Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Εμμανουήλ Ροΐδης, Ψυχολογία συριανού συζύγου

Εμμανουήλ Ροΐδης, «Ψυχολογία συριανού συζύγου» (διήγημα), Εμ. Ροΐδη Άπαντα, τόμ. Ε΄, φιλ. επιμ. Άλκη Αγγέλου, Ερμής, Αθήνα 1978 (450 σελς), 37-55. (https://el.wikisource.org/wiki/Ψυχολογία_Συριανού_συζύγου) [Βαθμός δυσκολίας: 3, για μαθητές Γ΄ Γ/σίου και τριών τάξεων του Λυκείου]

ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΥΡΙΑΝΟΥ ΣΥΖΥΓΟΥ

Εντρέπομαι να το ομολογήσω. Επέρασαν οκτώ μήνες αφ' ότου υπανδρεύθην και είμαι ακόμη ερωτευμένος με την γυναίκα μου, ενώ ο κυριώτερος λόγος δια τον οποίον την επήρα ήτο, ότι δεν μου ήρεσκε διόλου η κατάστασις ερωτευμένου. Δεν πιστεύω να υπάρχει άλλη αρρώστια τόσον βασανιστική. Ούτε όρεξιν είχα, ούτε ύπνον, ούτε διάθεσιν να εργασθώ ή να διασκεδάσω. Εκτός της Χριστίνας, όλα τα άλλα τα εύρισκα άνοστα, ανάλατα, ανούσια και πληκτικά. Ενθυμούμαι ότι μίαν ημέραν εις το ξενοδοχείον έκαμα όλον τον κόσμον να γελάσει παραπονεθείς ότι ήτο ανάλατη και η λακέρδα. Οι συγγενείς μου δεν ήθελαν αυτόν τον γάμον, δια τον λόγον ότι εκείνη δεν είχε τίποτε και ούτ' εγώ πολλά: την πατρικήν μου οικίαν, τρεις χιλιάδας δραχμάς εισόδημα από δύο αποθήκας και μίαν θέσιν εκατόν εξήντα δραχμών. Πώς λοιπόν ήτο δυνατόν να ζήσωμεν με αυτά αφού η νέα, αν και χωρίς προίκα, ήτο μοναχοκόρη καλομαθημένη και αγαπούσε τον καλόν κόσμον, τας διασκεδάσεις, τα στολίδια και τους χoρoύς;

Όσα μου έλεγαν τα εύρισκα όλα σωστά! Δεν ημπορώ καν να είπω προς δικαιολογίαν μου ότι μ' ετύφλωσε το πάθος, ούτε πιστεύω να υπάρχει άνθρωπος θετικώτερος από εμέ. Οι άλλοι ερωτευμένοι φαντάζονται την απόλαυσιν της φιλτάτης των ευτυχίαν τόσω μεγάλην, ώστε δεν φοβούνται να γελασθούν αγοράζοντες αυτήν εις οποιανδήποτε τιμήν. Εγώ όμως δεν ήμουν ρωμαντικός. Τίποτε έκτακτον δεν ωνειρευόμην, αλλά μόνον να επανέλθουν τα πράγματα εις την τακτικήν αυτών κατάστασιν, εις την οποίαν ευρίσκοντο πριν ερωτευθώ. Την μακαρίαν εκείνην κατάστασιν την ενθυμούμην με τον φλογερόν πόθον, με τον οποίον ενθυμείται ο άρρωστος τον καιρόν όπου ήτο υγιής. Την Χριστίναν την ήθελα μόνον και μόνον δια να την απολαύσω, να την χορτάσω, να την βαρεθώ και ν' αρχίσω έπειτα, καθώς πριν, να τρώγω, να κοιμούμαι, να πηγαίνω εις τον περίπατον και να παίζω πρέφαν και κοντσίναν εις την λέσχην. Και πάλιν όμως δεν θ' απεφάσιζα να την νυμφευθώ, αν δεν συνέβαινε ν' αποθάνει κατ' εκείνας τας ημέρας από την στέρησιν και την κακοπάθειαν γέρων θείος μου, τον οποίον επιστεύαμεν όλοι απένταρον, βλέποντες αυτόν να ενδύεται ως Διογένης και να τρέφεται ως ασκητής. Πάσχων προ καιρού από το στήθος, μου είχε ζητήσει εκατόν δραχμάς δια τον ιατρόν και ιατρικά. Αντί όμως να τας μεταχειρισθεί προς τοιούτον σκοπόν, είχε προτιμήσει να προσθέσει και αυτάς εις άλλας πέντε χιλιάδας, όπου είχε κρυμμένας εις το αχυρόστρωμα, επί του οποίου ευρέθη ένα πρωί νεκρός. Το πάθημά του μ' έκανε να σκεφθώ, ότι θα ήτο ανοησία να εξακολουθώ να βασανίζομαι από την αϋπνίαν και την ανορεξίαν, αφού είχα τα μέσα να ιατρευθώ. Την Χριστίναν την επήρα καθώς παίρνει κανείς κινίνον δια ν' απαλλαχθεί από τον πυρετόν.

