Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



ΚΩΣΤΗΣ ΜΠΑΣΤΙΑΣ

Η ΣΥΡΑ

 

Όταν ο άνθρωπος είναι βαρύθυμος και τα βάσανα του πικραίνουν τη ζωή θέλει με κάποιο τρόπο να ξεφύγει από τις καθημερινές αλυσίδες πούχει περάσει στα χέρια του η ανάγκη και προσπαθεί να πετάξει με το νου του σε τόπους ήσυχους, όπου ζουν άνθρωποι απλοί, σε μέρη που γνώρισε όταν ήταν παιδί. Παρόμοια ταξίδια είναι πολλές φορές αληθινή λύτρωση και ανάπαυση και ύπνος γλυκός μ’ ελπιδοφόρα όνειρα.

Τέτοια ανάγκη σπρώχνει και μένα να γράψω για τη Σύρα. Δεν αφηγούμαι ταξιδιωτικές εντυπώσεις, ούτε πρόκειται να οδηγήσω τον αναγνώστη μου σε μέρη αξιοθέατα ή πλούσιες πολιτείες ή σε χώρες παράξενες κι’ εξωτικές. Θα τον ταξιδέψω στη μικρή πατρίδα, στο ήσυχο νησί όπου οι άνθρωποι εδώ, και χρόνια τώρα, δεν γνωρίσανε άλλη χαρά από την ικανοποίηση που μας χαρίζει ο μόχθος που κατανικάει τα μεγάλα φυσικά εμπόδια.

ε θα κουράσω τον αναγνώστη μου σοφίες πολύ ύποπτες, αραδιάζοντας τάχα γνώσεις ιστορικές, για την αρχαία ιστορία του νησιού, από την εποχή του Ομήρου κι’ ακόμα πριν. Πιστεύω —αφού το λένε οι ιστορικοί— πως η Σύρα στα προχριστιανικά χρόνια θα είχε κάποτε και βασιλέα και θέατρο και βουλευτήριο και το φιλόσοφο το Φερεκύδη και ένα ηλιοτρόπιο. Αυτά όμως δεν μπορεί νάχουν καμιά σημασία για μας. Ούτε όλοι μαζί κάνουν το θησαυρό που κεντά τη φαντασία μας και κάνει την ψυχή μας να φτερουγίζει προ τα εκεί. Η απλότητα, η ταπεινή ζωή και οι απλές συνήθειες που έμπασε στο νησί η χριστιανοσύνη κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και επίμονα κατόπιν καλλιέργησαν αφοσιωμένοι ιερωμένοι καθ’ όλο το μεσαίωνα και ως τα νεώτερα και τα τωρινά χρόνια είναι ότι εδημιούργησε σ’ αυτό το νησί την ατμόσφαιρα της αρετής που και σήμερα ακόμη την αισθάνεται κανείς αν θελήσει να προσέξει τη ζωή στην Απάνω χώρα και στα χωριά. Δεν λέω πως οι άνθρωποι εκεί είναι ενάρετοι και η κακία δεν βρίσκει μέρη και άσυλα να θρονιαστεί. Ένας τέτοιος ισχυρισμός θάταν παραδοξολόγημα, αλλά λέω πως είχε τόσο οργανωθεί η χριστιανική ζωή ώστε το κακό να φαντάζει πιο ζωηρά, η αντίθεση καλού και κακού νάναι πιο έντονη και να διακρίνεται χωρίς φόβο να μπερδευτεί κανείς, σαν το άσπρο με το μαύρο.

 

