Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ

ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΣΥΡΟ

 

Η Σύρος, από τη θάλασσα, είναι σα μια εξαίσια ακουαρέλα. Δυο ψηλοί κωνικοί λόφοι, σκεπασμένοι από τη ρίζα τους ως την κορφή τους με άσπρα, ρόδινα και γαλάζια σπίτια, καθρεφτίζονται πάνω στα γαλήνια νερά.

Οι δυο αυτοί λόφοι είναι δυο κόσμοι.

Ο ένας είναι η νέα πόλη, η Ερμούπολις, που φάνηκε μια εποχή να δικαιολογεί την ονομασία της, γιατί είχε γίνει ένα μεγάλο εμπορικό και ναυτικό κέντρο. Έχει φαρδιούς και ίσιους δρόμους, μεγάλα συμμετρικά σπίτια και μια μεγάλη πλακοστρωμένη πλατεία, όπου τ’ απογέματα μαζεύεται η καλή κοινωνία της Σύρου για ν’ ακούει τη φιλαρμονική να παίζει παλιές όπερες και για ν’ αλληλοκοιτάζεται. Είναι μια πόλη ευπρόσωπη — και ξεπεσμένη. Η ναυτική και εμπορική τις κίνηση είναι, σήμερα, ασήμαντη. Τα περισσότερα καταστήματά της στην παραλία, που τα βράδια φωτίζονται με πολύχρωμα λαμπιόνια, δεν πουλάνε παρά λουκούμια — τα περίφημα συριανά λουκούμια, που όλοι οι ταξιδιώτες των βαποριών της γραμμής θεωρούν καθήκον τους να βγουν και ν’ αγοράσουν για να τα πάνε δώρο στους δικούς τους.

Στη νέα αυτή πόλη κατοικούν οι ορθόδοξοι. Η κορφή του λόφου της στεφανώνεται από μια βυζαντινή εκκλησία, που ο άσπρος της τρούλος λάμπει πάνω στο γαλάζιο του ουρανού. Μέσα στο διάστημα ενός αιώνα, η εκκλησία αυτή έγινε καταφύγιο σε δύο μεγάλες δυστυχίες του γένους: πρώτα οι Χίοι, φεύγοντας τις φλόγες και τους σκοτωμούς των Τούρκων, γέμισαν μια μέρα την αυλή της σαν κοπάδι τρομαγμένα περιστέρια· έπειτα οι Έλληνες πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Σήμερα, η ηλιοφώτιστη αυλή της έχει τη μεγάλη εκείνη θρησκευτική γαλήνη που μοιάζει σαν εκτός καιρού και γεγονότων…

Στον άλλο λόφο —αριστερά σ’ όποιον μπαίνει στο λιμάνι— είναι η παλιά πόλη. Τη στεφανώνει μια πανάρχαια καθολική μητρόπολη, που χρονολογείται, όπως λένε, από τον καιρό του Λουδοβίκου του ΙΒ΄. Τα χρόνια που την επισκέφθηκε ο ταξιδιώτης Τουρνεφώρ, ήταν «η πιο καθολική πολιτεία όλου του Αρχιπελάγους». Είναι και σήμερα, αλλ’ αυτό δε σημαίνει πια μεγάλα πράματα. Ήταν όμως καιρός που ο καθολικισμός γνώρισε μέρες μεγάλης δόξας σε μερικά από τα νησιά των Κυκλάδων: ο καιρός των Σταυροφοριών και της βενετσιάνικης θαλασσοκρατορίας. Οι μεγάλες οικογένειες με τα ξενικά και χτυπητά ονόματα, που είχαν ριζώσει στα νησιά, ήταν όλες καθολικές. Τα νησιά ήταν τα φέουδά τους. Είχαν μεγάλα κτήματα, ήταν πλούσιες, διευθύνανε τα πάντα. Σήμερα, από τα μεγαλεία αυτά, οι απόγονοι των οικογενειών εκείνων δε διατηρούν παρά τη νοσταλγική τους ανάμνηση. Από την εποχή ακόμα που επισκέφθηκε τα νησιά ο κόμης Γκομπινώ, είχαν πέσει σε μαρασμό. Στο θελκτικό του μυθιστόρημα, την Ακριβή Φραγκοπούλου, ο Γκομπινώ μας τους δείχνει να προσπαθούν να διατηρήσουν στη φτώχεια τους μίαν αξιοπρέπεια, που είναι τόσο συγκινητική, όσο και κωμική, να περιφρονούν το λαό —που τους ανταπόδιδε τα ίσα—, να επιζητούν το αξίωμα του άμισθου υποπρόξενου μιας μεγάλης Δύναμης και να περιμένουν τον τυχαίο ερχομό κανενός ξένου πολεμικού για να κάνουν επίσημες επισκέψεις — δανείζοντας ο ένας στον άλλο μια ξεθωριασμένη βελάδα πρωτοκόλλου… Εκτοπισμένοι από μια ορθόδοξη μικροαστική τάξη δραστήρια και έξυπνη, ακτήμονες, οι απόγονοι αυτοί δεν είχαν παρά τους μάταιους τίτλους και τα μεγάλα σπίτια των προγόνων τους, σπίτια παλιωμένα και σχεδόν αδειανά από έπιπλα, που εξακολουθούν να τα κρατούν ανοιχτά από μια τελευταία φροντίδα αξιοπρέπειας, που δεν ξεγελάει όμως πια ούτε τους ίδιους.

