Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

(Σπουδή στην κίνηση των ερπετών)

Δολιχοκέφαλος ήταν ο Φίλιππος Σερπέντης —σχήμα κρανίου απρόσμενο— κι όμως περνούσε απαρατήρητος, κοντός και κάτισχνος καθώς ήταν. Η φορεσιά του άψογα ραμμένη, καφέ με ψιλές ραβδώσεις, σκονισμένη —όχι εκ προμελέτης, ώστε να παραλλάσσεται της ηλικίας η γυαλάδα. Μόλις αφίχθηκε, άφησε τη μοναδική αποσκευή στη σουίτα ψηλή και γλίστρησε στο σαλόνι να προφθάσει τον απογευματικό σύρφακα.

Στρογγυλά τραπέζια από μαόνι, πέτσινα μαξιλάρια στις καρέκλες, φωτιστικά λαμπρά, σβησμένα για τας εκτάκτους περιστάσεις (μόνο κεριά συνέβαλαν στου σαλονιού τη φασαρία). Ορθοί οι περισσότεροι, χαμένοι στα χαρτιά, αξιωματούχοι, μεθούσαν την γκίνια τους, διχογνωμούσαν περί τα κάλλη Αλεξανδρινής, ευθείς μόνο ως προς το σώμα, ωσάν τις καλαμιές στη λίμνη, στητοί μεν από φύση, σαλεύοντας δε απ’ το σαθρό του πυθμένα.

«Συνήντησα τον ναύαρχο καθώς ερχόμουν· συνόδευε τις κόρες του Σιλβάτου».

Πάντως, ακούω, δεν λησμονεί το γάλα».

Δυνατά γέλια, ρουφηξιές ουίσκι φερμένου από το βρετανικό ναυαρχείο.

«Μα, επιτέλους, θα με γνωρίσετε στην Κλεοπάτρα; Ούτε στο δρόμο δεν την έχω δει να της μιλήσω».

«Μιλούν γι’ αυτήν περισσότεροι απ’ όσοι την βλέπουν».

Ανάμεσα σε Έλληνες αξιωματικούς ήσαν και Βρετανοί συνάδελφοι, μέθυσοι μακριά από τις συζύγους, με τις στολές τους άμεμπτες, με διάθεση για χιούμορ. Απαρατήρητος κινείτο ο νεοαφιχθείς, προσπέρασε Σκωτσέζο ανθυποπλοίαρχο που έξυνε φύλλωμα φυτού, βάφοντας πράσινα τα νύχια, ενώ το πρόσωπό του άσπριζε με την κάθε γουλιά κι ευθύς ξανακοκκίνιζε. Τα ζωντανά χρώματά του χάνονταν με τον χαμηλό φωτισμό, χάνονταν και στις άκρες των ματιών οι ρυτίδες από τους συχνούς γέλωτες.

Ο Σερπέντης είχε φθάσει από μακρύ ταξίδι. Άφησε την Αθήνα για την Ισταμπούλ, την Ισταμπούλ για την Κρήτη, ύστερα ξαπόστασε στη Σαλονίκη, από εκεί στο Μπεϊρούτ, την Ιερουσαλήμ και τέλος την Αλεξάνδρεια, αλλάζοντας φορεσιές όταν έκανε στάση, σκονίζοντάς τες με τα χώματα των εκρήξεων που άφηνε πίσω, άτυχος —άτυχος;— άκουγε πότε πότε το αληθινό του όνομα στο ραδιόφωνο. Σύρθηκε στο Σέσιλ, γιατί την ώρα εκείνη βομβάρδιζαν πάλι το λιμάνι οι σύμμαχοί του. Ασορτί επιδερμίδα με φορεσιά, και γιακά τώρα πλέον, ξεχώριζε δύσκολα από τους σαστισμένους Αιγύπτιους αλλά και τους ατάραχους Αιγυπτιώτες.