Η Σύρα είναι πολυβασανισμένος τόπος και οι άνθρωποι πάλεψαν πολύ για να κάνουν γόνιμη τη γη του νησιού. Πέτρα πολλή και κοιτάσματα μεταλλικά δεν βοηθούσαν τους φτωχούς καλλιεργητές. Μα κι αυτοί δεν άφησαν γωνιά που να μη τη σκαλίσουν. Βρήκαν τρόπο ν’ αναζητήσουν δίκαιη γη και πάνω στα βουνά. Στον Πύργο, στο Σύριγγα με τ’ αθάνατο νερό, στο Βόλακα, στο Πισκοπειό, στην Κυπερούσα. Και δεν τους έλλειψε η υπομονή. Τα εμπόδια τους είχαν διδάξει, τους είχαν κάνει πολυπείρους. Ο μπάρμπα Γιωργάλας, ένας παλαϊκός πατριαρχικός τύπος στα Τελιού, ένα παραλιακό χωριό, καθισμένος στο ποτιστικό του και κάτω από την κρεβατίνα που ζύγιαζε πάνω στα κεφάλια μας τα τσαμπιά τα σταφύλια, τα ξυλομαχαιρούδια, μαύρα και ζουμερά, μου ξηγούσε πως δοκιμάζανε τη γη. Σκάβανε λίγο και βγάζανε το χώμα κι έπειτα το ξανάβαζαν στο τόπο του. Κι αν γιόμιζε ο λάκκος και περίσσευε χώμα το χωράφι ήταν αγαθό, αν όμως δεν γιόμιζε ο λάκκος η γη ήταν αχαμνή.

Και στο λόφο που έχτισαν τη χώρα τους και σ’ αυτόν ακόμα βρήκαν τρόπο να σκάψουν, ν’ αναζητήσουν, να φυτέψουν. Δεν τους έφτανε η θέα που από το ψήλωμά τους αγνάντευαν μακριά τη θάλασσα κι έβλεπαν ολοκάθαρα τη Δήλο, την Τήνο, τη Μύκονο, τη Νάξο, αλλά ήθελαν κάτω στα πόδια του ολόασπρου λόφου τους να στρώνουν οι λαχανόκηποι πράσινο χαλί.

Υπάρχει μια παράδοση που λέει πως η Σύρα ήταν εύφορη, με καλή και άφθονη βοσκή, με πολλά και θρεμμένα πρόβατα, γλυκό κρασί και καλό σιτάρι. Οι άνθρωποί της δεν γνώριζαν αρρώστιες αλλά γερνούσαν και χωρίς πόνους και βάσανα εύρισκαν ήρεμο και γλυκό θάνατο.

Κανείς δεν είναι σίγουρος αν η παράδοση αυτή είναι σωστή. Ούτε όμως μπορούμε να τη θεωρήσουμε ψεύτικη επειδή η γη του νησιού δεν παρουσιάζει σήμερα τέτοιο πλούτο. Το νησί πέρασε κι αυτό τα βάσανά του. Οι μεγάλοι σεισμοί του 4ου αιώνος μ.Χ. και ο λοιμός την εποχή του Ιουστινιανού άλλαξαν τη σύνθεση της γης του και σκόρπιζαν τους ανθρώπους του. Και σαν να μην έφθαναν αυτά, οι φτωχοί νησιώτες κάθε λίγο και λιγάκι είχαν τους πειρατικούς στόλους στο κεφάλι τους που τους αφάνιζαν σε τέτοιο βαθμό, που για καιρό ξεφτούσε όλος ο ρυθμός της ήσυχης ζωής τους.

Παρ’ όλ’ αυτά όμως ποτές δεν τους απόλειψε η πίστη και η ελπίδα. Από το τίποτα σχεδόν έχτισαν τα χωριά τους: Τη Βάρη, το Μάνα, τα Χρούσα, την Παρακοπή, τη Ντελαγράτσια, το Κίνι, το Γαλισσά κι άλλα πολλά. Και δεν άφησαν κορφή βουνού και λόφου που πάνω της να μην στήσουν ένα βωμό ευχαριστίας στο Θεό. Μικρά εξωκκλήσια άσπρα σαν περιστέρια, επάνω σε φαλακρές κορφές και στις ρεματιές και στους κάμπους. Πίστη και δουλειά, εκκλησιά και χωράφι ήταν η παλιά Σύρα.

