλογα και στολίσματα να λάμπουν απ’ την πάστρα, στα ντυσίματα, σύμφωνα με τη μόδα της Ευρώπης, στις λέσχες με τη διάχυτη αρχοντιά και μες στο θέατρο όταν ερχόταν θίασος. Μα πιο πολύ ακόμα έδειχνε ο πλούτος στις εκκλησιές που χτίζονταν. Περίλαμπρες, μεγάλες με βαριά πελεκητά αγκωνάρια και σμιλεμένα τέμπλα. Μέσα, το κάθε τι τέχνη πολύτιμη. Εικόνες, πολυέλαιοι, καντήλια, ακόμα και τα κιλίμια κάτω. Όλα χυμένος πλούτος…

Αλλά καθώς δεν είναι πουθενά να υπάρχει μονάχα η απάνω τάξη, έτσι και στην Ερμούπολη είχε η κοινωνία σκαλοπάτια. Την αριστοκρατία της, που φτιάχτηκε απ’ το χρήμα και συνάχτηκε με τ’ αρχοντόσπιτά της πάνω στην εμπατή των καραβιών για να τα πρωτοβλέπουν όσοι έρχονταν, και τους φτωχούς, τους άκληρους, στη δούλεψη των άλλων. Και θα έλεγες πως ήταν ίσο μοίρασμα, σαν να ήταν κάθε τάξη και πλατύσκαλο. Όσο για την παρέα των παιδιών, πατούσε και στα τρία σκαλοπάτια. Ο Άγγελος κι ο Γιωργής ξαδέρφια —δίδυμες οι μητέρες τους—, μεγάλωναν μέσα σε καλοπέραση. Αρχοντικά τα σπίτια τους στη συνοικία των πλούσιων. Οι πατέρες τους, γνωστοί στους πλοιοκτήτες, κρατούσαν το εμπόριο στα χέρια τους. Ο τρίτος, ο Μαθιός, έβγαινε από πιο κάτω, όπου οι οικογένειες πάνε ίσα βάρκα ίσα γιαλό, χωρίς περίσσια πράματα, αλλά και χωρίς στέρηση. Ο πατέρας του είχε έρθει ορφανεμένο προσφυγόπουλο απ’ τις σφαγές της Χίου, έρημο, τρομαγμένο και πάλεψε να στυλωθεί. Όπου μπορούσε δούλευε. Μάζεψε συρμαγιά κι άνοιξε μαγαζί στην αγορά, κεράδικο. Κι απέ, μικρός προχώρησε, έφτιαξε οικογένεια. Πρώτο παιδί ο Μαθιός. Κι ο τέταρτος της συντροφιάς, ο Σήφης, πρώτος κι αυτός. Και μόνος. Παιδί της φτώχειας και της μισής ορφάνιας. Η μάνα του από μακριά φερμένη, σάμπως να μη θυμόταν από πού, δούλευε μεροδούλι μεροφάι. Ξενόπλενε. Μούσκευε ολημερίς στις αλισίβες. Κι ως να της ήταν κούραση πιο βαριά οι θύμησές της δεν μίλαγε για τον νεκρό πατέρα, που το παιδί δεν γνώρισε. Τον άφηνε να χάνεται μέσα σε περασμένη καταιγίδα. Κι ανάσταινε μονάχη της τον Σήφη.