Αν και ήμην ανυπόμονος, ηναγκάσθην από την κοινήν πρόληψιν και τον δεσπότην μας Λυκούργον να περιμένω το τέλος του Μαΐου δια να στεφανωθώ. Ευθύς μετά τον γάμον επήγαμεν να περάσωμεν το μελοφέγγαρον εις την Ζιάν. Ημπορώ να είπω ότι είδα εκεί καλάς ημέρας. Το νησί ήτο καταπράσινον, το εξοχικόν μας σπίτι αναπαυτικόν, τα τρόφιμα εξαίρετα, ο καιρός ωραίος και ακόμα ωραιοτέρα η Χριστίνα. Εκείνο όπου μ' έκανε να την προτιμήσω από όλας, είναι ότι μόνη αυτή δεν είχε κανέν από τα συνηθισμένα παρθενικά ελαττώματτα, δια τα οποία αηδίαζα εν γένει τας κορασίδας. Ούτε λιγνή, ούτε αναιμική, ούτε εντροπαλή, ούτε πολύ νέα. Πιστεύω μάλιστα ότι ήτο κατά τι μεγαλειτέρα από εμέ. Εικοσιέξ έως εικοσιοκτώ ετών, μελαγχρινή, με ανάστημα, με ώμους, με στήθος, με φλόγα εις το βλέμμα και κομψότατα υποδηματάκια. Δια να μη φανεί απίστευτον το άθροισμα τόσων χαρισμάτων αρκεί να προσθέσω ότι ήτο Σμυρναία.

Εις την Κέαν εμείναμεν όλον το θέρος και η θεραπεία μου επροώδευε θαυμασίως. Νομίζω ότι πολύ προτήτερα από τον Βίσμαρκ εφευρήκα εγώ τό «Μακάριοι οι κατέχοντες». Οι αισθηματικοί θεωρούσιν ως ελάττωμα της τοιαύτης κατοχής και εν γένει του γάμου, ότι είναι ο τάφος του έρωτος. Τοιούτον όμως παράπονον δεν ηδυνάμην να έχω εγώ, αφού υπανδρεύθην επίτηδες δια να τον θάψω, από πόθον όχι εκτάκτων απολαύσεων, αλλ' ησυχίας, και κατώρθωνα να είμαι καθ' ημέραν ησυχώτερος. Το πρωί εκάμναμεν θαλάσσιον λουτρόν, το απόγευμα μακρινόν περίπατον ή εκδρομήν με την βάρκαν. Επέστρεφα κατάκοπος, έτρωγα ως λύκος και αφού έλεγα εις την Χριστίναν ό,τι είχα να της ειπώ, εκοιμώμην μονοκόμματα έως το πρωί. Ονείρατα δεν έβλεπα πλέον, πλην ενός μόνου, το οποίον ηδυνάμην και εκείνο να θεωρήσω ως σύμπτωμα τελείας αναρρώσεως. Η εσπέρα ήτο θερμή και είχαμεν εξέλθει ν' αναπνεύσωμεν εις τον εξώστην μετά το δείπνον. Δεν ενθυμούμαι άλλην φωτεινοτέραν λάμψιν πανσελήνου, ούτε τοιούτον της θαλάσσης σπινθηρισμόν, ούτε ευωδεστέρας του δάσους και των κήπων αναθυμιάσεις. Χαριεστάτη ήτο και η Χριστίνα με το άσπρον της φόρεμα χωρίς μέσην ή, ως το έλεγε, peignoir, επί του οποίου εχύνετο έως το γόνατον η λυτή κόμη της ως πλημμύρα μαύρου ποταμού.