Ταξίδεψα σε πολλά μέρη και εγνώρισα γεωργούς και ποιμένες και τους κουβέντιασα για να μάθω τις συνήθειές τους και να δω τη μάθησή τους στα γεωργικά, μα λιγοστοί φανέρωσαν πως ήξεραν τόσο βαθειά να κυβερνήσουν τη γη τους όσο οι Συριανοί. Κατέχουν τα μυστικά της γης τους και ξέρουν πώς να σπέρνουν τα χορταρικά και τα γεννήματα, πώς να κεντρώνουν τα δένδρα και τα κλήματα, πώς να κυβερνούν τους καρπούς και τα κρασιά για να μην αφανίζονται, πόσο παχιά και υγρή πρέπει νάναι η γη για το σιτάρι και πόσο δεύτερη για το κριθάρι. Ρεγουλάριζαν το νερό για τα όσπρια με μαγκανοπήγαδα που τα γύριζε ένα γαϊδούρι όλο υπομονή και καρτερία. Στα ξερά μέρη φύτεψαν συκιές που έχουν γεμίσει όλο το νησί πολλών λογιών σύκα: Τα γλυκομάρωνα, που ξηραίνονται στον ήλιο και ψήνουνται στους φούρνους, τα ξυνομάρωνα, πούναι γλυκά σαν το καθάριο μέλι, οι αμπουρκούνες, σύκα προφαντά και θρεμμένα, τα λουμπάρδικα, μαύρα απόξω και κόκκινα σαν αιμοστάτες από μέσα και στο στόμα ζάχαρη. Και τα άσπρα και τα μαύρα σύκα είναι γλυκά και θρεφτικά. Και οι ελιές δεν απολείπουν από το νησί. Ο Τουρνεφώρ μιλάει για παλιά ελαιοτριβεία στον Κοϊμό και στο Γύρι. Κι αν σήμερα οι ελιές είναι λιγοστές και δεν μπορεί να γίνει παραβολή με την Μιτυλήνη, την Κρήτη, τα Εφτάνησα, τη Μεσσηνία και τα Σάλωνα όμως ο τρόπος που έχουν οι Συριανές να φτιάνουν τις ελιές τσακιστές και κολυμπάδες μοσκομυρουδάτες με το μάραθο, δείχνουν παλιά μαστοριά που δεν βγαίνει παρά από αφθονία καρπών. Γιατί οι παληοί χρονογράφοι και ταξιδιώτες μιλάνε και για πολλά σταφύλια. Κι αυτά είναι λιγοστά σήμερα. Το τραγούδι όμως το λέει ολοκάθαρα.

 

Να ’χα νερό του Σύριγγα, σταφύλι από τα Χρούσα

κι ένα κλωνί βασιλικό από την Κυπερούσα.

 

Όσο για τα ζαρζαβατικά αυτά είναι καθαρό πλούτος του νησιού. Τα προφαντά ζαρζαβατικά της Σύρας γεμίζουν τις ελληνικές αγορές.

Την πρόωρη βλάστηση τη χρωστά στη γη. Όσο για το κυνήγι της, που απαθανάτισε ο μακαρίτης Ορφανίδης στο Τίρι-Λίρι, αυτό έρχεται με τους αγέρηδες που φυσούν τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο άφθονο και ζηλευτό. Από το βοριά δε φοβάται η Σύρα. Ο νοτιάς όμως τη χτυπά κατάφατσα και αχρηστεύει το λιμάνι της.

 

Αν θες να γνωρίσεις το Συριανό φύγε από την Ερμούπολη κι ανέβα στη Χώρα ή έβγα στο χωριό. Απάντησα γέρους φαμελίτες ενενηντάρηδες γερά κόκαλα. Τους γέρους αυτούς, αν και αδύνατους πια για δουλειά, τους είδα ν’ ανεβαίνουν τα σκαλιά, να σταματούν στα καντούνια για να πάρουν την ανάσα τους και πάλι να σέρνουν το βήμα τους ως τον Άη Γιώργη ή ως την Παναγία τους Καρμήλου, στο παλιό μοναστήρι των Ιησουϊτών, ή ως τον Άη Γιάννη στο μοναστήρι των Καπουτσίνων που είναι ακόμα πιο παλιό. Και πίσω τους είδα τις γριές σκυφτές και μαυρομαντηλούσες καθημερινή και σκόλη να μπαίνουν στην εκκλησιά να πουν ένα ροδάριο.

