Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΑΤΕΡΑΚΗ

Η ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

ΣΥΡΑ

(απόσπασμα)

 

Στης Σύρας τον ανήφορο

κανέλα και γαρίφαλο

 

Ήτανε πολύ πρόσφατη η γνωριμιά με τον Αντρέα και τους δικούς του και δεν είχα καταφέρει ακόμα να τον καταλάβω καλά. Ώρες-ώρες νόμιζα πως τον γνώριζα χρόνια κι άλλοτε πάλι πως τον έβλεπα μόνον εκείνη τη στιγμή. Έτσι ξαφνιάστηκα, όταν ύστερα από το άδικο βρέξιμο που φάγαμε, τον είδα να χαμογελάει στην ένοχη αδελφή του και όταν αγρίεψα να μου λέει:

—Άσε τα παιδιά να παίξουν.

—Μα δεν είναι παιχνίδια αυτά, του απαντάω νευριασμένη. Όμως εκείνος το βιολί του. Χαμόγελο και καλαμπούρι με τις μικρές σα να μην ήταν ο ίδιος που πριν λίγα δευτερόλεπτα απάγγελνε ονειροπαρμένος στίχους στα γλαροπούλια.

—Βρίσκω πως είναι ώρα για φαγητό, πετάχτηκε ξαφνικά ο Κρίστοφερ. Αυτός ο θαλασσινός αέρας με κάνει να πεινάω σα λύκος.

—Κι ο θαλασσινός κι ο βουνίσιος, τον κάρφωσε η Σαρλότα. Τα ίδια δε λες και στην Ιρλανδία;

Μαζέψαμε τους δυο μικρούς και την Αλεξάντρα και πήραμε τον ίδιο δρόμο προς τα πίσω.

—Για πού πάμε τώρα; ρώτησα τον Αρχηγό.

—Λέω να κάνουμε ένα ανέβασμα στην Άνω Σύρα.

—Α! όνειρο, είπα. Μόνο ας μείνουμε ν’ απολάψουμε και τ’ Απανωσύρια.

—Τ’ Απανωσύρια; Τί είναι αυτά; ρώτησε η Αναστάζια.

Πριν προλάβει ν’ απαντήσει κανένας άλλος πετάχτηκα εγώ:

—Τ’ Απανωσύρια είναι μια εκδήλωση του Δήμου της Άνω Σύρας που την ετοιμάσανε οι ντόπιοι κι οι ξενιτεμένοι Απανωχωρίτες για να προβάλλουνε τον τόπο τους. Γίνεται 8, 9, και 10 Ιουλίου.

—Ναι, ναι, να πάμε, να πάμε φωνάξανε οι υπόλοιποι.

Μιλώντας και γελώντας φτάσαμε στο λιμάνι και πήραμε τον Κεντρικό δρόμο στο δεξί μας χέρι –την οδό Ερμού– που έφτανε μέχρι την Πλατεία. Τώρα αυτή η Πλατεία ονομαζόταν Πλατεία Μιαούλη ενώ παλιότερα τη λέγανε Πλατεία Όθωνα. Ο δρόμος ήταν λιθόστρωτος.

Μ’ άρεσε η Πλατεία γιατί ήτανε γεμάτη ολάσπρα μάρμαρα και καταπράσινα δέντρα. Το ’πα του Αντρέα.

—Βλέπεις εδώ αντίκρυ το κτίριο με τη φαρδιά καλλίγραμμη σκάλα; με ρωτάει. Είναι το Δημαρχείο, νεοκλασικού ρυθμού πάνω σε σχέδια του Τσίλλερ. Έχει μια ωραία αίθουσα για δεξιώσεις κι εκεί στεγάζονται τώρα και τα Δικαστήρια. Παραδίπλα είναι η Βιβλιοθήκη, και το μπαλκόνι που βλέπεις πάνω απ’ αυτήν είναι του Εκπολιτιστικού μας συλλόγου. Η είσοδό του είναι από τον στενό δρόμο. Κι αυτό είναι ένα θαυμάσιο κτίριο. Εκεί στεγάζεται η Λέσχη μας κι επίσης γίνονται διαλέξεις, οι Εκθέσεις ζωγραφικής και γενικά όλες οι πνευματικές εκδηλώσεις. Τα κοίταζα όλα με πολύ ενδιαφέρον.

—Ελπίζω να τα δούμε κι από κοντά, είπα.