Eκοίταξε την θάλασσαν ψιθυρίζουσα την τότε του συρμού καβατίναν «Ερνάνη, Ερνάνη, κλέψε με», όταν αίφνης εσιώπησε μετριοφρόνως τείνουσα τα ώτα εις το άσμα αηδόνος αντηχήσαν από τον γειτονικόν κήπον. Πάντα ταύτα ήσαν βεβαίως ποιητικώτατα, αλλ' εις το δείπνον είχα φάγει πολλήν παλαμίδα, την οποίαν επότισα, ως βαρυοστόμαχον, με δύο ή τρία ποτήρια γλυκού οίνου της Κέας. Με κατέλαβε λοιπόν ο ύπνος και ωνειρεύθην… ούτε άσματα αηδόνος, ούτε μαύρας πλεξίδας, ούτε σελήνης μαρμαρυγάς, αλλ' ότι ευρισκόμην εις την Σύραν, εις την Λέσχην, και εκέρδιζα του πρωτομάστορη του πικέτου Αλοϊσίου Κατζαΐτη τρία καπότα κατά σειράν. Άδικον θα ήτο μετά τοιούτον όνειρον ν' αμφιβάλλω ότι ήμην εντελώς ιατρευμένος. Την επομένην εβδομάδα επεστρέψαμεν εις την Σύραν, μετά τετράμηνον διαμονήν εις την Ζιάν, αφού ανέκτησα την πριν ησυχίαν μου, όλην μου την πεζότητα και δύο οκάδες περισσότερον βάρος, ως επείσθην ζυγισθείς κατά την απόβασιν εις τον στατήρα του τελωνείου.

Πολύ βεβαίως θα εγελούσα τότε, αν ευρίσκετo κανείς να μου προείπει, ότι μετ' ολίγας ημέρας θα ήμην πάλιν πολύ περισσότερον παρά προ του γάμου μου ερωτευμένος και δυστυχής. Η πρώτη αφορμή του ξανακυλίσματος υπήρξε χορός, τον οποίον έδωκεν ο κ. δήμαρχος εις τιμήν του παρεπιδημούντος και υπ' αυτού φιλοξενουμένου υπουργού των Ναυτικών. Ο χορός εκείνος επέσκηπτε πρόωρος και απροσδόκητος και ολίγος απέμενε καιρός εις τας Συριανάς δια να ετοιμασθώσιν. Όλαι ήσαν άνω κάτω. Επί τρεις ημέρας έτρεχεν η Χριστίνα εις τα εμπορικά, την δε τετάρτην μετεβλήθη ολόκληρος η οικία μας εις εργαστήριον ραπτικής. Πανταχού κομμάτια υφασμάτων, φόδραι, ορνέκια, στηθόδεσμοι και υποδήματα προς δοκιμήν. Δεν εύρισκα πλέον πού να καθίσω· το δε εσπέρας έπρεπε να περιμένω έως τας εννέα ή και αργότερα, ν' αδειάση η ράπτρια την τράπεζαν του γεύματος, δια να δειπνήσωμεν με μίαν σαλάταν ή σμαρίδας τηγανητάς. Η μόνη μας τω όντι εγκυκλοπαιδική υπηρέτρια είχε χειροτονηθεί κ' εκείνη μοδίστρα και δεν επρόφθανε να μαγειρεύσει. Άδικον όμως θα ήτο να παραπονεθώ δια τούτο, αφού το κακόν ήτο γενικόν. Πλην των Χριστουγέννων, του Πάσχα και των άλλων μεγάλων εορτών, επικρατεί η συνήθεια εις την Σύραν να νηστεύουν και τας παραμονάς των μεγάλων χορών. Το οχληρότερον από όλα ήτο η διηνεκής απασχόλησις της Χριστίνας και τα παντός είδους χαρτιά, τα οποία ετύλιγε την νύκτα εις τα μαλλιά της. Από την ημέραν όπου ελάβαμεν το κατηραμένον εκείνο προσκλητήριον, ήτο ως να μην είχα γυναίκα.