Το μάτι μου ποτέ δε στάθηκε στον πολιτισμένο τόνο που παρουσιάζει η ζωή στην Ερμούπολη με τις πλατείες της, τα καφενεία της, τη λέσχη της, τα μαγαζιά της, τις φάμπρικές της. Οι ταβέρνες της μόνο δίνουν ένα τόνο γραφικό στη ζωή της, που δεν έχει κανένα άλλο δικό της χρώμα. Μόλις όμως ξεπέρναγα το Παυσίλυπο κι αντίκριζα τα σκαλιά άσπρα και γραφικά, αναθυμόμουν την παλιά σκάλα του Ιακώβ κι ένοιωθα πως γλιστρούσα από την πεζότητα και περνούσα σε μια ζωή απλή, με νόημα βαθύ. Ένοιωθα μέσα στο μοναστήρι των Ιησουϊτών ή των Καπουτσίνων το λεπτό άρωμα της πίστης που θερμαίνει το λευκό βράχο. Στη Σύρα υπάρχει αληθινή θρησκευτική ζωή και κάθε φαμίλια έχει βοηθήσει με τα μέσα της και τον τρόπο της σ’ αυτό το κατόρθωμα, το άξιο ιερατείο της.

Αν είναι όμως δουλευτάδες και θρήσκοι οι Συριανοί δεν είναι γι’ αυτό λιγότερο γλεντζέδες και μερακλήδες στον έρωτα, στο κρασί και στον καπνό. Λίγοι άνθρωποι τόσο εύθυμα τραγούδησαν τον έρωτα όσο οι γέροι Συριανοί στα γλέντια τους. Πρόχειρα αυτοσχέδια δίστιχα ερωτικά και παινετικά τραγουδιούνται στις κοπέλες και στα ζευγάρια που κι αυτά απαντούν με το ν ίδιο τρόπο. Πλούσιες ηχηρές ρίμες θησαυροί λέξεις με κάποτε τις συλλαβές του ενός στίχου περισσότερες ή λιγότερες. Οι φανατικοί δασκάλοι του μέτρου ας συχωρέσουν τους απλούς αυτούς ανθρώπους.

 

Στου Σεβαστιά τ’ ανήφορο θα στήσω καλτερήμι

Για να περνούν οι λεύτερες να κάνουνε σεήρι.

 

Και βλέπεις τους νιούς, φραγκοραφτάδες ή τυπογράφους —αυτές οι δυο τέχνες είναι οι πιο διαδομένες στην απάνω Χώρα— τα βράδια που σχολνάνε με το βασιλικό στο χέρι να καρτερούν τις όμορφες κοπέλες στα καντούνια να τις κρυφοκουβεντιάσουν, να τους χαρίσουν το βασιλικό να τις ορκίσουν στην αγάπη τους. Κι ύστερα η παντρειά, η νόμιμη παντρειά μπρος στον παπά που ευλογά την ένωσή τους και το σπιτικό τους. Από τότες αρχίζει το νοικοκυριό, που σε παλιότερα χρόνια ήταν πιο πλούσιο και πατριαρχικό.

Το σιτάρι που το άλεθαν οι ανεμόμυλοι με τα οχτώ πανιά —λείψανα αυτών των μύλων βλέπομε και σήμερα στα Βαπόρια και στο βουνό της Αγιαπαρασκευής— γινόταν γλυκό και νόστιμο ψωμί. Τόψηναν οι φούρνοι των σπιτιών. Τα χωρικά σπίτια έχουν και σήμερα τέτοιους φούρνους. Κι οι σοδιές ήταν πλούσιες, το λάδι και το κρασί δεν απόλειπε, ούτε τα χοιρινά τα σύγλινα, οι κοπανιστές κι οι φημισμένες οι λούζες και τα συριανά λουκάνικα.

Είπα πάρα πάνω πως το νησί είναι πολυβασανισμένο. Δεν είπα ψέμματα. Αν οι Συριανοί δεν είχαν τόση πίστη στο Θεό και τόση αγάπη στο νησί τους θάχαν φύγει, θάχαν σκορπίσει στα τέσσερα σημεία του ανέμου εδώ και πολλούς αιώνες. Η ζωή τους κατά τον μεσαίωνα ήταν ένας αδιάκοπος πόλεμος με τους πειρατές. Και οι Τούρκοι δεν τους άφησαν ήσυχους. Πολύ πριν από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, ο Καθολικός αρχιεπίσκοπος Σύρου Ανδρέας Κάργας και ο εφημέριος Μιχαήλ κρεμάστηκαν στα 1617 στο κατάρτι της Τούρκικης Φρεγάδας ως εχθροί του Σουλτάνου.

