Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Είναι ένα βράδυ καλοκαιριάτικο απόψε που κατεβαίνεις την οδό Μισάλας. Ο αγέρας έκοψε μονομιάς κι η υγρασία, σαν αόρατη κουνουπιέρα, τυλίγει τους ανθρώπους, χτυπά κατάστηθα τις γυναίκες, κάθεται πάνω τους και τους μουσκεύει τα ρούχα· γυαλίζει τα πρόσωπά τους, τις αρπάχνει απ’ το λαιμό. Ο αγέρας έπεσε τωόντι και σκέφτεσαι, μέσα στον ιδρώτα, μέσα στις ξινές μυρωδιές, τι θάλασσα θα κάνει αύριο — για το ψάρεμα.

Καιρός για ψάρεμα με καλάμι. Κάποτε διάβασε πως την πρώτη βδομάδα ύστερα απ’ το Μόναχο, οι όχτες του Σηκουάνα, μέσα και γύρω απ’ το Παρίσι, γιομίσανε ανθρώπους που ψαρεύανε με καλάμι. Αναντρία ή τύψη; Άμε να εύρεις άκρη με την ψυχή του ανθρώπου.

Απόψε ο αγέρας έχει πέσει, είναι αρχές του Σεπτέμβρη, τ’ αποτελέσματα στη Λακωνία φέρανε 92% και συ σκέφτεσαι να βγεις στο ψάρεμα με καλάμι.

Η υγρασία σέρνεται πάνω στην άσφαλτο, την κάνει και λαμποκοπά· κατρεφτίζει τα ηλεκτρικά, θαμπώνει τα τζάμια στις βιτρίνες και τα ματογυάλια τούτης της δασκαλίτσας που κοντοστάθηκε για να τα καθαρίσει. Σέρνεται πάνω στην άσφαλτο μαζί με τις ξινές μυρωδιές του καλοκαιριού, που έβρασε και τώρα ξεθυμαίνει.

Χνουδωτό ξανθοκόκκινο άρωμα των φρούτων. Ένα μπακάλικο μυρίζει παστρουμά ανυπόφορα. Οι ντομάτες σαπίσανε στο μανάβικο. Πηχτή, επιθετική και κρύα είναι η μπόχα που βγαίνει από κάτω από το σιδερένιο ρουλό του χασάπη.

—Τι σου γράφουνε; ρωτά ο ένας.

—Ανεβαίνει. Τα ’πνιξε όλα κι ακόμα ανεβαίνει, του αποκρίνεται ο άλλος.

Στην Απάνω Αίγυπτο, στο καψαλισμένο, το ασκητικό, το ξιπόλητο, το λιμασμένο Σάιτ, εκάπνισε του Νείλου να χαδέψει τα χωριά που ’ναι χτισμένα με σβουνιά και λάσπη. Μόλις όμως τ’ αγγίξει η φαρδιά, ιερατική του μανίκα, εκείνα γονυπετούν λιπόθυμα και λιώνουν. Σα να ’τανε φτιαγμένα από σβουνιά και λάσπη.

«Τα ’πνιξε κι όλα έχουν ακριβύνει», σου ’λεγε το πρωί ο εισπράχτορας του δημαρχιακού φόρου, χτενίζοντας τη φούντα του φεσιού του με τη βούρτσα σου. Τη νύχτα, περιμένει να πλαγιάσουν όλοι οι δικοί του μέσα στο στενάχωρο διαμέρισμα, ανάβει τη λάμπα και διαβάζει Σαίξπηρ στο πρωτότυπο.

—Έτσι που πάμε, το χειμώνα δε θα φάμε καθόλου κρέας, σου είπε.

Περνώντας μπρος απ’ τα Μπιλιάρδα, κοντοστέκεσαι. Κάνεις ένα βήμα πίσω. Εκείνο το γερόντιο, το χωμένο μέσα στην ψάθινη πολυθρόνα, λοξά μέσα στο ημίφωτο, δεξιά, με τα ψαρά κι αχτένιστα μαλλιά, που μέσα από τ’ άταχτα, τα δασά του φρύδια σε κοιτά και δε σε κοιτά, δεν είναι ο Καβάφης;

Φυσικά, είναι ο Καβάφης κι είναι το ψάρεμα με καλάμι.

Είναι μια ψαρίλα και μια ξινή μυρωδιά σάπιων φρούτων κι ένα βαρύ, ένα γλυκερό άρωμα κουρείου, που σέρνεται πάνω στην άσφαλτο. Υγραίνονται οι γάμπες και τα γυμνά δάχτυλα των γυναικών μες στα σαντάλια τους. Είναι αυτή η μυστήρια η κρεμασμένη στο μπράτσο του εγγλέζου λοχία, που του κουβεντιάζει, του μιλά με βουλιμία. Κάπου το τακούνι της στραβοπατά, ο αστράγαλός της θα ξεβιδωθεί, μα όχι, κρεμιέται στο μπράτσο του και του χαμογελά κι η φωνή της είναι γεμάτη απορίες, όλες οι φράσεις της καταλήγουν ερωτηματικά, τόσο που αγωνίζεται να τον κάνει να την αγαπήσει, με μιαν απελπισμένη, μιαν επιθετική παθητικότητα. «Είναι οι τελευταίοι. Ο πόλεμος πέρασε και δεν παντρεύτηκα…».

