Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



ΒΕΛΙΣΑΡΙΟΣ ΦΡΕΡΗΣ

ΤΟ ΨΕΜΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ

 

Ο Νικόλας εσήκωσε το σίδερο από τη σκάρα, εσάλιωσε το μεσιανό δάχτυλο του δεξιού χεριού του και το άγγιξε τιναχτά στην πλάκα του σιδέρου. Δεν το βρήκε όσο τόθελε ζεστό και φώναξε στη γυναίκα του:

—Μαρία, βάλε δυο-τρία κάρβουνα στο σίδερο… Μα κάνε γλήγορα, να τελειώσω για να προφτάξω να ξαορέψω…

Η Μαρία πρόβαλε στην πόρτα της κάμαρας που δούλευε ο άντρας της. Ήταν ανασκουμπωμένη κι είχε τυλιγμένο το κεφάλι της μ’ ένα τουλπάνι.

—Τρίβω τα μπακίρια, Νικόλα… Μόνο ας τα βάλει η Μαριόγκα, είπε και γύρισε στην κουζίνα.

Ο Νικόλας έρριξε μια ματιά στη Μαριόγκα. Κι η μαθήτρια άφησε τη δουλειά της, πήρε το σίδερο και βγήκε στο αυληδάκι που ήταν τα κάρβουνα μέσα σ’ ένα κασάκι του πετρελαίου. Ύστερα γύρισε, απόραψε το κουμπί που έραβε σ’ ένα σακάκι και ξαναβγήκε στην αυλή. Ο βοριάς είχε ανάψει τα κάρβουνα και το σίδερο είχε κιόλας κορώσει. Τόφερε μέσα.

—Τέλειωσα, μάστορη, είπε, παίρνοντας και κρεμώντας το σακκάκι στη ράχη μιας καρέκλας. Τι να κάνω τώρα;

—Ξαορεμένη είσαι; τη ρώτησε ο Νικόλας.

—Όχι, μάστορη…

—Ε, να πηαίνεις για να προκάνεις…

—Είναι ακόμα ένα σακάκι που θέλει κουμπιά…

—Άσ’ τα… Θα τα κολλήσω ’γω… Είναι του Βαφιαδάκη, τσ’ είναι ιδιότροπος… Δες τι ώρα κάνει το ρολόι…

—Περασμένες τέσσερις, είπε η Μαριόγκα κοιτάζοντας από την ανοιχτή πόρτα στο διπλανό δωμάτιο.

Ο Νικόλας πήρε από την τσέπη του γελέκου του ένα πεντόφραγκο και τόδωσε στη μαθήτρα.

—Ένα τριάρι μονάχα κάνει να μου δίνεις, μάστορη, είπε η Μαριόγκα.

—Κράτα το… Χριστούγεννα είναι αύριο.

—Να ’σαι καλά… Τσ’ από χρόνου, μάστορη.

—Τσ’ από χρόνου, Μαριόγκα…

Η μαθήτρια τυλίχτηκε σ’ ένα πυκνοπλεγμένο μαβί μποξαδάκι, χαιρέτησε τη Μαρία και βγήκε στο δρόμο.

Όξω ο βοριάς θέριζε. Έριχνε χιονόνερο. Τα γύρω νησιά ήταν χαμένα μέσα στην καταχνιά. Ξεχώριζε θαμπά μονάχα η Τήνος, που ήταν κι αυτή φορτωμένη με μαύρα βαριά σύννεφα.

Η Μαριόγκα τράβηξε κατά την Παναγιά, που ξομολογούσαν από το πρωί οι Πατέρες.

 

Στην κουζίνα η Μαρία είχε αποτελειώσει το τρίψιμο των μπακιριών κι άρχισε να τοποθετεί ένα ένα πάνω στο ράφι —δυο τεντζερέδες, ένα μεγάλο κι ένα μικρό, ένα ταψί κι ένα ταψάκι, μια κατσαρόλα, ένα κατσαρόλι κι ένα κατσαρολάκι, δυο μπρίκια, το γουδί με το γουδοχέρι του κι ένα μαγκάλι με σκαλίσματα που το σκέπασμά του είχε πάνω στη κορφή ένα μισοφέγγαρο. Μοναχοκόρη, η Μαρία, πήρε για προίκα όλο το μπακιρικό της μακαρίτισσας της μητέρας της. Μπακιρικό σταλμένο από τη Σμύρνη σε χρόνια περασμένα από τον παππού της, πούκαμε χρόνια και χρόνια καβάσης σε προξενείο. Και ξαφνικά η Μαρία φώναξε:

—Ιιιι!… Λωλάθηκα, καλέ;… Κι άρχισε να ξανακατεβάζει όσα μπακίρια είχε βάλει πάνω στο ράφι.