—Ναι αλλά όχι τώρα. Όλα μαζί δε γίνονται. Πάμε να πάρουμε δυο ταξί να μας πετάξουνε ως την Άνω Σύρα. Την τριγυρνάμε, τρώμε κάπου εκεί και τ’ απόγιομα παρακολουθούμε και τ’ Απανωσύρια. Έτσι δε θα χαλάσουμε καμιά καρδιά, είπε ο Αντρέας.

—Γιατί να πάρουμε ταξί; ρώτησε η Αναστάζια που αγαπούσε τον ποδαρόδρομο. Είναι πολύ μακριά από δω;

Ε, βέβαια, της απάντησε ο Αρχηγός. Είναι περίπου τεσσεράμισι χιλιόμετρα κι έπειτα πρέπει να ’μαστε ξεκούραστοι για να καλοδούμε την Άνω Σύρα…

 

—Ώσπου να το καταλάβουμε βρεθήκαμε κιόλας στη Συριανή Ακρόπολη. Και ξαφνικά μια επανάσταση έγινε μέσα μου. Χάθηκε από μπροστά μου ο ξερακιανός βράχος που εμπόδιζε τους καπεταναίους να περάσουνε, χάθηκαν ο ξανθός Θεούλης που προστάτευε το νησί και το ωραίο νεοκλασικό Δημαρχείο. Τα μάτια μου γέμισαν απ’ τα γραφικά, ανηφορικά καλντερίμια, τις ολόασπρες στοές που ενώνανε τα σπίτια μεταξύ τους και τις όμορφες παλιές εκκλησίες. Ήταν μια γνήσια Μεσαιωνική Πολιτεία κι ένιωθα πως η γοητεία της με είχε αιχμαλωτίσει!

Ο Αντρέας προχωρούσε μπροστά. Με το ανάλαφρο βήμα του ανέβαινε δυο-δυο τα σκαλοπάτια των δρόμων και κάθε λίγο σταματούσε και με κοιτούσε θριαμβευτικά, σα να ’θελε να βεβαιωθεί πως η καλή ιδέα που είχε ν’ ανεβούμε δω πάνω μας είχε ικανοποιήσει. Όλη η ομάδα ακολουθούσε τον Αρχηγό και σε κάθε στροφή ζωηρά επιφωνήματα ταράζανε την ησυχία της ασάλευτης πολιτείας.

Προσπαθούσα να καταλάβω αν τα σπίτια αυτά με την χαρακτηριστική τους αρχιτεκτονική ήταν κατοικημένα ή εγκαταλειμμένα. Θα μπορούσα να συμπεράνω το δεύτερο, αν όλες σχεδόν οι καμινάδες δε βγάζανε καπνό.

Απορροφημένη όπως ήμουνα να κοιτάζω πότε δεξιά και πότε αριστερά την κουκλίστικη πολιτεία, δεν κατάλαβα πως οι υπόλοιποι εξαφανίστηκαν. Μπροστά μου ήταν ένα πλατύσκαλο που οδηγούσε σε τρία ανηφορικά δρομάκια. Σίγουρα θα ’χαν ακολουθήσει το ένα απ’ αυτά. Ποιο όμως; Στάθηκα αναποφάσιστη.

—Τί με νοιάζει; σκέφτηκα, κάπου θα τους ξαναβρώ. Εξάλλου ο Αντρέας μας είχε πει, όπως ερχόμασταν με το αυτοκίνητο, πως θα πηγαίναμε πρώτα απάνω στην κορφή που είναι ο Άι Γιώργης. Από κει, είχε πει, θα βλέπαμε μια θέα μοναδική.

Καθώς στέκομαι σα μαγεμένη και θαυμάζω τα ιδιόρρυθμα, ξύλινα μπαλκόνια που έχουν σχεδόν όλα τα σπίτια κει πάνω, μια κρυστάλλινη φωνή αρχίζει ν’ ακούγεται δροσερή και γάργαρη σαν το καθάριο νερό της πηγής:

 

Στης Σύρας τον ανήφορο

κανέλα και γαρίφαλο…

 

Προχωράω προς το μέρος που βγαίνει η φωνή.