Ένας πρώην Έλλην πολιτικός, δραστήριος μηχανορράφος, καθισμένος ανακάτεψε σ’ ένα ποτήρι σαμπάνιας το γλυκό που του περίσσεψε με το κρασί και το ουίσκι. Προέτρεψε δε κάποιον στρατιωτικό να το απολαύσει. Απόειδε, το ήπιε μόνος του κι ευχαριστήθηκε. Την τέρψη του ζήλεψαν κι άλλοι και σε μικρό χρονικό διάστημα η σάλα μεταβλήθηκε σε παρασκευαστήριο εδεσμάτων. Όλα τα αφάγωτα γλυκά και τα ποτά συλλέχθηκαν σε μια μεγάλη σκάφη μέσα σε ιαχές και αλαλαγμούς.

«Σερπέντη, υιέ της Έχιδνας και του Τυφώνα, τι κομίζεις;»

Η συνάντηση του αξιωματικού του ελληνικού στρατού με τον μικρόσωμο ήρωα έλαβε χώρα στο παρασκήνιο της γιορτής του ανακατωμένου γλυκού. Η φωνή του Σερπέντη δεν έφθανε ούτε ως τον συγγραφέα: μονάχα ένα σφύριγμα διακρινόταν. Ο αξιωματικός, αρκούντως μεθυσμένος, μιλούσε για τις κινήσεις των μονάδων, για την όλη κατάσταση στο στράτευμα, όχι ωσάν να έδινε αναφορά, αλλά, ως φαίνεται, από ένδεια θεμάτων.

«Ο Κανακάκης φημολογείται ότι έχει τη σύφιλη. Λεν πως του την χάρισε η Κλεοπάτρα».

Η φωνή του Σερπέντη και πάλι συριγμός· δεν μάθαμε τι αποκρίθηκε. Το στόμα του μονίμως υγρό και χαμογελαστό, τα μάτια σταθερά, σχιστά, έλαμπαν σαν πετράδια στο σχεδόν σκοτάδι.

Η σήψη προχωρημένη, οι θαμώνες υποχωρούσαν, ένας απλός πλούσιος από τη Ρουμανία σφάδαζε από σουβλιές στο στομάχι. Το παρασκεύασμα του στοίχισε το μεταξωτό πουκάμισο, το σακάκι και τον ύπνο. Ο Σερπέντης άφαντος.

Ξημέρωσε.

Το γάλα διανεμήθηκε στην Αλεξάνδρεια για την οποία λέγουν ότι διαφέρει από την έρημο χάρη στη φοινικόφυτη Corniche και τους εκκεντρικούς κατοίκους, στοιχεία αμφότερα ορατά απ’ το ξενοδοχείο Σέσιλ. Στο πλέον σκιερό σημείο, στο καφέ του ξενοδοχείου, η φιούρα του Σερπέντη κουλουριασμένη σε πολυθρόνα, μ’ ένα φλιτζάνι υποδειγματικού καφέ που θα ζήλευε όλη η κατοχική Ευρώπη. Ζευγάρι νέων Αλεξανδρινών, με αμφίεση τένις (μοιάζουν αδέλφια), ανυποψίαστο για την παρουσία του, θα πιει coca-cola.

«The “s” looks like a snake, don’t you think?»

«Κι ο “όφις” σφυρίζει σαν φίδι στους θάμνους».

«Et le serpent, aussi!»

«Πόσο απλοϊκές είναι οι λέξεις και πόσο ύπουλες!»

Συζητούσαν το πολύ δέκα μέτρα μακριά από τον ταπεινόφρονα πελάτη και, αν και η διάθεσή τους ήταν εκείνη του φιλόξενου pieds-noir, δεν τον αντελήφθησαν για να του συστηθούν. Είμαστε του κυρίου Τ., του ιδιοκτήτη. Σας αρέσει εδώ; Πείτε μας για την Ελλάδα, αντιστέκεται στον εχθρό; Έχει κανένα τρόπο να βοηθήσουμε; Η κοπέλα εθελόντρια στο στρατιωτικό νοσοκομείο, ο νεαρός σε λίγες εβδομάδες στο ναυτικό. Τα παιδιά έφυγαν, δίχως ποτέ να επισυμβούν οι ανωτέρω διαχύσεις.