Έριξε στην πλάτη της ένα μποξά και βγήκε στην πίσω αυλή.

—Ροζίνα!… Ροζίνα!… Ροζίνα!… φώναξε όλο και πιο δυνατά την κόρη της. Μαρησύ Ροζίνα δε ακούς που σε φωνάζω τσαί ξεπάγιασα;

Ένα κοριτσάκι ως δέκα χρονών πρόβαλε στο αντικρινό παράθυρο και μέσα από το τζάμι της έγνεψε τι θέλει.

Η Μαρία της έκανε νόημα να γυρίσει στο σπίτι. Το κορίτσι μισάνοιξε το τζαμιλίκι κι απάντησε φωναχτά:

—Νωρίς είναι ακόμα… Βλέπω την άμια καλογριά που κάνει το σπήλιο του Αντώνη…

—Έλα γλήγορα που σε θέλω… Γλήγορα σου λέω… Να μη το ξαναπώ, έκανε η Μαρία και τραβήχτηκε στην κουζίνα.

Σε λίγο ήρθε κι η Ροζίνα λαχανιασμένη από το τρέξιμο.

—Τι θες, καλεσύ;

—Ξέχασα τις κόλες για τα ράφια… Πάρε δυο θαλασσιές από το μπακάλικο του μπάρμπα Λιναρδή τσαί πες του να τις γράψει…

Η Ροζίνα στο μεταξύ είχε βγάλει από το σκρίνιο το μποξοδάκι της και τυλιγόταν.

—Κι άμα πάρεις τις κόλες, να πας αντίκρυ στης άμιας Καρμέλας του Δασκαλακιού να μας τις κόψει, που ξέρει τσαί κόβγει όμορφα… Κατάλαβες;…

—Ναι, κατάλαβα…

—Το νου σου… Με όμορφο τρόπο… Να χτυπήσεις την πόρτα που θα ’ναι κλειστή γιατί κάνει κρύο… Τσ’ άμα σου ανοίξει, να πεις: «Χαίρετε, άμια Καρμέλα»… Κατάλαβες;

—Ναι…

—Πάλι ναι!… Πάλι ναι!… «Μάλιστας», σου ’πα να λες… Πες το…

—Μάλιστας, είπε η Ροζίνα.

—Τσαι να της πεις: «Μου ’πε η μαμά μου πολλά πολλά προσκυνήματα τσαι τι κάνει ο μουσιού Ζαν»… Κι άνε σου πει πως σηκώθηκε, να πεις «μπράβο»… Κι άνε σου πει πως είναι ακόμα στο κρεβάτι, να λυπηθείς τσαι να μη μιλήσεις… Κατάλαβες;!

—Ναι… μάλιστας…

—Τσ’ ύστερα να της πεις: «Άμια Καρμέλα, σας παρακαλεί η μαμά μου ας κόβετε τις κόλες για τα ράφια μας;» Τσ’ άμα τις κόψει τσαι σου τις δώσει, να πεις «φχαριστώ τσαι τη Λαμπρή με το καλό να μας τις ξανακόψετε»… Άντε… Τσαι μη κοντοστέκεσαι στο δρόμο μη μου πουντιάσεις…

Η Ροζίνα έκανε να φύγει, μα η Μαρία τη σταμάτησε.

—Στέκα τσαι πες μου από την αρχή τι σου ’πα να πεις…

Η Ροζίνα ξεροκατάπιε, πήρε αναπνοή κι άρχισε να τα λέει κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι της: «Θα χτυπήσω την πόρτα κι άμα μου ανοίξει θα πω “Χαίρετε, άμια Καρμέλα. Μου ’πε η μαμά μου πολλά προσκυνήματα τσαι τι κάνει το Δασκαλάτσι…”»

—Όχι!… Όχι!… φώναξε η μητέρα της… Όχι το Δασκαλάτσι… Είναι παρατσούκλι… «Ο μουσιού Ζαν», σου ’πα να πεις.