Η παιδική αθωότητα δεν βλέπει και δεν θέλει τον κόσμο μοιρασμένο. Τα παιδιά δεν λογαριάζουν φράχτες σαν τραβούν για τις ωραίες φιλίες τους. Τους φτάνει να ταιριάζουν στα παιχνίδια και σε όσα ψάχνουν για να προχωρούν το πλάτεμα του κόσμου και να μπαίνουν μες στο μυστήριό του. Έτσι κι αυτά τα τέσσερα παιδιά που η συγγένεια, η γειτονιά κι η τύχη τα συνάντησαν, έδειχναν τόσο πολύ να συμφωνούν σε όλα, που δέθηκαν σφιχτά σάμπως αδέρφια. Χαίρονταν τη φιλία τους. Μάταια, στην αρχή, του Γιωργή η μητέρα που περηφανευότανε πολύ γιατί ο σύζυγός της ήταν πρόξενος, του έκανε παρατήρηση. «Τί πράματα είναι αυτά; Εσύ κι ο Άγγελος να κάνετε παρέα με το παιδί της πλύστρας…». Ούτε αυτός ούτε κι ο ξάδερφός του λογάριασαν τα λόγια της. Έδειξαν πως ο φίλος τους άξιζε την αγάπη τους και πως δεν θα δεχόντουσαν με τίποτα να τον απαρνηθούν. Γιατί κι αν ήταν και φτωχός, ήταν παιδί με κρίση και φιλότιμο. Κι άσε που σε ό,τι διάλεγαν έμπαινε τούτος πρώτος. Έτσι έσμιγαν στο σχολειό και στο ξεφάντωμα. Μαζί μια συντροφιά, πότε να παίζουν μες στις γειτονιές, πότε να γυροφέρνουν στο λιμάνι, για να μαζεύουν, από βαπόρια που έμπαιναν, μάθηση άλλου κόσμου, ή να χάνονται ως τα σούρουπα σ’ έρημα ράχτα του νησιού και σε πλαγιές απόμακρες. Είχαν πολλά να λένε. Ό,τι και να γινόταν στο νησί το έφερναν στην κουβέντα τους. Κάμποσα τα μεγάλωναν, καθώς δεν είχαν πείρα ούτε και κρίση. Και τούτα τους θαμπώναν και τους σάστιζαν. Τους έβαζαν στον πειρασμό να τα ζυγώσουν κι αν είχαν και μυστήριο, να μπουν μέσα σ’ αυτό να το γνωρίσουν. Έτσι τους τράβηξε από την αρχή κι η υπόθεση του Θεόφιλου Καΐρη. Τα σχόλια που γίνονταν κι εδώ για τις θεωρίες του κι άναβαν συζητήσεις στις βεγγέρες και μες στα καφενεία. Τί ήταν αλήθεια τούτος; Άθεος ή σοφός, που με τη γνώση του άγγιζε την αλήθεια του Θεού; Για αγάπη, για πλησίασμα; Ή για να τον κρατάς παράμερα απ’ τον κόσμο, για προφύλαξη; Και ποιος μπορούσε να τον κρίνει σωστά, δίκαια, έτσι που η φήμη φτούριζε το θεϊκό του κήρυγμα και του άλλαζε το νόημα; Έμπαιναν τα παιδιά σε απορίες. Κι όπως σε κάθε εποχή τα βιαστικά παιδιά θέλουν να δρασκελούν στη νέα που έρχεται, έτσι κι αυτά τα τέσσερα ζητούσαν, περνώντας απ’ το θόρυβο που σήκωνε ο Καΐρης να βρεθούν χρόνια, ζαμάνια πιο μπροστά, στο πνεύμα του άλλου αιώνα. Γι’ αυτό όταν ακούστηκε ότι θα δικαζότανε στη Σύρα, το λογαριάσαν τύχη τους. Θα ήταν κοντά στο γεγονός, μέσα στην άψα του, θα έβλεπαν ίσως, θ’ άκουγαν σωστά. Κι από την ώρα που έφτασε θέλησαν να τον δουν. Βρέθηκαν στο μουράγιο όπου τον κατεβάζανε δεμένο. Κι ύστερα έξω απ’ το δικαστήριο, κι αυτά μέσα στον κόσμο που τον έβριζε και τον εβλαστημούσε. Μα σαστισμένα και βουβά, γιατί τους φάνηκε με την πυκνή γενειάδα του και τα χυτά μαλλιά του βιβλικός, θαρρείς κι αυτός προφήτης ή και πρόδρομος. Κι η αδιάκριτη γυναίκα, που τον ακολουθούσε και που τον συμπαράστεκε στη μοίρα του, και τούτη σεβαστή στην καρτερία της και στη βουβή της φρόνηση. Ήθελαν τν ελπίδα πως η δίκη του θα πήγαινε καλά. Ήθελαν να βγει αθώος, χωρίς να μπορούν να πουν το λόγο. Όχι από κρίση το ήθελαν —τ’ άγουρα χρόνια, τα χλωρά δεν έχουν κρίση—, μα από ένστιχτο το ήθελαν· από τη χάρη που δίνει η αθωότητα στα πλάσματα ν’ αγγίζουν την αλήθεια της ζωής. Μα πικραθήκαν. το δικαστήριο του όρισε φυλακή, τον καταδίκασε. Κι ο κόσμος έξω σύμφωνος, αλάλαζε. Μπολιάστηκε το πάθος. Φούντωσε η Σύρα έχθρα. Φανατίστηκε. Σφάλισε αυτιά και μάτια. Δεν είδε και δεν άκουσε τίποτ’ απ’ την ψυχή του. Ούτε για όσα περνούσε μέσα στο υγρό κελί του, όπου σε νύχτα αχάραγη αρρώσταινε. Αγνόησαν πως πέθανε. Και βγήκε μόνο έγνοια για να χωθεί στο χώμα σιωπηλά, καθώς ψοφίμι ζώου, χωρίς ψάλσιμο. Κι απέ την άλλη νύχτα, βγήκε η έγνοια του φανατισμού μη και μολύνει τούτο τη γη που τον εμούλωξε.