Όση όμως και αν ήτο η απέχθειά μου κατά των τοιούτων προπαρασκευών, πρέπει να ομολογήσω ότι επέτυχε πληρέστατα της Χριστίνας ο στολισμός· φόρεμα με μακράν ουράν από βαρύ βυσσινόχρουν μεταξωτόν και επί της κεφαλής το τελευταίον λείψανον της κειμηλιοθήκης της μητρός της, είδος τι αρχαϊκού διαδήματος από ρουβίνια, των οποίων αι πορφυραί φλόγες συνηρμόζοντο θαυμασίως με το κοράκινον χρώμα των τριχών της. Ούτω στολισμένη μου εθύμιζε την Σεμίραμιν, την Φαίδραν, την Κλεοπάτραν, την Θεοδώραν και τας άλλας ηρωίδας, αι οποίαι ετάραττον τον ύπνον μου όταν ήμην εις το σχολείον.

Ο οίκος του κ. δημάρχου ήτο μεγάλος, αλλ' ακόμη μεγαλείτερος ο φόβος του να μη λησμονήσει ουδέ τον ελάχιστον κομματαρχίσκον του, έστω και λουκουμοποιόν, καραβοκύρην, βυρσοδέψην ή άλλον καταστηματάρχην. Ο κόσμος ήτο λοιπόν πολύς και ως πάντοτε συμβαίνει εις την Σύρον τριπλάσιοι των κυριών οι χορευταί. Ταύτας επερίμεναν εις την εξώθυραν με σημειωματάριον εις την χείρα και ανέβαιναν κατόπιν αυτών την κλίμακα επαιτούντες χορόν. Όταν εισήλθομεν εξώρμησαν τουλάχιστον δεκαπέντε κατά της Χριστίνας, της οποίας εθαύμασα κατά την έφοδον ταύτην το θάρρος και την ετοιμότητα, με την οποίαν εμοίραζεν ως αντίδωρον ανά έν βλέμμα και έν μειδίαμα εις έκαστον απαιτητήν. Η τοιαύτη διανομή εξηκολούθησε χωρίς διαλείμματα καθ' όλην την διάρκειαν της εσπερίδος. Μόνον δι' εμέ δεν επερίσσευε τίποτε, αν και την έφεραν δύο ή τρεις φοράς πλησίον μου αι περιπέτειαι του χορού. Μη έχων διάθεσιν να χορεύω και βαρυνόμενος τας οχληράς μου σκέψεις ανεζήτουν κανέν γνώριμον πρόσωπον μεταξύ του πλήθους, όταν διέκρινα κολλημένην εις τον τοίχον ως ταπεσσαρίαν την κυρίαν Κλεαρέτην Γαλαξίδη, σαραντάραν παρθένον, της οποίας με ήρεσκε πολύ, όχι βεβαίως το υπερώριμον κάλλος, αλλ' η καλωσύνη της, η ευπροσηγορία, η απλότης των τρόπων και της ενδυμασίας της και η φαινομένη έλλειψις πάσης κατακτητικής αξιώσεως και φιλαρεσκείας. Εχόρευε δε και αρκετά καλά, οσάκις συνέβαινε να εύρει χορευτήν. Με την γεροντοκόρην ταύτην εφερόμην μετά πολλής οικειότητος, ως προς καλόν φίλον μάλλον ή φιληνάδα, και εκείνη δε εφαίνετο ευχαριστουμένη να συνομιλεί μαζί μου, να με δίδει συμβουλάς υγιεινής ή οικιακής οικονομίας και να με στέλνει ενίοτε παξιμάδια με γλυκάνισον, προς εκτίμησιν της εξόχου αυτής ζυμωτικής τέχνης. Εύλογος μετά ταύτα ήτο η απορία μου όταν, αντί να με τείνει κατά το σύνηθες την χείρα, απήντησεν εις το καλησπέρα μου δια βλέμματος παγερού και σχεδόν εχθρικού.