—Λένε: Είμαστε μεγάλες οικογένειες και πρέπει να ’χουμε μεγάλα σπίτια. Αλλά για ποιο λόγο; έλεγε μελαγχολικά η απόγονος μιας τέτοιας μεγάλης οικογένειας στη Σαντορίνη σ’ έναν Άγγλο ταξιδιώτη.

Η μικρή αυτή κοινωνία αποτελεί έναν κόσμο ξεχωριστό. Είν ο ίσκιος μιας εποχής που πέρασε. Σε μια επίσκεψή μου σ’ έν’ από τα νησιά του Αρχιπελάγους, μου έτυχε να συναντήσω σ’ ένα σπίτι δυο ανώτερους καθολικούς ιερωμένους του τόπου. Κ’ οι δυο τους μαζί ήταν η προσωποποίηση του μαρασμού τους ετερόθρησκου αυτού μικρού κόσμου των Κυκλάδων, τα λείψανα ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος. Τα μαύρα ράσα τους και τα μαβιά σκουφιά τους στην κορφή του κεφαλιού τους είχαν κάτι το αξιοθρήνητα ξεθωριασμένο. Καθισμένοι πλάι-πλάι σ’ έναν καναπέ, έμοιαζαν σα δυο πάνινες κούκλες. Είχαν την ακινησία τους και την αναλλοίωτή τους έκφραση. Ο ένας χαμογελούσε ακαθόριστα και αναίτια σαν ένας αβλαβής τρελός. Ο άλλος έσκυβε το γέρικο κεφάλι του πάνω στο στήθος του και νύσταζε. Το θέαμά τους είχε κάτι το μελαγχολικά γελοίο. Κοιτάζοντάς τους, σκεπτόμουν ότι, αν σηκώνονταν να φύγουν, θα ήταν για να γυρίσουν, σα φαντάσματα, στα περασμένα…

Όλη η παλιά καθολική συνοικία της Σύρου έχει το ύφος αυτό: το σβησμένο και το έξω από το παρόν. Όποιος περιπλανιέται σ’ αυτήν, δε βλέπει θορυβώδη κίνηση ζωής. Λίγοι άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν τους δρομάκους και τις ατέλειωτες κουραστικές σκάλες. Πότε είναι ένα γέρος καθολικός ιερωμένος με άσπρο ράσο, που εξαφανίζεται μέσα σ’ ένα στενό, έρημο και βαρύ από την αντηλιά· πότε είναι ένας υπαίθριος μικροπωλητής που σπρώχνει μπροστά του ένα δυστυχισμένο γαϊδουράκι χωρίς να διαλαλεί την πραμάτεια του· πότε δυο-τρεις γυναίκες του λαού με κόκκινες στάμνες, που περνάν σαν σκιές της Βίβλου… Η σιωπή κ’ οι εναλλαγές των φωτοσκιάσεων στους κλιμακωτούς αυτούς δρόμους με τα παλιά ασβεστωμένα και χωρίς στέγες σπίτια, μου θύμισαν την Κάσμπα του Αλγερίου —τη συνοικία των ιθαγενών, όπου ο ήλιος καίει σα φούρνος, αλλ’ όπου η σκιά έχε τη δροσιά στέρνας. Δε λείπουν, για να είναι εντελώς η Κάσμπα, παρά το ανατολίτικο μυστήριο, οι σιλουέτες των γυναικών με τα σκεπασμένα πρόσωπα που διαφαίνονται μια στιγμή στο άνοιγμα ενός παράθυρου, κ’ οι πληγιασμένοι ζητιάνοι με τα χυμένα μάτια, τα όμοια με ασπράδι αυγού, που θρηνωδούν τραγουδιστά κοντά στις βρύσες… Εδώ κανένα μυστήριο, αλλά μια μεγάλη ειρήνη μαρασμού, που το φως την εμποδίζει να είναι πένθιμη. Γάτες χασμουριούνται μπροστά σε πόρτες σπιτιών, λουλούδια στολίζουν τους γέρικους φαγωμένους τοίχους, κι από τις μισάνοιχτες ξώπορτες βλέπει κανείς αυλές με κληματαριές απ’ όπου κρέμεται ένα κλουβί φλύαρου καναρινιού. Κάποτε περνάτε κάτω από μια καμάρα που ενώνει δυο σπίτια του δρόμου ή εμπρός από ένα ετοιμόρροπο σπιτάκι με γραφική ξύλινη λότζια, που σας θυμίζουν Ιταλία…