—Ναι, μάλιστας, «ο μουσιού Ζαν», σιγώπε η Ροζίνα. Κι άνε μου πει πως είναι ακόμη στο κρεβάτι θα πω «μπράβο», κι άνε μου πει πως σηκώθηκε θα λυπηθώ και δε θα μιλήσω…

—Θώριε, θώρι το αχαΐρευτο, ξεπίτηδες θαρρείς το κάνει τσαι τα λέει ανάποδα, είπε φουρκισμένη η Μαρία… Να ε βάλει σε μπελάδες με τις γειτόνισσες χριστουγεννιάτικα…

—Ίντα να σου κάνω… Έτσι μούρθανε, έτσι τα ’πα…

—Ήπρεπε να μην είναι η μέρα που ’ναι και σούλεγα ’γω… Άντε μέσα να κάτσεις με τον μπαμπά σου… Θα πάω μοναχή μου, είπε η Μαρία.

Και φεύγοντας μουρμούρισε: μια δουλειά δεν μπορεί να μου κάνει το ζουριασμένο…

 

Άμα τέλειωσε ο Νικόλας το σιδέρωμα, πήρε τα τέσσερα σακάκια και τη ρεντικότα που ’χε ράψει με νυχτέρια κείνη τη βδομάδα της μεγάλης φούργιας, τα τύλιξε μέσα σε μια κλαδωτή πάνα και τάβαλε απλωτά πάνω στον πάγκο για να μην τσαλακωθούν. Φόρεσε ύστερα το πανωφόρι του και την τραγιάσκα του και μπήκε στη σάλα να πάρει πάνω από το σκρίνιο το ευχολόγιό του.

—Φεύγεις, Νικόλα; τον ερώτησε η Μαρία από την κουζίνα.

—Ναι, πάω για ξαγοριά πριν πέσει κόσμος…

—Άμα γυρίζεις, πέρνα να πάρεις τη Ροζίνα από την άμια καλογριά… Μούφαγε την τσεφαλή μου το πεισματάρικο να ξαναπάει τσαι την άφησα… Βλέπει που κάνουνε το σπήλιο…

Ο Νικόλας πήρε το ανήφορο. Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει κι ο Τζώρτζης το Βαπόρι γύριζε κι άναβε τα φανάρια. Άμα έφτασε ο Νικόλας στην Παναγιά, μπήκε μέσα, γονάτισε σ’ ένα πάγκο, έκανε το σταυρό του κι άρχισε —όπως μπορούσε με το φτωχό μυαλό του— την προετοιμασία του για την εξομολόγηση. Η εκκλησιά ήταν γεμάτη από γυναίκες και κορίτσια που περίμεναν τη σειρά τους να ξομολογηθούν. Κάτω στην εκκλησιά ξομολογούσαν τις γυναίκες τέσσερις Πατέρες στα εξομολογητήρια και πάνω στο μοναστήρι άλλοι Πατέρες ξομολογούσαν τους άντρες στα κελιά. Έτοιμος τώρα ο Νικόλας με τη «συντριβή και την απόφαση» βαθιά ριζωμένες στην ψυχή του —τη συντριβή για τα κρίματά του και την απόφαση να μη ξαναπέσει πια σ’ αυτά, όσο μικρά κι αν ήταν—, ανέβηκε στο μοναστήρι να ξαγορευτεί. Εκεί στο μακρύ διάδρομο, με το μεγάλο ρολόι στο βάθος, πολλοί άντρες, άλλοι καθισμένοι στους πάγκους του διαδρόμου, άλλοι χαμηλοκαθισμένοι στις φτέρνες τους με τη ράχη τους ακουμπισμένη στον τοίχο κι άλλοι όρθιοι περιμένανε να βγουν εκείνοι που ξομολογιόνταν για να περάσουν αυτοί. Όλοι άνθρωποι εργατικοί, στενά δεμένοι μεταξύ τους από χαρές και λύπες, κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, με τα χωρατά τους στον καφενέ και τα όμορφα τραγούδια τους στην ταβέρνα, αμίλητοι τώρα σα να μην ήξερε ο ένας τον άλλο, είχανε πέσει σε βαθειά συλλογή. Στοχάζονταν πόσο μεγάλη κι άγια είναι τούτη η νύχτα των Χριστουγέννων κι αγωνίζονταν να συλλάβουν τη μεγαλοπρέπειά της και να μπούνε βαθιά στ’ ασύλληπτα μυστήριά της. Πότε πότε μονάχα ακουόταν κανένας βαθύς αναστεναγμός και τούτα τα λόγια που φτάνουν πάντα κι ανεμπόδιστα στον Ουρανό: «Χριστέ μου, ας είναι για τη δόξα σου». Θα ’ταν κάποιος γέρος παππούς που στέναζε γιατί του πήρε ξαφνικά ο θάνατος ένα από τα εγγόνια του. Θα ’ταν κάποιος πατέρας που ’χε βαριάρρωστο παιδί. Θα ’ταν ίσως κάποιο παλικάρι που την κοίταζε, μα κείνη δεν το κοίταζε. Κι όλοι τούτοι οι πόνοι —του θανάτου, της αρρώστιας και του έρωτα— κι άλλοι ακόμη πόνοι που δοκιμάζει η φτωχή ανθρώπινη καρδιά, προσφέρονταν εκείνη την Άγια Νύχτα —σμύρνα, χρυσός και λίβανος— για τη δόξα του Χριστού μας.