― Δεν χορεύετε απόψε; ηρώτησα αυτήν απερισκέπτως, λησμονών ότι τούτο δεν εξηρτάτο από μόνην την θέλησίν της.

― Όχι, κύριε.

― Διατί, ενώ είσθε η καλυτέρα μας χορεύτρια; Τούτο είναι παραξενάδα. ― Υπάρχουν άλλα πράγματα πολύ πλέον παράξενα.

― Δεν με τα λέγετε;

― Υπάρχουν μερικοί κύριοι, οι οποίοι αφού ολόκληρα έτη βεβαιώνουν μίαν 'vέαv' ότι δεν δύνανται ν' αγαπήσουν παρά γυναίκα φρόνιμον, ήσυχον, σεμνήν, νοικοκυράν, πηγαίνουν έπειτα και νυμφεύονται μίαν άσωτην, μίαν κοκέταν, μίαν ξεμυαλισμένην, όπου έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί και μετά τον γάμον της τα ίδια.

Εκ των ανωτέρω ηναγκάσθην να συμπεράνω ότι η κυρία Κλεαρέτη δεν ήτο όσον εφαίνετο καλή, ουδ' όσον ενόμιζα αφιλοκερδείς αι περιποιήσεις της, αι συμβουλαί της και αι αποστολαί παξιμαδίων. Η απροσδόκητος αύτη αποκάλυψις των νυμφικών αξιώσεων γεροντοκόρης, η οποία θα ηδύνατο να είναι μήτηρ μου αν υπανδρεύετο εγκαίρως, ήτο βεβαίως αστειοτάτη. Την εσπέραν όμως εκείνην είχα τα νεύρα μου και αντί να γελάσω δεν απηξίωσα να εκδικηθώ αποκρινόμενος: «Δεν ενθυμούμαι να έκαμα ποτέ τοιαύτας ομιλίας εις καμίαν 'νέαν'».

Η κ. Κλεαρέτη εδάγκασε το χείλος της και μου εγύρισε την ράχιν· η φράσις της όμως «έκαμεν εργολαβίαν με όλον τον κόσμον και εξακολουθεί μετά τον γάμον της τα ίδια» δεν έπαυε ν' αντηχεί εις την ακοήν μου ως συριγμός εχίδνης. Η αλήθεια ήτο ότι το επαράκαμνε και η Χριστίνα. Εξακολουθών να την κατασκοπεύω παρετήρησα ότι η διανομή των βλεμμάτων και των μειδιαμάτων της δεν εγίνετο με όσην κατ' αρχάς υπέθεσα ισότητα και αμεροληψίαν. Πολύ μεγαλειτέρα της των άλλων ήτο μερίς κομψοτάτου τινός ξανθού νεανίσκου, όστις, αφού έλαβε δύο χορούς, έμενεν όπισθέν της ενώ εχόρευε με άλλον, συνεχίζων κατά τα διαλείμματα της καδρίλιας ατελεύτητον μετ' αυτής συνομιλίαν. Το περίεργον είναι ότι μου ήτο τελείως άγνωστος ο κύριος ούτος, ενώ οι κάτοικοι της μικροσκοπικής Ερμουπόλεως γνωρίζονται όλοι ως καλόγηροι του αυτού μοναστηρίου.