Περιμένουνε το τραμ. Βρίσκονται στο σταθμό Ραμλίου και περιμένουνε το τραμ της Βικτώριας. Θα τον πάει ίσαμε το στρατώνα του ή θα τη συνοδέψει σπίτι της;

Ο πρωτοετής της νομικής, με τον ανοιχτό γιακά και τα κατσαρά, τα κατάμαυρα μαλλιά, που μοιάζουνε με περούκα από αστρακάν, δαγκάνει τα χείλια του με μια φαρμακωμένη μουγκαμάρα. «Ακόμα δεν έφυγαν. Στο Μουστάφα Μπάρρακς χτίζουνε κι άλλους στρατώνες». Βγάζει από την τσέπη του μια κιμωλία, τους προσπερνά, κι επιδειχτικά γράφει μπροστά τους πάνω στα σανίδια του Κιοσκιού τη λέξη: Αλ Γκαλά (εκκένωση).

Ο λοχίας τη βρίσκει πως μοιάζει με γόνδολα. Ένα κοντάρι στην πλώρη, ένα άλλο πάνω στην τέντα, και στην πρύμη κάτι σαν πανί από τρεχαντήρι. Και ψηλά, δίπλα στο πανί, ένα περιστέρι μετέωρο, με ράμφος γυρισμένο προς τα μέσα, με μαζεμένα φτερά και τεντωμένα νύχια. Τα περιστέρια του Σαν Μάρκο.

Ένα απόγεμα στη Βενετία, πριν έρθει εδώ, στο καφενείο που ’ναι αριστερά στην αρχή του Ριάλτο, κορίτσια κι αγόρια τους προγκίξανε: να φύγετε! «Πουθενά δε μας θέλουνε πια» σκέφτεται και κοιτάζει σαστισμένος τα χείλη που ’χουνε ξυλιάσει σ’ ένα αργοπορημένο χαμόγελο. Το κοκκινάδι γυαλίζει υγρό και γελοίο. «Τι θα γίνουμε όταν θα φύγουνε;» ρωτιέται η μυστήρια. Πρώτη φορά που βλέπει να σκαρώνεται μπροστά της μια απ’ τις χιλιάδες γόνδολες που αρμενίζουνε πάνω σ’ όλους τους τοίχους της πόλης.

«Τι θα γίνουμε;». Μέσα στο τραμ βάνεται πάλι να του μιλά χαριτωμένα, πασχίζοντας να προφέρει τα εγγλέζικα όσο μπορεί πιο εγγλέζικα. Όπως άκουσε να τα μιλάνε στα «σπίτια», στις καντίνες, στα μπαρ, πάνω στις τρανταχτές πλατφόρμες των στρατιωτικών καμιονιών και πάνω στα στενά κρεβάτια εκστρατείας με τις τραχιές πατανίες και τα στριγκλιάρικα ελάσματα. Δεν τα ξέρει με τα γράμματα. Δεν ξέρει πως υπάρχουνε ψηφία που μαντεύονται στη φωνή κι όταν ακόμα δεν προφέρνονται απ’ τα χείλη. Γι’ αυτό του πετά κατάμουτρα κάτι μισογινωμένα λόγια, σα δαγκωμένες φέτες ψωμί. Κι ο λοχίας τις παίρνει, τις βουτά στον πικρό καφέ που βράζει μέσα του και μάχεται να ξεγελάσει μ’ αυτές την πείνα της ψυχής του.

Στα καφενεία της Ιμπραημίας η υγρασία κάνει κάθετες ρυτίδες πάνω στα παγωμένα ποτήρια με τη μπίρα, κατρακυλά και σταμπάρει στρογγυλούς λεκέδες πάνω στα μισοβρώμικα τραπεζομάντιλα με τα καρό. Είναι τα φώτα κι η λατέρνα, οι χάρτινες γκιρλάντες και τα γκαρσόνια που πηγαινοέρχονται με τους δίσκους. Μα είναι και μια καταχνιά, μια μουγκαμάρα πάνω σ’ όλον τούτο τον κόσμο. Η ατομική; Ο τρίτος παγκόσμιος; Οι γόνδολες;

Οι κυράδες βλέπουνε μέσα στα πιατάκια με τους μεζέδες· οι κύριοι διαβάζουν και ξαναδιαβάζουνε τις ταμπέλες των μαγαζιών, απέναντι. Οχ, δεν είναι Ιμπραημία τούτη, είναι κυριακάτικη έξοδο «ομογενών» στο Ασσιούτ, πεντακόσια μίλια βαθιά, μέσα στην κουτσομπόλα, την κιτρινιάρικη επαρχία. Που ’ναι τα χρόνια που έβραζε η Ιμπραημία και το Καμποτσέζαρε — η Κοκκινιά κι η Δραπετσώνα — στη μπαλαμάνα και στο ρε;