Στα αριστερά του, η πόρτα της κουζίνας και πίσω της το περίσσευμα του γάλακτος της Κλεοπάτρας στο τσίγκινο δοχείο, έτοιμο να χρησιμοποιηθεί στον καφέ, το τσάι, τη ζαχαροπλαστική και αύριο τη μαγειρική. Ο ήλιος είχε νικήσει προτού καν διανύσει τη μισή του διαδρομή και τ’ αραπάκια φυγάδευσαν τους καρπούς της ημέρας στο μαγειρείο· δηλαδή τους χουρμάδες και τον ιδρώτα τους τα απίθωσαν στους μάγκες, τις γκουάφες, για να πλυθούν με το νερό του Νείλου. Ο κύκλος έκλεισε με το συνηθισμένο ξάφρισμα λίγου χασίς απ’ τον πατέρα, να το καπνίσουν στο χαυνωτικό απομεσήμερο. Η Corniche, στολίδι του Λεβάντε, έδωσε φως στην art deco, στέγη σ’ εποχιακούς ληστές, χρήμα στη Μητρόπολη, έμπνευση στους δεκτικούς, και εισέπραξε ως αντάλλαγμα κρατήρες από κοντινεντάλ διαμάχες.

Στο Σέσιλ εισήλθε φυσιογνωμικά αμφιλεγόμενη. Νέος που εζήλωνε και την αίγλη και των ανδρείων τες ηδονές. Οι υποψίες για το βίο του, την απερίσκεπτη σπατάλη, τις συναναστροφές, ανατρίχιαζαν τις Αλεξανδρινές μαθήτριες. Από γενιά σύμμικτη, διαχυτικά ως Λιβανέζος, κοκκινοτρίχης ως Σημίτης, με αέρα Ευρωπαίου, γνώριζε και γνωριζόταν από τους πάντες όσο ο ίδιος επιθυμούσε. Κάθισε απέναντι στον Σερπέντη, χωρίς διαχύσεις, χωρίς αέρα, αλλά πάντα κοκκινοτρίχης. Φιλολογική φαινόταν η συζήτηση, ο Σερπέντης έδειξε κάτι ποιήματα του νεαρού, ο νεαρός του έδωσε χαρτοφύλακα με στίχους. Το ύφος τους δεν ταίριαζε σε λογοτέχνες, κριτικούς ή εκδότες, ειδικό ο Σερπέντης δύσκολα θα έβρισκε συνάδελφο να τον αναγνωρίσει. Προφανώς, κρυβόταν κάποια ανταλλαγή απορρήτων κάτω από τη φαρσική συνάντηση. Την επομένη θα αναχωρούσε, μάθαμε, με προορισμό άγνωστο. Τι ικανότης να ελίσσεται σε χρόνους δύσκολους για ελιγμούς!

«A string o pearls», σφύριξε τα σίγμα ο εκφωνητής, αναγγέλλοντας τη νύχτα.

«Σσσσσσσσσσσσσσσπχχχχχπχχ», άρχισε η εσπερινή ρουτίνα.

«Αυτοί όλοι οι τυχοδιώκται που μαζεύτηκαν στην Αλεξάνδρεια, αισθάνομαι να με πνίγου».

«Δεν βιάζονται να γυρίσουν στα σπίτια τους, τους αρέσει, ως φαίνεται, η ζωή εδώ».

«Ο κύριος Σεφεριάδης ίσως ομιλήσει στον “Αργοναύτη”».

Σσσσσσσσσσπχχχπχχπχχχχχ.

«Θα παίξομε μπάσκετ εναντίον του στρατού αύριο, στο γήπεδο του Μίλωνος».

«Είπε το “όχι” ο Μεταξάς και γέμισε οχιές η Αίγυπτος».