Μα να που, πριν περάσει μια εβδομάδα, ο Άρειος Πάγος στην Αθήνα έβγαλε άλλη απόφαση. Έριχνε αυτή τη σκοτεινή της καταδίκης του και τον αθώωνε.

 

Έφτασε η αναίρεση στη Σύρα. Κι ήταν κιόλας αργά. Αργά και για τον κόσμο τον πολύ που είχε ριχτεί σε άλλα κι άλλα τον έπαιρνε η ζωή να συλλογιέται. Μονάχα λιγοστοί ένιωσαν στην ψυχή τους ένα δάγκωμα. Και την αρχή κάποιας ντροπής. Και τότε ήταν που η παρέα των παιδιών ξανάφερε το θέμα στις κουβέντες τους.

—Ήταν αθώος, λοιπόν.

—Όμως τον πέθαναν.

—Και του έχωσαν στο λάκκο του ασβέστη…

Με τους συλλογισμούς έβγαζαν συμπεράσματα. Και τότες μέσα τους νωρίς βλαστάρησε ο σπόρος που τους έσπειρε η αδερφή του αθώου. Το αίσθημα της ευθύνης. Μικρούλι ακόμα, φυλλαράκι σε παιδιακίσια ανεμελιά, όμως βλαστάρησε…

Βιάστηκε ο κόσμος του νησιού να κλείσει την υπόθεση Καΐρη γιατί η καινούργια απόφαση που ήρθε απ’ την Αθήνα του έβγαζε την ντροπή της ενοχής. Την πέταξε απ’ τα στόματα και δεν τη συζητούσε πουθενά, κι είχε μονάχα έγνοια ανομολόγητη να ξεχαστεί το θέμα όσο πιο γρήγορα, να πάψει να υπάρχει και σαν θύμηση. Γιατί όσο αυτό θα ερχόταν σε συζήτηση, τόσο και θα φαινόταν ότι η κοινωνία του νησιού που έπρεπε να δείχνει εύρωστη κι υγιής κι άξια για πρωτεύουσα είχε σαράκι μέσα της κι αρρώσταινε. Ήταν ανάγκη να πάρουν πάλι όσοι είχαν εκτεθεί στον πόλεμο εναντίον του Καΐρη, το κύρος των αλάθητων που ανέβαζαν με τη σωστή τους κρίση και τα έργα τους ψηλά την πολιτεία, σε πρωτεύουσα. Κι ως όλοι αυτοί, που ήταν πολλοί, να είχαν αποζητήσει μια βοήθεια για να θαφτεί το θέμα, τους ήρθε η ευκαιρία μ’ ένα άλλο.