 

Ο Νικόλας κατέβασε τη «δουλειά» στο μαγαζί. Κάτω στο Γιαλό. Έπαιρνε δουλειά από τον πιο δύσκολο μάστορη, το Βενιέρη, πούραβε το αρχοντιλίκι του τόπου εκείνου του καλού καιρού.

—Έλα, Νικόλα, του ’πε ο μάστορης, καθώς τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί. Μες στην ώρα ήρθες…

Ήταν εκεί ο σιορ Αντώνης ο Μαυροκορδάτος, προσωποποίηση της αξιοπρέπειας. Ρεντικότα, μιραμπώ, γάντι, γκέτες, μπαστούνι με σφαιρική ασημένια λαβή. Έτσι ντυμένος ήρθε στον κόσμο κι έτσι ντυμένος έφυγε. Κι η ρεντικότα ήταν εκεινού.

—Σιορ Αντώνη, να τη φορέσετε να δούμε μη θέλει τίποτα…

Ο σιορ Αντώνης είχε περάσει από το μαγαζί να πληρώσει. Ήξερε πως ο ράφτης του ποτέ δε θα τόκανε να στείλει λογαριασμό μαζί με τα ρούχα. Και ήταν παραμονή Χριστουγέννων. Δεν μπορούσε παρά να είχε ανάγκη από λεπτά.

Χωρίς να μιλήσει εμπήκε στο δοκιμαστήριο. Ξοπίσω του πήγε ο μάστορης. Πήγε κι ο Νικόλας για να καμαρώσει το «έργον των χειρών του». Μα τι μπορούσε να θέλει η ρεντικότα κομμένη και ρεγουλαρισμένη από το Βενιέρη και ραμμένη από το Νικόλα, που η βελονιά του ήταν όμοιο γαζί κι η μιζέρια του στη δουλειά άλλο πράμα;

—Τι λέτε, σιορ Αντώνη; ρώτησε ο μάστορης ευχαριστημένος.

—Ωραία, πολύ ωραία, έκαμε ο Μαυροκορδάτος ρίχνοντας μια κρυφή ματιά στον καθρέφτη. Ύστερα γύρισε κι είπε στο Νικόλα:

—Είσαι τεχνίτης αντάξιος του μάστορή σου… Μπράβο σου… Παντρεμένος είσαι;…

—Μάλιστας, απάντησε ο Νικόλας προσπαθώντας να μαντέψει τι σχέση θα μπορούσε να ’χει η παντρειά με την τέχνη του.

—Έχεις παιδιά; ξαναρώτησε ο σιορ Αντώνης.

Ο Νικόλας τώρα άρχισε να τα χάνει. Ήξερε πως ο Μαυροκορδάτος ήταν λιγόλογος κι οι ερωτήσεις που τούκανε του φαίνονταν παράξενες.

—Έχει ένα… Ένα κοριτσάκι, πρόλαβε ν’ απαντήσει ο μάστορης.

—Πέρασε, σε παρακαλώ, από το γραφείο μου πριν πας στο σπίτι σου, είπε στο Νικόλα ο σιορ Αντώνης.

Ύστερα ευχήθηκε σ’ όλους του μαγαζιού καλά Χριστούγεννα κι έφυγε.