Έξω στο σκοτάδι, παρά την απαγόρευση, κυκλοφορούσε ο Σερπέντης ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΠΧΧΧΠΧΧΧ… Κοντοστάθηκε, τέντωσε το λαιμό, έστρεψε το πρόσωπο δεξιά-αριστερά, αργά, αναγνωριστικά, έγλειψε τα χείλη του τινάζοντας νευρικά τη γλώσσα μέσα-έξω και συνέχισε την πορεία του εφαπτόμενος στα τοιχώματα των κατοικιών. Τα μικρά συρτά του βήματα χάραζαν τη σκόνη στα σοκάκια, αφήνοντας μια λωρίδα πίσω του, ωσάν μαροκινό μαστίγιο· ΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΣΠΧΧΧ αντηχούσαν οι συριγμοί και οι εκρήξεις. Χωρίς να χτυπήσει, άνοιξε μια πόρτα, συνηθισμένος στις διακριτικές εισόδους, και γλίστρησε μέσα.

«Ω Φίλι, εσύ εδώ;»

Σταμάτησαν οι βόμβες. Η γυναίκα που αναστάτωσε τον πυκνό καπνό —τον μύριζε κανείς στα θυρωρεία— που φόραγε ένα βαμβακερό μπουρνούζι με ξέφτια, που τα μαύρα της μαλλιά, που τα μαύρα χείλη, η γυναίκα με το κατάλευκο δέρμα που μύριζε γάλα, είπε «τα κατάφερες να επιζήσεις αθεόφοβο», ναζιάρικα, νωχελικά, έτοιμη να μοιραστεί το ακριβό κατά παραγγελίαν κραγιόν της με το ψυχρό του δέρμα. «Πώς ανακάλυψες τη νέα μου φωλιά;… Ποιος σου την πρόδωσε; Μήπως η μυρωδιά του γάλακτος;» Γέλασε δυνατά. Η λάμπα Gallé με μια βαθιά χαραγματιά —απόδειξη ότι κολλήθηκε κι οι άλλες ραγισμένες αναμνήσεις ξεπρόβαλαν σαν φόντο στο γυμνό της πόδι. «Είναι μια απαίσια τρύπα. Δεν είναι σαν το παλιό διαμέρισμα, με την απέραντη θέα στη θάλασσα, τίποτα δεν είναι σαν τα παλιά». Οι βαριές κεντητές κουρτίνες δεν βρήκαν αρκετά παράθυρα να κρεμαστούν κι απλώνονταν στο σοφά και το τραπέζι.

«Διαρκώς μου ζητάνε να φύγω, να, τούτος δω όλο μου λέει να φύγουμε μαζί, θέλει να λιποτακτήσει για χάρη μου. Δεν βαριέσαι. Μου στέλνει με την ορντινάντσα του ένα σωρό εκλεκτά φαητά και σαμπάνιες γαλλικές —πού τις βρίσκει— και καβούρια που θα βάζει το φτωχό τον ναύτη να μαζεύει… Εγώ δεν την αφήνω την Αλεξάνδρεια κι ας μας την έχουν κάνει έτσι. Που είναι τα θέατρα και οι χοροί, πού είναι τότε που δεν προλάβαινες να σιάχνεις τουαλέτες. Αχ, το σιχαίνομαι το black-out. Θες λίγη σαμπάνια; Την άνοιξα το απόεμα, δεν έχει ξεθυμάνει τόσο, είναι η τελευταία. Για μένα; Είναι υπέροχο! Φίλι μου, θα το έχω για φυλακτό, χα χα, Φίλι, φυλαχτό».

Τυλίχτηκε γύρω της ανασαίνοντας τη μυρωδιά του γάλακτος που ανέδιδε. Έσμιξαν τη μακριά τους ιστορία, την κοινή και την αλλοιωμένη. Ανάσκελα, με το στόμιο του ναργιλέ σφιχτά στην παλάμη, τον άφησε να ελίσσεται γύρω από την αψίδα της γάμπας με τις αφράτες πτυχές στην κορυφή, γύρω από τη μέση με το κορδόνι του ενδύματος άλυτο, γύρω από τις μασχάλες και το μπράτσο με θέα έναν ανάγλυφο αετό στο έπιπλο, γύρω από το λαιμό με τις μελαχρινές ρίζες των μαλλιών να γέρνουν δεξιά-αριστερά στο πέρασμα της γλώσσας, κάτω από το λοβό με την παρειά να συσπάται, με την οσμή του γάλακτος διάχυτη, με τις φωτογραφίες αξιωματικών στη σιφονιέρα. Πώς θα μπορούσαν άνθρωποι τόσο πλασμένοι για τη λογοτεχνία να ερωτευθούν εκτός κειμένου; Μικρές δαγκωματιές, γοργές, με τα πιο κοφτερά δόντια, επάνω στο πιο λείο, τρυφερό δέρμα, συχνά το αίμα να τρέχει κι όμως να του χαϊδεύει το κεφάλι ευγνωμονώντας. Το φιλί του.