Με όλο το μπλακάουτ τα ένιωθες να μερμηγκιάζουν ρωμιοσύνη τα μαγέρικα, τα καφενεία, τα μπακάλικα, τα φουλάδικα, τα ρακοπουλιά, τα παστουρματζίδικα, τα καπνοπωλεία, τ’ αχτάρικα κι ο κινηματογράφος. Περπατούσες μέσα στα σκοτεινά και σκουντουφλούσες πάνω στο Μιαούλη, την Κρήτη, τον Ιέρακα, την Όλγα, τον Ήφαιστο, τις κορβέτες, τα φτου, τις δύο ταξιαρχίες, το θωρακισμένο, την ένα-τρία-τρία.

—Ρε Μιχάλη, ρεεε…

Και ξεστομίζονταν τον ανήφορο βρισιές ρωμαίικες, πελώριες, στρογγυλές και γυαλισμένες σαν πασκαλιάτικα τσουρέκια, έτσι μα για το τίποτα, για να ραγίσουνε λίγο οι σουβάδες των κατσουφιασμένων σπιτιών, να μυρίσουνε πατρίδα. Και τριγύρω στα στενά, στα θεοσκότεινα σοκάκια της Ιμπραημίας, παίρναν και δίνανε τα κρυφομιλήματα. Σκιές συναπαντιούντανε, κάτι λέγανε κάτι κάμνανε και χωρίζονταν. Τα δυο, τα αιώνια, τ’ ακατάλυτα μεράκια του Έλληνα: η λευτεριά κι ο έρωτας.

Είναι Σαββατόβραδο. Ξέχασες να το πεις. Είναι Σαββατόβραδο μα στο «Λούνα-Παρκ» ο αθηναϊκός θίασος έχει αργία. Κεσάτια, διάλυση.

—Έλα να πάρεις κάτι, σου λένε οι φίλοι. Την άκουσες την τελευταία; Είναι νόστιμη. Ξέρεις το Σαχίν, το γιο του μπαξεβάνη του θεάτρου. Ένα μωράκι που το χαδεύουν όλα τα κορίτσια μας, το έχουνε για μασκότα. Σήμερα το χάδευε κι η Κυρά. Θα το πάρω μαζί μου στην Αθήνα, λέει. Μια φορά, η Σάρα Μπερνάρ, γυρίζοντας από μια τουρνέ έφερε μαζί της ένα λιονταράκι. Εγώ θα φέρω ένα αραπάκι.

—Που δείχνει τι ιδέα έχει για τον εαυτό της.

—Που δείχνει τι ιδέα έχει για τους Αιγύπτιους.

—Γεια σας, λες και σηκώνεσαι.

Φτωχέ, φτωχέ μου Σαχίν. Αυτό το κούτελο, αυτά τα μαλακά μαλλάκια, αυτά τα γυαλιστερά, τα μαύρα μάτια, που θα τα θολώσει η πείνα κι η μιζέρια τόσο γρήγορα… Για την Κυρά δεν είσαι παρά ένα μικρό ζώο, ένα αρκουδάκι ή ένα σκυλί όρθιο.

Έτσι είναι σήμερα, Σεπτέμβρης μήνας του 46, στην Αλεξάντρεια. Μπορείς να μποδίσεις μερικούς ανθρώπους να ’χουνε φρεναπάτες εκατό φορές πιο μεγάλες από το μπόι τους; Μπορείς να σταματήσεις το ποτάμι ν’ ανεβαίνει και να καταπίνει τα χωριά; Μπορείς να πείσεις τη μυστήρια, όλες τις μυστήριες, πως θα ’ναι πιο καλά όταν θα τα μαζεύουνε οι Εγγλέζοι και θ’ αδειάζουνε τη γωνιά; Μπορείς να κουβεντιάσεις σε τούτους εδώ του καφενείου που νιώθουνε μιαν απέραντη κούραση, όχι για τα κεσάτια, όχι για την Κυρά και τα έργα της, μα για τη Λακωνία;

Μπορείς; Αυτό είναι όλο το παν.

Κι αν δεν ήταν εκείνη η κουβέντα για το Μόναχο, θα το χαιρόσουνα πολύ το ψάρεμα με το καλάμι αύριο. Γιατί θα πας. Αργά η θάλασσα, μέσ’ από το φύλλωμα της ανθισμένης ζακαράντας στον αντικρινό κήπο, κάτι σου είπε, κάτι σαν παράπονο, κάτι σαν αναστεναγμό, κάτι σαν τη βαθιάν ανάσα του χερομάχου που ετοιμάζεται να ριχτεί πάλι στη δουλειά. Ενώ τ’ αστέρια απάνου μέναν ασάλευτα, μεγάλα και καθάρια, ακέραια κι απείραγα, σαν την ελπίδα του κόσμου.

Στρατής Τσίρκας, «Σε καιρό και σε τόπο» (1946), Τα διηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 1978, 1984(6), σ. 278-284.