Η αμηχανία μου ήτο μεγάλη, όταν ήλθε να καθίσει πλησίον μου ο παλαιός μου φίλος Ευάγγελος Χαλδούπης, ο εξυπνότερος αλλά και ο πλέον διεστραμμένος των Συριανών, αδιάντροπος ως πίθηκος και κυνικώτερος του Διογένους. Δια ν' αποφύγει τα σκώμματα του κόσμου είχεν εφεύρει να γελά ο ίδιος δυνατώτερα παντός άλλου δια τας πολλάς και επιφανείς της μακαρίτιδος συζύγου του απιστίας. Εις τον τοίχον του γραφείου του είχε κρεμάσει τας εικόνας του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ΄ και την ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων». Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον ούτε επίπληξις, ούτε μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε δια πολλούς αν πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητος αυτών η μακαρίτις. Οπωσδήποτε ευθύς μετά την λήξιν του πένθους εκηρύχθη και πάλιν υποψήφιος γαμβρός. Εκ φόβου όμως, ως έλεγε, μη εξαντληθή το πνεύμα του, αν ηναγκάζετο να κάμει όσην πριν κατάχρησιν αυτού προς υπεράσπισιν της τιμής του, απήτει ήδη παρά της μελλούσης κυρίας Χαλδούπη τρία τινά· να είναι άσχημη, κουτή και πλουσία. Την περιζήτητον ταύτην τριάδα προσόντων είχεν εύρει συνηνωμένην εις το πρόσωπον της δεσποινίδος Παναγιώτας Τουρλωτής, είδος τι νεαρού ιπποποτάμου, του οποίου ο όγκος εφόβιζε πάντας τους άλλους προικοδιώκτας.

Ο αλλόκοτος ούτος άνθρωπος, αφού με παρετήρησεν επί τινας στιγμάς με οχληράν επιμονήν,

― Τι έχεις; με ηρώτησε· τα μάτια σου είναι βουρκωμένα σαν τα βουνά της Γούρας. ― Τίποτε, απεκρίθην, με πονεί ολίγον το κεφάλι.

― Και πολύ περισσότερον σε πονεί ότι δεν με ήκουσες όταν σου έλεγα ότι δεν είναι δια σένα η Χριστίνα· ότι έχει εις τας φλέβας της πολύ αίμα και κάποιαν ομοιότητα με την μακαρίτισσάν μου εις την φυσιογνωμίαν. Βλέπω κοντά της τον παλαιόν της φίλον Κάρολον Βιτούρην, επρόσθεσε δεικνύων τον εξακολουθούντα να συνομιλεί μετ' αυτής ξανθόν νεανίσκον. Φαίνεται ότι έχουν πολλά να είπουν.

― Τον παλαιόν της φίλον; ηρώτησα εγώ. Πώς γίνεται να μην τον γνωρίζω; Πρώτην φοράν τον βλέπω.

― Δια τον λόγον ότι μόνον προχθές επέστρεψεν από την Ευρώπην. Προ πέντε ετών, πριν αποκατασταθής συ εις την Σύραν, ήτο ερωτευμένος, τρελός με την Χριστίναν, την οποίαν δεν του έδωκαν, διότι δεν είχε τα μέσα να την συντηρήσει. Η απελπισία του ήτο τόση, ώστε ήθελε ν' αυτοχειριασθεί, και θα το έκαμνεν ίσως, αν δεν ανελάμβανεν η γυναίκα μου να τον παρηγορήσει. Ήτο, νομίζω, ο πρώτος της εραστής. Τους συνέλαβα επ' αυτοφώρω, εις τον κήπον του Κωυμού, μίαν ημέραν, όπου είχα υπάγει να επισκεφθώ την Ανίκαν. Η γυναίκα μου τον εβαρέθη ογλήγορα, διότι ήτο πάρα πολύ αισθηματικός. Έπειτα φαίνεται, ότι εξηκολούθει να ενθυμείται την ιδικήν σου. Τον έστειλαν τότε εις την Γαλλίαν να τας λησμονήσει και τας δύο και να σπουδάσει φαρμακευτικήν δια να διαδεχθεί τον πατέρα του. Φαίνεται όμως ότι δεν κατώρθωσε να εύρει λησμοβότανον. Παρατήρησε πώς τρώγει την Χριστίναν με τα μάτια. Σε συμβουλεύω να τον προσέχεις και να μη συχνοφέρνεις την γυναίκα σου εις τους χορούς.

― Θ' ακολουθήσω την συμβουλήν σου.