—Θα ’ναι καμιά λυγερόκορμη κοπέλα, σκέφτηκα, π ου θα κατεβαίνει το καλντερίμι μ’ ένα σταμνί στον ώμο κι ένα μαντήλι στο κεφάλι. Στρίβω την πρώτη γωνιά μα δε βλέπω κανένα. Η φωνή όμως εξακολουθεί ν’ ακούγεται πιο καθαρά και πιο κοντά:

 

κανέλα και γαρίφαλο…

 

Ανεβαίνω τα πρώτα σκαλάκια που βλέπω μπροστά μου και στρίβω δεξιά. Τεντώνω τ’ αυτί να καταλάβω από πού έρχεται η μελωδία.

 

ανήφορο, κανέλα και γαρίφαλο…

 

Τώρα ακούγεται δω κοντά, σχεδόν δίπλα μου. Τι συμβαίνει λοιπόν; Κοιτάζω ολόγυρα. Δε φαίνεται κανένας. Μα το Συριανό δίστιχο πλανιέται διάχυτο στα στενά της παλιάς πολιτείας. Σηκώνω πάλι το κεφάλι ψηλά. Εκεί πάνω σ’ ένα απ’ αυτά τα ξύλινα μπαλκόνια διακρίνω επιτέλους μια φιγούρα κρυμμένη ανάμεσα σε ασπροβαμμένες τενεκεδένιες γλάστρες με γαρουφαλιές. Στέκομαι.

—Καλό βράδυ, λέω δυνατά και περιμένω.

Το τραγούδι σταματάει.

—Καλό να ’χεις κοπέλα μου, απαντάει μια φωνή. Και μια κυρία, μια παλιά Αρχόντισσα παρουσιάζεται. Το κεφάλι της είναι στολισμένο με μια μαντήλα κι από μέσα ξεπροβάλλουν άσπρες τουφίτσες μαλλιών.

—Πώς βρέθηκες εδώ, κόρη μου; με ρωτάει με μια φρέσκια, νεανική φωνή.

Της εξηγώ:

—Χάθηκα αλλά δε με νοιάζει. Νιώθω τόσο όμορφα σ’ αυτή τη φιλόξενη γωνιά του νησιού! Πολύ ευγενικά η Αρχόντισσα με προσκαλεί:

—Κόπιασε μέσα… αλήθεια ποιο είναι τ’ όνομά σου;

—Ολίβια.

—Κόπιασε, λοιπόν, Ολίβια να σε τρατάρω ένα λουκούμι.

Δεν αρνούμαι γιατί τρελαίνομαι να περιεργαστώ κι από μέσα ένα τέτοιο σπίτι. Η κυρία με κοιτάζει επίμονα.

—Δε μοιάζεις Ελληνίδα, μου λέει.

Της εξηγώ πάλι τι είμαι. Με ξανακοιτάζει.

—Ιρλανδία, είπες; Δεν έχω ακούσει αυτό τον τόπο ποτέ.

Δε μου φαίνεται περίεργο. Κλεισμένη μέσα στο Φράγκικο καταφύγιό της πώς μπορεί να ξέρει πως υπάρχουνε κι άλλα μέρη αλλιώτικα από τα δικά της;

—Αυτά τα ξύλινα μπαλκόνια που έχουν όλα τα σπίτια δω πέρα γιατί τα ’χουν;

—Ποια είπες;

Της δείχνω.

—Α! Τα σκαλούνια; Τα ’χουμε για να πηγαίνουμε στην ταράτσα.

—Κι αυτές τις πλατιές πέτρες που βλέπω δίπλα στα παράθυρα σε τί τις χρησιμοποιείτε; Με κοιτάζει με καλοσύνη και μετά σκύβει και μ’ εμπιστεύεται:

—Βλέπεις που τις έχουμε όλες κατά το βοριά; Γνέφω ναι, αν και δω που τα λέμε, δεν το ’χω καθόλου παρατηρήσει.

—Είναι τα … ψυγεία μας! λέει και γλυκοχαμογελάει. Αφήνουμε δω πάνω το γάλα, το κρέας, το κανάτι με το νερό, για να τα διατηρούμε δροσερά. Τι να κάνουμε, παιδάκι μου , βλέπεις εμείς εδώ δεν έχουμε τις σύγχρονες βολές.

Κούνησα το κεφάλι.

—Και νερό από πού παίρνετε;

—Από την Πηγή, κάτω απ’ τον Άι Θανάση, μου απαντάει με περηφάνια. Κι είναι εξαιρετικό νερό. Στάσου να σε τρατάρω ένα ποτήρι μαζί με το λουκουμάκι που σου ’ταξα.