Η φύση του μαραμένη· άφησε την Κλεοπάτρα με τα σημάδια και τον ναργιλέ να καπνίζει στο αναίσθητο στόμα της και διήνυσε τη φυσική του πορεία. Η μπανιέρα ξέχειλη στο γάλα, μια τρίχα τον ενοχοποίησε. Ακούμπησε το υποσάγονο και, με τη γλώσσα που είχε σκληρύνει από τα λόγια, με τα δόντια που είχαν μολυνθεί από τα δήγματα, βούτηξε στο γάλα, ήπιε πασαλείφτηκε· τον διασκέδαζε τόσο αθώα το άσπιλο χρώμα και η φρεσκάδα του υγρού. Χαμογέλασε στις φυσαλίδες που έσκαγαν μπρος στα μάτια του. Έτοιμος να γευτεί τον ύπνο, αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρα και κουλουριάστηκε μονάχος κάτω από τα άστρωτα σεντόνια.

Η πόρτα χτύπησε, η γυναίκα, με τα μάτια πρησμένα, φόρεσε κιμονό. το νεαρό αραπάκι με το αραιό αξύριστο μουστάκι χαμογέλασε με το αφελές χαμόγελο που ήξερε ότι έπειθε την κυρία. Κρατούσε τα μεγάλα δοχεία ανοιχτά, με την κουτάλα κρεμασμένη στο ένα. Του χαμογέλασε κι εκείνη με μισάνοιχτα μάτια. «Όχι σήμερα, αγόρι μου. Δεν μπορώ».

Την ακολούθησε ζητιανεύοντας, «Μόνο για λίγο», «Θα κάνω γρήγορα», ως το λουτρό.

«Είναι μέσα ένας αστυνομικός», μηχανεύτηκε για να τον ημερώσει.

Ο μικρός άδειασε τα δοχεία στην μπανιέρα βιαστικά, μισοτρέμοντας.

«Ξέρει τίποτα για μένα; Είδε το γάλα; Ρώτησε; Είναι μέσα ξύπνιος;»

«Κοιμάται, μόνο βιάσου και μην κάνεις θόρυβο».

Στην ταραχή του, το ένα δοχείο γλίστρησε και κοπάνησε στα πλακάκια. Έτρεξε έξω να φέρει από το γαϊδούρι τα άλλα δύο. Του χύθηκε γάλα στο διάδρομο, το πασάλειψε με την κελεμπία, δυσκολεύτηκε, τα μάτια του ήταν ακόμα γουρλωμένα. Χάραζε.

«Πέρνα όταν τελειώσεις. Θα έχει φύγει», τον λυπήθηκε.

Δεν φάνηκε αν άκουσε.

Η γυναίκα πήρε το δρόμο για την κρεβατοκάμαρα, το κιμονό να φυλλίζει, και το γάλα με το δηλητήριο του Σερπέντη μοιράστηκε πριν ανεβεί ο ήλιος, στο Σέσιλ και τις γειτονιές, σε καλοπροαίρετους εκκεντρικούς, σε πατριώτες αθλητές, σε φλύαρους στρατιωτικούς και στα υπόλοιπα παιχνίδια της Κλεοπάτρας. Ακόμη κι όταν το έμαθαν, δεν άλλαξε τίποτα.

Φαίδων Ταμβακάκης, «Τα παιχνίδια της Κλεοπάτρας», Η υστάτη και τέσσερις σπουδές, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1991, σ. 129-137.