― Μη λησμονήσεις ότι, αν φανείς ζηλιάρης, αν την στενοχωρήσεις και ζητήσεις να την περιορίσεις, είναι ακόμη βεβαιότερον ότι θα την πάθεις. ― Τί θέλεις τότε να κάμω;

― Ούτ' εγώ δεν ηξεύρω. Αφού δεν ήκουσες την συμβουλήν μου, το καλλίτερον όπου έχω τώρα να σου συστήσω, είναι να μιμηθείς τo παράδειγμά μου, και, ό,τι και αν σου συμβή να μην το πάρεις κατάκαρδα. Να σκεφθείς ότι το πράγμα καθ' εαυτό δεν είναι τίποτε και να κρεμάσεις και συ εις τον τοίχον σου τας εικόνας του Αγαμέμνονος, του Ηφαίστου, του Μενελάου… Ηγέρθην αποτόμως φοβούμενος μήπως δεν δυνηθώ ν' αντισταθώ εις τον πειρασμόν να πτύσω εις το πρόσωπον του παλιανθρώπου εκείνου, κατ' εκείνην την στιγμήν ήρχιζε το cotillon, το οποίον μ' εφάνη ατελεύτητον. Δόξα τω Θεώ ετελείωσε κι εκείνο και ήρχισεν ο κόσμος να φεύγει. Επήγα να φέρω την γούνα της γυναικός μου, την εκουκούλωσα και εβαδίζαμεν προς την θύραν, όταν μας έφραξαν τον δρόμον τρεις χορευταί, ισχυριζόμενοι ότι απέμενε να χορευθεί το galopo finale και ότι η κυρία μου το είχεν υποσχεθεί και εις τους τρεις. Εκείνη δεν ενθυμείτο καλά. Ο απλούστατος και συνηθισμένος τρόπος συμβιβασμού των απαιτήσεων ήτο να είπει ότι είναι κουρασμένη και να μη χορεύσει με κανένα. Αντί τούτου επρότεινε να τραβήξουν κόμπο. Η τύχη, ίσως δε και κάποια λαθροχειρία, ηυνόησε τον Βιτούρην και το μαρτύριόν μου παρετάθη άλλην μίαν ώραν. Πρέπει εν τούτοις να ομολογήσω, ότι η μουσική του γαλόπου εκείνου, έργου του διευθυντού της ορχήστρας βιολιστού Πατσίφικου, ήτο ωραιοτάτη και ο ρυθμός τόσον ζωηρός, ώστε επτέρωσε τους πόδας και αυτού του κ. δημάρχου και άλλων εξ ίσου σεβασμίων Συριανών. Η περιφορά δίσκου θερμού οίνου εκορύφωσε την γενικήν ζωηρότητα και μόνος εγώ εχολόσκανα εις μίαν γωνίαν βλέπων την Χριστίναν να στροβιλίζει εις του Καρόλου τας αγκάλας. Ο Χαλδούπης ηθέλησε και πάλιν να με πλησιάσει δια να χύσει το φαρμάκι του εις την πληγήν μου, αλλά το βλέμμα το οποίον έρριψα επ' αυτού, ήτο, ως φαίνεται, τόσον άγριον, ώστε εθεώρησε φρόνιμον να μου δείξει την ράχιν. Ανεχωρήσαμεν σχεδόν τελευταίοι, και, όταν εισήλθομεν εις τον κοιτώνα μας, εσήμαιναν αι πέντε.