—Σαν τι να με θέλει μάστορη; ρώτησε ο Νικόλας.

—Για κανένα ρεγάλο…

—Έτσι λέω κι εγώ με το νου μου… Μα γιατί δε μου τόδινε εδώ;

—Αλήθεια… Γιατί δε σου τόδινε εδώ;

—Μπορεί να ’ναι τίποτις άλλο, είπε ο Νικόλας.

—Πήγαινε και θα δούμε, έκανε ο μάστορης.

—Ναι, θα πάω για να δούμε…

 

Κοντεύουν μεσάνυχτα. Ο βοριάς έχει κόψει. Ο ουρανός είναι ξάστερος. Οι καμπάνες άρχισαν να χτυπούν —το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, τα τζάμια των φαναριών απόψε αστράφτουνε. Ο Τζώρτζης το Βαπόρι άφησε ανεβασμένα τα φιτίλια και τα σοκάκια είναι φωτισμένα όσο καμιάν άλλη βραδιά.

Από νωρίς αρχίζουν οι πιστοί ν’ ανηφορίζουν κατά τον Άι-Γιώρη ξεκινώντας απ’ όλες τις γειτονιές της Απάνω Χώρας. Γριούλες και γεροντάκια, αντρόγυνα κι αρραβωνιασμένοι, νέοι και νέες και παιδιά που κάθε τόσο κοντοστέκονται για να σπάσουν καρύδια, φουντούκια και μύγδαλα πάνω στις πλάκες των πεζουλιών. Ξεκίνησαν από τα σπίτια τους οι καλογριές κι οι μπεΐνες, μαζί τους κι η σόρα Κοντσέμπτα, που, άμα την ντάμωναν τα παιδιά, πες για να κρυφογελάσουν, πες από ευλάβεια, της έλεγαν:

—Άμα καλογριά, ας είναι παινεμένος…

—… ο Χριστός μας τέκνα μου, ο Χριστός μας, απαντούσε κείνη στερεότυπα.

Κρατώντας το μπαστουνάκι της με το αριστερό χέρι ξεκίνησε από το αρχοντικό της κι η κοκόνα η Σβίλιαριτς που είχε αδελφό πρόξενο στην Κάτω Χώρα. Κι ήταν όλες τυλιγμένες από την κεφαλή με μαύρους μποξάδες, εχτός από τις νέες, παντρεμένες κι ανύπαντρες, που φορούσαν λεπτά, μάλλινα, πολύχρωμα λαχούρια με κρόσσια μακριά, φερμένα από την Πόλη και τη Σμύρνη. Και πρώτη ανάμεσα στις πρώτες η Μαργαρώ, ο Χάμως με καπέλο. Μια καπελαδούρα από βυσσινί βελούδο μ’ ένα τεράστιο παράξενο πουλί με τεντωμένες τις φτερούγες του.

Ανέβαιναν κι ο Νικόλας με τη Μαρία, που, όσο κι αν είχε κουραστεί κείνη τη μέρα, έδειχνε ξεκούραστη και γελαστή. Βαστούσε αλαμπρατσέτα το Νικόλα κι όλο τούλεγε για το φουστάνι και την κούκλα που τους αγόρασε. Θα τρελαθεί η Ροζίνα του Άι-Βασιλειού που θα της τη δώσουν. Και το φουστάνι… Τί όμορφο φουστάνι!

—Νικόλα μου, νά ’σαι καλά, άντρα μου… Σε φχαριστώ, Νικόλα μου…

Και λογάριαζε πως θα τό ’χε ραμμένο την αρχιχρονιά και θα πήγαινε στολισμένη —όπως καμιάν άλλη φορά— στο «Φιλόπτωχον Λαχείον».

Ο Άι-Γιώρης είχε γεμίσει από νωρίς. Άμα φτάσανε ο Νικόλας κι η Μαρία, ο Όρθρος πήγαινε να τελειώσει και θ’ άρχιζε η Ψαλτή. Η εκκλησιά έλαμπε από τα πολλά κεριά. Μονάχα το Άγιο Βήμα είχε κάπου εκατό λαμπάδες και κεριά που τ’ άναβαν από πολλή ώρα πριν τέσσερα παιδιά ντυμένα παπαδάκια.