Για δυο λεπτά εξαφανίζεται. Το μάτι μου ερευνάει το μέσα του σπιτιού. Γυρίζει πάνω στους κάτασπρους τοίχους, στα στενά νησιώτικα παραθυράκια, στις τράβες από τα σκοίνα και τα καλάμια που είναι κολλημένες στο ταβάνι. Ένα καλόγουστο τζάκι στη γωνιά και μια σταμνοθήκη παρακάτω, δίνουν στην απλή κάμαρα μια ξέχωρη προσωπικότητα.

Η Αρχόντισσά μου γυρίζει με το δίσκο της.

—Έλα κόρη μου, πιες νεράκι να δροσιστείς. Που λες τα παλιά τα χρόνια πηγαίνανε όλες οι γυναίκες κάτω στη χαράδρα, στον Άι Θανάση. Εκεί χώρια από το γάργαρο νερό που ’τρεχε από την πηγή, είχε και πέτρινες σκάφες και πολλές πλένανε τα ρούχα τους κει κάτω.

—Και πώς τα μεταφέρανε;

—Με ζώα, βέβαια. Το νερό που πίνανε το κουβαλούσανε μέσα σε σταμνιά στους ώμους.

—Και δε κουράζονταν;

Η κυρία μου σήκωσε τους ώμους.

—Δεν ξέρω είπε, εγώ δεν έχω κουβαλήσει ποτέ. Όμως όταν νιώθανε κούραση ακουμπούσανε τα σταμνιά τους στα γκουμπιστράκια που τα ’χανε φτιαγμένα επί τούτου. Πριν όμως από μερικά χρόνια, μας βάλανε βρύσες στους δρόμους κι έτσι γλιτώσαμε από τα πολλά πηγαινέλα στην Πηγή, καμάρωσε η γριούλα.

—Είσαστε τυχεροί, της είπα καθώς σηκωνόμουνα να φύγω.

—Ναι, ναι, συμφώνησε καλοσυνάτα.

—Έχετε την πιο όμορφη θέα του νησιού από δω πάνω από το λόφο κι είσαστε και μακριά από τη φασαρία και τα καυσαέρια των αυτοκινήτων.

Η Κυρία με χτυπάει στον ώμο.

—Χάρηκα που σε γνώρισα, παιδί μου, είπε κι ακόμα φχαριστιέμαι που σ’ αρέσει το μέρος μας. Μήπως σου ’χει πει κανένας πότε πρωτοκατοικήθηκε; Θαρρώ το 300 μ.Χ. Μα τι στα λέω αυτά εγώ. Αν θέλεις να τα μάθεις, σύρε στην Πιάτσα στο Κέντρο της Χώρας. Εκεί θα βρεις τον Αλέκο, τον κουρέα. Απ’ αυτόν θα μάθεις ό,τι θέλεις.

Την χαιρέτησα κι ακολούθησα το δρομάκι που μου ’δειξε για να φτάσω στον Άι Γιώργη. Ήμουνα σίγουρη πως θα με ψάχναμε και θ’ ανησυχούσανε για μένα.

 

Από μακριά είδα όλο το τσούρμο μαζεμένο, έτοιμο να κατεβεί. Έκανα τα χέρια χωνί και τους φώναξα:

—Μην κουνιόσαστε, έφτασα!

Μερικά δρομάκια ακόμα, λίγες ανηφοριές και να ’μαι στον Άι Γιώργη. Ο Αντρέας φαινότανε πραγματικά αναστατωμένος.

—Έλα λοιπόν Ολίβια, μου φώναξε μόλις με είδε. Τι έγινες; Χάθηκες;

—Του ’πα πως θα σε απήγαγε κανένας Ιππότης του Μεσαίωνα διάκοψε ο Κρίστοφερ, μα δε θέλει ούτε να τ’ ακούσει.

Τους είπα για την Κυρία μου, για το λουκούμι, το νερό της Πηγής και το Συριανό δίστιχο:

 

Στης Σύρας τον ανήφορο…

 

όμως δεν ξέρω γιατί, είχα την εντύπωση πως παρόλο που ήμουνα πια εκεί, ο Αντρέας δε φαινότανε να έχει ησυχάσει. Πήγα κοντά του:

—Θύμωσε ο Αρχηγός που ένας από το κοπάδι ξεστράτισε; τον πείραξα.