Το παράδοξον, ή μάλλον εκείνο το οποίον μ' εφάνη παράδοξον, αν και ήτο φυσικώτατον, είναι ότι όσα υπέφερα εις τον κατηραμένον εκείνον χορόν από την κακολογίαν του Χαλδούπη και την διαγωγήν της Χριστίνας, αντί να με ψυχράνουν με έκαναν να την ερωτευθώ ή τουλάχιστον να την επιθυμήσω σφοδρότερα και από την ημέραν όπου απεφάσισα να την πάρω δια να παύσω να την επιθυμώ. Πλην της ζηλείας και της δεκαημέρου στερήσεως συνετέλει εις έξαψιν του πόθου μου και η έκτακτος πολυτέλεια του εσωτερικού αυτής στολισμού, ο μεταξωτός στηθόδεσμος, τα κεντητά μεσοφόρια, τα ατλάζινα υποδήματα και το μεθυστικόν άρωμα της ίριδος και της υλαγγυλάγκης. Πάντα ταύτα ημπορούν οι ευτυχείς κάτοικοι των μεγάλων πόλεων να τα εύρουν όταν θέλουν με μίαν ή δύο εικοσιπεντάρας, αλλά δια τους δυστυχείς Συριανούς είναι πράγματα έκτακτα, τα οποία δεν απολαμβάνουν παρ' όταν τύχη μεγάλος χορός, καθώς μόνον τα Χριστούγεννα και το Πάσχα γεύονται ψαθούρια, σαμπάνια και γάλον παραγεμιστόν. Όταν λοιπόν επλησίασα την Χριστίναν, πρέπει να υποθέσω ότι οι οφθαλμοί μου ήσαν 'εύγλωττοι', ως κατορθώνουν να γράφουν οι ελαφροί μας φιλόλογοι, τους οποίους είχα, ως φαίνεται, άδικον να περιπαίζω δια τούτο. Πριν τω όντι ανοίξω το στόμα έσπευσεν η Χριστίνα ν' αποκριθεί εις το βλέμμα μου: «Είμαι, καημένε, κατάκοπη, αφανισμένη, άφησέ με, σε παρακαλώ, απόψε».

Την εκαληνύχτισα με βαρυθυμίαν και απεσύρθην εις το ιδικόν μου δωμάτιον. Πρέπει όμως να είπω ότι δια το χωριστόν εκείνο δωμάτιον δεν έπταιεν εκείνη. Το είχα προτείνει εγώ μετά την επιστροφήν μας ως αριστοκρατικώτερον, και κατά τι δια τον λόγον ότι είχα παραχορτάσει εις την Ζιάν. Πλην των άλλων έχουν και τούτο το αλλόκοτον οι ερωτευμένοι, ότι δεν δύνανται να εννοήσωσιν ούτε ότι ενδέχεται να πεινάσουν, όταν είναι χορτάτοι, ούτε ότι ημπορούν να χορτάσουν, όταν είναι πεινασμένοι. Την επιούσαν εκοιμάτο ακόμη όταν επήγα περί τας ένδεκα εις το γραφείον μου. Κατά την επιστροφήν μου την ευρήκα εις το πιάνο ευδιάθετον και ζωηράν. ― Άκουσε, με είπε, τί ωραίον είναι αυτό το γαλόπ. Εγώ όπου δεν ημπορώ να παίξω τίποτε χωρίς τετράδιον, μίαν φοράν το ήκουσα και το ενθυμούμαι ολόκληρον. Ταύτα λέγουσα ήρχισε να κυμβαλίζει το τρισκατάρατον γαλόπ του χθεσινού χορού, του οποίου οι ήχοι μού ενθύμιζαν τα βάσανά μου.

― Είμαι, απήντησα αποτόμως, ολίγον ζαλισμένος και η μουσική με πειράζει. Άφησέ το, σε παρακαλώ, δι' άλλην φοράν.

Μ' εκοίταξε με κάποιαν απορίαν, έκλεισε το πιάνο και επήγε να στηριχθεί εις το παράθυρον. Μετ' ολίγον την είδα να χαιρετά με πολλήν χάριν και φιλοφροσύνην. ― Ποίον εχαιρέτησες; ηρώτησα με όσην ηδυνήθην να υποκριθώ αδιαφορίαν. ― Τον δάσκαλον του χορού, τον γέρο Κουέρτζην. Έτρεξα εις το παράθυρον του γειτονικού δωματίου και είδα τω όντι να διαβαίνει τον γέροντα Κουέρτζην, αλλά στηριζόμενον εις τον βραχίονα του νέου Καρόλου Βιτούρη. Διατί λοιπόν να μου αναφέρει μόνον τον Κουέρτζην, ενώ πιθανώτατον ήτο ότι έλαχεν εις τον σύντροφόν του η λεόντειος μερίς του χαιρετισμού;