Ήταν μια ομάδα ακροβάτες που έφθασαν στη Σύρα κι είχαν μαζί τους κι ένα θηριοδαμαστή με τρία λιοντάρια. Ερχόντουσαν να δώσουν παραστάσεις, περαστικοί για τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, όπου θα συναντούσαν κάποιους άλλους, παλιάτσους, ακροβάτες, και γυμναστές σκυλιών και θα έφτιαχναν ένα μεγάλο θίασο. Αμέσως μόλις βγήκαν στο λιμάνι από τι σικελιώτικο καράβι που τους έφερε, απλώθηκε η φήμη τους σε όλο το νησί και σε άλλα γύρω, γιατί έτυχε την ώρα εκείνη να σαλπάρουν δυο από τα κυκλαδίτικα καΐκια που μπαινόβγαιναν στη Σύρα κι έδειξαν σαν να σήκωσαν το νέο στ’ άλμπουρά τους. Στόμα με στόμα μέσα σε λίγη ώρα το γεγονός απ’ το μουράγιο ανέβηκε ίσαμε το ψηλότερο σπίτι της πολιτείας κι όλος ο κόσμος έβγαινε στους δρόμους, καθώς πριν από χρόνια σαν τους ξάφνιαζαν καμπάνες για κουρσάρους. Μα τώρα δεν αλάλαζαν, δεν έτρεχαν ν’ αμπαρωθούν στο κάστρο. Κατηφόριζαν, χύνονταν κατά τους ταρσανάδες όπου αυτοί οι ξένοι τράβηξαν τα κάρα τους κι έστηναν τα τσαντίρια τους. Ήθελαν να τους δουν, γιατί πρώτη φορά ξεμπάρκαραν στον τόπο τέτοιοι άνθρωποι. Κι όσο βεβαιωνόντουσαν και τους παρατηρούσαν με τα έξυπνα σκυλιά τους, τις μαϊμούδες τους που σέρναν με αλυσίδες και τα φυλακισμένα σε κλουβιά άγρια λιοντάρια τους, τόσο κι έκαναν όρεξη να ’ρθουν τις άλλες μέρες να δουν παράστασή τους. Τα παιδιά αποξεχνιόντουσαν εκεί, χάζευαν και ρωτούσαν κάποιον απ’ τους φερμένους που μισοκαταλάβαινε τη γλώσσα κι είπε πως ήταν Έλληνας κάπου απ’ την Ιταλία, στην Καλαβρία. Τί εκεί υπάρχουνε χωριά ελληνικά που τα έφτιαξαν παλιά, πολύ παλιά, κυνηγημένοι κι έχουν κληρονομιά τους φυλαγμένη τη γλώσσα κι άλλα διάφορα δικά μας. Τούτος λοιπόν ήταν του συναφιού ο δραγουμάνος. Κι αποκρινόταν σε όσα τον ερωτούσαν τα παιδιά, έτσι φουσκωμένα, που να τους προξενεί το ενδιαφέρον να ’ρθουν να δουν το θέαμα. Κι ήταν ανάμεσά τους τα εξαδέρφια. Ο Άγγελος κι ο Γιωργής. Κι ήρθαν σε λίγο κι οι μικρότεροί τους. Ο Γιάννης κι ο Μιχάλης. Του πρώτου ο Γιάννης αδερφός, του δεύτερου ο Μιχάλης. Χάζευαν ώσπου άρχισε το βράδυ ν’ αργοπέφτει παγωμένο κι άναψαν τα τσαντίρια λαδοφάναρα και πρόχειρα μαγκάλια. Τότε γυρίσανε τα σπίτια τους κι εκόμισαν στο δείπνο όσα είχαν δει.

—Θα δείξουν σπουδαία πράματα, είπε ο Γιωργής θαυμάζοντας, την ώρα που η μητέρα του, η Ελισάβετ Ράλλη, κένωσε απ’ τη σουπιέρα την ψαρόσουπα, ζεστή με το αυγολέμονο. Τέσσερις άνθρωποι θα ισορροπούνε όρθιοι ο ένας πάνω στον άλλο!

—Κι αυτός που έχει γυμνάσει τα λιοντάρια θα μπει μαζί τους σε μια μεγάλη κλούβα, πρόσθεσε ο Μιχάλης, ο μικρός, που ήταν μονάχα οχτώ χρονών.

—Να πάμε να τους δούμε σε παράσταση. […]

 

Κώστας Ασημακόπουλος, κεφ. 2ο, Οι βραδυνές καμπάνες, Χαζηνικολής, Αθήνα χ.χ.έ., 21990