Δε μ’ αποκρίθηκε αμέσως. Με κοίταξε όμως βαθιά στα μάτια και σιγανά, τόσο σιγανά που αμφιβάλλω αν τ’ άκουσε κανένας άλλος μουρμούρισε:

—Δε θύμωσε, Ολίβια. Ανησύχησε. Κι αμέσως μετά συνέχισε να μιλάει για τον Άι Γιώργη.

—Που λέτε, παιδιά, η πρώτη εκκλησιά χτίστηκε το 1200 μ.Χ. αλλά ξαναχτίστηκε κι άλλες φορές. Το 1652 έγινε Μητρόπολη. Αυτή που βλέπουμε τώρα είναι του 1834.

Μπήκαμε μέσα.

—Τι είναι αυτό το ασημένιο καραβάκι; ρώτησε η Αναστάζια.

—Τάμα των Γάλλων, της απάντησε. Υπάρχει και κάποιο έγγραφο που το συνοδεύει αλλ’ αυτό το φυλάνε στην Επισκοπή.

Ήθελα να βρω την ευκαιρία να ξαναπάω κοντά του και να ξαναδώ στα μάτια του κείνη τη λάμψη που διέκρινα όταν μου είπε πως «ανησύχησε» με την εξαφάνισή μου. Προσπαθούσα να βρω μια σπουδαία ερώτηση να του κάνω, όμως δε μου ’ρχόταν καμιά στο νου μου. Ξαφνικά φωτίστηκα:

—Δε μου λες, Αντρέα είπα πλησιάζοντας, αυτή η εκκλησιά είναι και η πρώτη Μητρόπολη;

—Όχι, βέβαια. Μέχρι το 1652 ήταν ο Άι Γιάννης.

—Και μετά τι έγινε ο Άι Γιάννης;

—Από το 1634 παραχωρήθηκε στους Καπουκίνους. Παλιά λειτούργησε εκεί και το Δημοτικό σχολειό.

Φοβάμαι πως θα συνέχιζα και μ’ άλλες πολλές και ίσως κουτές ερωτήσεις για να τον κάνω ν’ ασχοληθεί λίγο πιο «στενά» μαζί μου, αλλά επενέβηκε η Σαρλότα.

—Έχει κι άλλες εκκλησιές δω πάνω;

—Ου! Μπόλικες! Και παλιές. Μια απ’ αυτές είναι η Παναγιά που χτίστηκε το 1581. Είναι το Μοναστήρι των Ιησουϊτών που την λέγανε και Δεκάρμενη. Έπειτα είναι η εκκλησιά του Σαν Μπαστιά που χτίστηκε το 1728 από τάμα των Συριανών μετά την επιδημία της Πανούκλας, ο Άι Αντώνης του 1886, ο Άγιος Νικόλαος το 1780, η Αγία Τριάδα που χτίστηκε το 1670 σαν ιδιοκτησία του καθολικού παπά Κωνσταντίνου Κομνηνού. Ύστερα οι Γάλλοι την παραδώσανε στους Καπουκίνους και τελικά με Τούρκικο φιρμάνι δόθηκε στους Ορθόδοξους.

—Για πού πάμε τώρα; ρώτησε η Σάσα που ’χε αναψοκοκκινήσει από την μεγάλη ζέστη και την πορεία.

—Τώρα πάμε για φαγητό, είπε ο Αρχηγός, εκτός αν έχετε αντίρρηση. Ξέρω ένα μικρό ταβερνάκι που ’χει εκλεκτούς μεζέδες. Είστε; Εμείς εδώ στη Σύρα καλοτρώμε!!

Κανένα δε μπορούσε ν’ αφήσει ασυγκίνητο η πρότασή του. Ένιωθα να ’χω μια διαβολεμένη πείνα κι η ιδέα να φάμε όλοι παρέα μ’ ενθουσίαζε. Ο Αντρέας μας μάζεψε μπροστά του και μας μέτρησε.

—Είμαστε σωστοί; τον πείραξα.

—Εσύ μη μιλάς, μ’ απάντησε κι η φωνή του ήταν πάλι απαλή σα μελωδία. Άλλη φορά θα φέρω ένα ζευγάρι χειροπέδες. Έτσι δε θα σε χάνω από τα μάτια μου.

Γιολάντα Πατεράκη, Η Αρχόντισσα του Αιγαίου (Σύρα), Νικόδημος, Αθήνα 2000, 47-58.