Η Μαρία βρήκε τόπο να καθίσει στον τελευταίο πάγκο, πλάι στην ξαδέλφη της την Πετρίνα. Ο Νικόλας οικονομήθηκε σ’ ένα πάγκο που αντίκριζε το Σπήλιο. Και βάλθηκε να βλέπει τα διάφορα. Δεν ήταν εκείνη Φάτνη φτιαχτή. Ολόκληρη η Βηθλεέμ, όπως ήταν άμα γεννήθηκε ο Χριστός, είχε, λες, μεταφερθεί με τρόπο θαυματουργικό στη γωνιά εκείνη του Άι-Γιώρη. Η Παναγιά κι ο Ιωσήφ θαρρούσες πως θα σου μιλούσαν κι ο Χριστούλης μέσα στο παχνί μόνο που δεν κουνούσε. Τέτοια ζωντάνια είχαν τα μικρά χρωματιστά αγάλματα. Κι ήταν γύρω βοσκοί και πρόβατα κι ένα βόδι που άχνιζε το Θείο Βρέφος για να το ζεστάνει κι ένα γαϊδουράκι που έμοιαζε σα να το ’χε πάρει ο ύπνος. Ήταν κι οι τρεις Μάγοι με τα δώρα, ψηλά το αστέρι που τους οδήγησε στη Βηθλεέμ, άγγελοι εδώ κι εκεί κι όσα βλέπει κανένας στην εξοχή. Βουνά και κάμποι, δέντρα και βοσκοτόπια, περιβόλια με μαγκανοπήγαδα, ανεμόμυλοι που γύριζαν κι έδιναν με τον τρόπο αυτό ζωή και κίνηση και σ’ όλα τ’ άλλα πράματα που έστεκαν ασάλευτα.

Κι ήρθε η στιγμή να μεταλάβουν οι πιστοί. Σηκωθήκανε πρώτα οι άντρες κι ένας-ένας, δυο-δυο προχωρούσαν κι έμπαιναν στο Ιερό και γονάτιζαν μπροστά το Άγιο Βήμα. Έκανε κι ο Νικόλας, το σταυρό του κι από γονατιστός που ήταν σηκώθηκε να πάει να μεταλάβει. Μα άκουσε μέσα του μια φωνή —κείνη τη δύστροπη φωνή που ’χει δύσκολο τον έπαινο κι εύκολη την κατηγορία— να του λέει:

—Κάτσε κάτω, ψεύτη!… Πού πας, ψεύτη!… Κριματισμένη είναι η ψυχή σου, ψεύτη!… Γέλασες τη γυναίκα σου, ψεύτη!…

Κι ο Νικόλας ένιωσε ν’ ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι του και να τον πνίγει. Θάμπωσε το βλέμμα του, τα γόνατά του λύγισαν και ξαναβρέθηκε γονατιστός δίχως να το θέλει.

Κι άρχισε ν’ αποκρίνεται στον έλεγχο της μυστικής φωνής.

—Δε φταίω… δε φταίω… Η Μαρία το πρωτώπε… «Τόσο ακριβό φουστάνι πήγες και μου αγόρασες, Νικόλα μου… Και για το παιδί μας τέτοια κούκλα!…» Ποτέ μου δεν την είχα ξαναδεί τόσο χαρούμενη τη Μαρία… Κι είπα να την αφήσω να το πιστεύει πως αγόρασα εγώ το φόρεμα και την κούκλα του παιδιού μας… Δεν είναι κρίμα… Δεν μπορεί να ’ναι κρίμα.

Και με τη σκέψη τούτη ησύχασε ο Νικόλας κι έκανε να ξανασηκωθεί. Μα η μυστική φωνή, αμετάπειστη, τον κράτησε γονατιστό στη θέση του.

—Πώς πας να μεταλάβεις με ψέμα στην ψυχή… Δεν τα πλήρωσες συ. Ούτε το φουστάνι της Μαρίας κι ούτε την κούκλα της Ροζίνας σου… «Πήγαινε κι αγόρασε όποιο φουστάνι λες πως θ’ αρέσει στη γυναίκα σου κι όποια κούκλα θ’ αρέσει του παιδιού σου και πες να στείλουνε σε μένα το λογαριασμό». Άλλος τα πλήρωσε. Ο σιορ Αντώνης ο Μαυροκορδάτος τα πλήρωσε κι άφησες τη γυναίκα σου να πιστέψει πως τα πλήρωσες εσύ… Κάτσε κάτω ψεύτη!… Δεν μπορείς να μεταλάβεις!…

—Και τώρα πού να ξαναξαγορευτώ; Κανένας παπάς δεν είναι εύκαιρος… Είναι όλοι στη Λειτουργιά… Και τι θα λέει η Μαρία; ρώτησε τη μυστική φωνή ο Νικόλας ζητώντας το έλεός της.