Φθάνει έτσι κανείς, από εικόνα σε εικόνα, ως την κορφή του λόφου. Εδώ η ειρήνη δεν έχει το χαρακτήρα που της δίνουν τα παλιά πράματα, το χαρακτήρα της νύστας και της μοιρολατρίας. Είναι φωτεινή και αιώνια. Φωτεινή και αιώνια επίσης είναι η θέα που απλώνεται, πανοραματική, από κει πάνω. Όλη η καθολική συνοικία μοιάζει σα να κατρακυλάει προς τη θάλασσα. Το μάτι αγκαλιάζει έρημες ταράτσες σπιτιών, σερπετούς δρομάκους όλους σκαλοπάτια, πλακοστρωμένες αυλές και μικροσκοπικούς κήπους περιτειχισμένους με πέτρες. Κατά την πλευρά του Πύργου, η ψηλότερη κορφή του νησιού δείχνει τις ραβδώσεις των φαραγγιών της, απ’ όπου κατεβαίνει το λίγο νερό που τροφοδοτεί την παλιά βρύσης της πόλης, όπου μαζεύονται οι γυναίκες του λαού και γεμίζουν τις στάμνες τους. Μερικές σειρές κυπαρισσιών σημειώνουν τη θέση των νεκροταφείων, όπου κοιμούνται οι νεκροί των δύο θρησκευμάτων. Και κάτω, η θάλασσα απλώνει την απέραντη γαλανή επιφάνειά της, τη γεμάτη ακτινοβολήματα χρυσού φωτός. Μερικά νησιά διακρίνονται στα βάθη του θαλασσίου ορίζοντα, ατμώδη και ανάερα: η Τήνος, η Μύκονος, και πιο πέρα, μοναχική και ξεχασμένη από τη ζωή, η Δήλος…

 

Μου είχαν πει ο η Σύρος δεν έχει φυσικές ομορφιές. Άλλοι πάλι μου είχαν εξυμνήσει την ομορφιά της Ντέλλα Γκράτσια, της εξοχής όπου πηγαίνουν και παραθερίζουν οι πλούσιοι κάτοικοί της. Δυσπιστώ κατά κανόνα στις τρέχουσες γνώμες, πουθενά όμως αλλού όσο στη Σύρο δεν εδικαίωσα τόσο πολύ τη δυσπιστία μου. Η φημισμένη της Ντέλλα Γκράτσια είναι μια εξοχή που έχει, είναι αλήθεια, κάποια πρασινάδα —πράμα αρκετά σπάνιο στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού—, αλλά οι πομπώδεις επαύλεις που έχουν χτίσει οι πλούσιοι κάτοικοι είναι αξιοθρήνητου γούστου. Ασχημίζουν, με τα χρώματά τους, τους πύργους τους και τα αγάλματά τους, ένα τοπίο που, δίχως αυτές, θα ήταν απλώς κοινό. Αντίθετα, αγάπησα την παλιά καθολική Σύρο, που πεθαίνει σιγανά κάτω από τον ίσκιο της γέρικης μητρόπολής της — αγνάντια στη θάλασσα που δεν τη διαπλέουν πια οι γαλέρες της Βενετίας και της Γένοβας…

Η ομορφιά της δεν είναι απλώς η μελαγχολική και παράδοξη ομορφιά που αποτυπώνει, τόσο στα πρόσωπα, όσο και στα πράματα, ο θάνατος. Πλάι στη σύγχρονη πόλη την εμπορική και νεοπλουτική, η παλιά πολιτεία δημιουργεί μίαν αντίθεση συγκινητική. Θυμίζει τις γερασμένες αρχόντισσες που διατηρούνε στα μαραμένα τους χαρακτηριστικά τα ίχνη μιας εξαϋλωμένης ομορφιάς και στη μελαγχολία του βλέμματός τους μακρινά οράματα μεγαλείων. Τα βράδια, όταν ανάβουν τα φώτα της προκυμαίας στην Ερμούπολη κι ακούονται ήχοι φωνογράφων κι ο κόσμος πηγαινοέρχεται στην πλακοστρωμένη πλατεία, η παλιά Σύρος απομένει σιωπηλή και σχεδόν σκοτεινή. Ίσως να ήταν μια εποχή που η ζωή της νέας πολιτείας να τη γέμιζε ζήλεια και πικρία. Σήμερα όμως αισθάνεται κανείς ότι την αφήνει αδιάφορη. Έχει την υπέρτατη αδιαφορία των ανθρώπων που, χωρίς ακόμα να έχουν πεθάνει, έχουν παύσει ν’ ανήκουν στη ζωή…

 

Κώστας Ουράνης, «Στην παλιά καθολική Σύρο», Ταξίδια στην Ελλάδα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1998, σ. 223-227.