Είπα στην αρχή πως δεν αφηγούμαι εντυπώσεις ταξιδιωτικές ούτε πρόκειται να οδηγήσω τον αναγνώστη μου σε μέρη αξιοθέατα ή πλούσιες πολιτείες ή σε χώρες παράξενες κι εξωτικές. Πρέπει σ’ αυτά να προσθέσω πως διόλου δεν είναι σκοπός μου να του γνωρίσω τη σύγχρονη όψη των πραγμάτων και να του πω ξερά και ανούσια πράματα που δεν έχουν καμιά σχέση με το ταξίδι της ψυχής μου. Είναι δικαίωμά μου στα τέτοια πετάγματα του νου, να σταματήσω όπου βρίσκω τη χαρά, σε χωριά ή σε καλύβες, σ’ εκκλησιές ή μοναστήρια, σε καντούνια φτωχικά, στους αγριόσκινους ή τις αλυγαριές κι όχι στα χρυσάνθημα των περιβολιών, ή στα θαύματα της βιομηχανίας και τους θησαυρούς της κοσμικής ζωής. Δικό μου έργο δεν είναι αυτό. Αποζητώ την ψυχή των πραγμάτων και δεν νοιάζομαι για πράγματα αυτά καθ’ εαυτά όσο νοιάζομαι για τα βαθύτερα νοήματα που συμβολίζουν. Κι η Σύρα που είδα κι έζησα είναι ένα κομμάτι από τα λιγοστά στο Αρχιπέλαγος που με την απλή ζωή και την αρετή, φανέρωσε μια ψυχή, μια πνευματικότητα στο πέρασμα των αιώνων. Τί σχέση έχει αν αυτά είναι άγνωστα στους πολλούς ή και σε όλους, ή αν είναι χαμένα για τα μάτια των βιαστικών και των προκατειλημμένων. Φτάνει που για άλλους —αδιάφορο λίγους ή πολλούς— θα σταθούν καταφύγιο, θα σταθούν πράσινες ολόδροσες οάσεις που σ’ αυτές θα τρέξουν για να γλυτώσουν την ψυχή τους που από ώρα σε ώρα κινδυνεύει να χαθεί. Έτσι ένα πρωινό στα χαράματα μόλις ξεμπαρκάρισα πριν πάω στο σπίτι μου, τρεχάτος ανέβηκα τα λευκά σκαλιά της χώρας και ξημερώματα μπήκα στον Άη Γιάννη του μοναστηριού των Καπουτσίνων και τράβηξαν σε μια γωνιά γνώριμη κι αγαπητή. Ο πατέρας Τιμόθεος έλεγε την πρώτη λειτουργία και γονατιστοί άκουγαν, την πρωινή εκείνην ώρα, τη θεία προσευχή γέροι και νέοι, γριές και κορίτσια, νοικοκυρές και δουλευτάδες και μικρά παιδιά που βοηθούσαν το λειτουργό. Πρωί ακόμα ξεκίνησα να κατέβω από τη μεριά του Σαμπαστιά προς το σπίτι μου και κάθε καντούνι και κάθε εκκλησιά και κάθε χτύπος καμπαναριού μου ιστορούσαν μια ιστορία απλή σαν παραμύθι κι όμορφη σαν τραγούδι που μου ησύχαζε κάθε τρικυμία της ψυχής και κάθε πονηριά του νου.

Μια Συριανοπούλα, ποτίζοντας τα βασιλικά της και τα γαρούφαλα, τραγούδαγε αγναντεύοντας στην κορφή τη λευκή εκκλησιά τ’ Άη Γιωργιού:

 

Άγιε μου Γιώργη Συριανέ μην κάνεις άδικο σε με.

 

Κωστής Μπαστιάς, «Η Σύρα», περ. Ελληνικά Γράμματα, τ. 41, 15.2.1929.