Μα η φωνή πάλι του αποκρίθηκε:

—Κάτσε κάτω, ψεύτη!…

Οι άντρες είχαν πια τελειώσει. Είχε έρθει η σειρά των γυναικών, που προχωρούσαν με τάξη και γονάτιζαν μπροστά στα κάγκελα που χωρίζουν το Ιερό από το χώρο των πιστών. Νάτη κι η Μαρία που πήγαινε να μεταλάβει. Την είδε ο Νικόλας και μια ιδέα ήρθε στο νου του.

—Να το κάνω έτσι; ρώτησε τη μυστική φωνή.

Κι η μυστική φωνή δεν του απάντησε… Δεν του ’πε ναι. Μα δεν του ’πε κι όχι. Κι ο Νικόλας σηκώθηκε από τη θέση του, έκανε το γύρο της εκκλησιάς και στάθηκε κοντά στον πάγκο που καθόταν η Μαρία. Και την περίμενε να γυρίσει. Αιώνας του φάνηκε τούτο το σύντομο διάστημα.

—Παναγιά μου, σύντρεξέ με σε τούτη τη δύσκολη στιγμή, είπε βλέποντας με πόνο την εικόνα της «Παναγίας της Ελπίδος»…

Ώσπου είδε τη Μαρία να γυρίζει στη θέση της μ’ ενωμένες τις παλάμες της μπροστά στο στήθος της, με χαμηλωμένα τα μάτια της και με σφιγμένα τα χείλη της. Την άφησε να γονατίσει κι ύστερα πήγε κοντά της, γονάτισε κι αυτός πλάι της και σιγά της είπε:

—Μαρία, δεν είναι αλήθεια πως τ’ αγόρασα εγώ το φουστάνι και την κούκλα της Ροζίνας μας… Ο σιορ Αντώνης Μαυροκορδάτος μας τ’ αγόρασε για ρεγάλο που τούραψα όμορφα τη ρεντικότα του… Ψέματα σου το ’πα, Μαρία, ψέματα!…

Κι η Μαρία, που κατάλαβε τη μεγάλη στενοχώρια του αντρός της, του ’πε χαμογελώντας για να τον ησυχάσει:

—Δεν ήτανε ψέμα, Νικόλα μου… Δεν ήτανε ψέμα… Χωρατό ήτανε… Και δεν είναι κρίμα να κάνεις ένα χωρατό στη γυναίκα σου… Μόνο άντε να μεταλάβεις…

—Να πάω, Μαρία;… Να πάω;…

—Να πας, Νικόλα μου, να πας…

—Να πας… να πας, άκουσε να του λέει κι η δύστροπη φωνή από μέσα του, μαλακωμένη τώρα.

Και μονάχα τότε ο Νικόλας το αποφάσισε. Περίμενε να μεταλάβουν όλες οι γυναίκες. Ύστερα πλησίασε στα κάγκελα και φοβισμένος γονάτισε στην άκρη άκρη.

Άμα τον είδε ο Επίσκοπος, που ο ίδιος κοινωνούσε σε κείνη τη Λειτουργία τους πιστούς, παραξενεύτηκε. Ποια ήταν η αφορμή που δεν είχε πάει ο Νικόλας με όλους τους άλλους άντρες να μεταλάβει;

Ο Νικόλας διάβασε στο βλέμμα του Επισκόπου την απορία του. Κι άρχισε πάλι ν’ ανησυχεί. Και νομίζοντας πως ο Επίσκοπος ήξερε το ψέμα του και δίσταζε να τον μεταλάβει, άμα τον πλησίασε είπε ψιθυριστά και τρέμοντας από συγκίνηση και αγωνία:

—Για χωρατό τόκανα. Μονσινιόρε… Για χωρατό… Δεν είναι κρίμα… Μου το ’πε τσ’ η Μαρία… Μόνου μετάλαβέ με τσ’ έννοια σου…

 

Βελισάριος Φρέρης, «Το ψέμα του Νικόλα», Συριανές ηθογραφίες, Καλός Τύπος, 1970.