Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η κουβέντα με τη θάλασσα δεν τελείωσε.
Ούτε τα βήματά σου προσπέρασαν μακριά και γοργά
της αρχικής πληρότητος τα όρια.
Σπίθες που από εστίες φωτιάς ξεπηδούν
και στην ακτή σου ξεγλιστρούν
όπου το νερό και η φωτιά
σελίδες δύο γίνανε
κι ένα σημείο θαυμαστό.
Ορίζοντας λουσμένος φως
κεντημένος με ψιθύρισμα βουβό,
αγωνία αποχαιρετισμού του ερωτευμένου που προσμένει
εσένα εδώ και χρόνια
μια συνάντηση κι ένα τέλος ελπίζει
το στήθος σου με ιστορίες πολλές γεμίζει
κι η θάλασσα που μπροστά σου γονατίζει
όπως και τώρα κι ονειροπολεί
την βασιλική σου την πομπή να δει
και μέσα στο θρόνο σου τον πορφυρένιο
στ’ ανάκτορά σου να μπει
ένα κομμάτι από τον εαυτό της σου χαρίζει.
Απλώνει τα χέρια της σ’ αγκαλιάζει
μα εσύ το μυστικό σου εξακολουθείς
να μην θέλεις ν’ αποκαλύψεις
μήπως άραγε την αποκρούεις
ή τα δίχτυα του έρωτά σου ρίχνεις
και περιμένεις σ’ αυτά η θάλασσα να μπλεχτεί;

Πίσω από την πλάτη σου η αμμουδιά
απλώνεται
στην όψη σου δύο πρόσωπα
εναλλάσσονται
μια η μεσογειακή κοψιά
κι η άλλη όψη που την αρχή της ποθείς
και ονειρεύεσαι.
Το κεφάλι σου είναι τώρα βουτηγμένο…
Και στον χιτώνα σου είναι απάνω κεντημένα
πολύχρονου ταξιδιού απομεινάρια
υπόλοιπα μιας ολόκληρης ζωής
όλα σφιχτοραμμένα
με του παραμυθιού την κλωστή.
Λοιπό τι θέλεις τώρα; τι προσμένεις;
Βουτιά προς το άγνωστο
ή πισωγύρισμα στο χθες επιθυμείς;
να ξαποστάσεις και να λαγοκοιμηθείς;
Τι θέλεις λοιπόν τώρα; τι προσμένεις;
ένα παρελθόν που προσδοκά
την αναβίωση του παραμυθιού,
και σε δύο όνειρα ανάμεσα
προς τον ήλιο στρέφεσαι
ύστερα φεύγεις … χάνεσαι,
κι από τα μάτια σου κυλάει
ένα δάκρυ του «Δία»
μα εσύ στο βάδισμά σου διατηρείς
τη γοητεία της Ρώμης
ζωγραφισμένη,
στ’ αυτιά σου μια κραυγή
από το εωθινό κάλεσμα
του μουεζίνη για προσευχή.
και το ερώτημα που μένει;
βρήκες άραγε τον σωστό σου δρόμο;
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια.

Του φθινοπώρου σου ο ουρανός όταν
εσήμανε τα σμήνη του τάραξαν
τις απέραντες ακτές σου.
Από τα πέρατα ακούστηκε ο βοράς
να ξεπηδάει, από τα στήθια σου χιονιάς
με χιτώνα βρεγμένο να σε προσκαλεί
έλα … φίλησέ τον
στις πτυχές του αγκάλιασε
έναν έρωτα που όλος κρύβεται
μαζί με πλήθος απ’ όνειρα κι ελπίδες
τέχνη γεμάτη ζωγραφιές
εικόνα από άστρα κρυμμένα
μα εσύ τα ολόλευκά σου παράθυρα
ορθάνοιχτα αφήνεις
ούτε της ζωής την ταπεινότητα αποδέχτηκες.
Οι Τάταροι που σήμερα σε λεηλατούν
και πάνω στα στήθια σου πύργους κτίζουν
για τα κάστρα τους τα ψηλά καμαρώνουν
κι υπερήφανα διαλαλούν.
Είναι αυτοί που τη θάλασσα σκοτώνουν
και των ματιών σου το φως σβήνουν
τον ούριο άνεμο κυνηγούν
την ελευθερία να φυλακίσουν.

Έρχονται από τον χρόνο τον άγονο
σαν φωτιά σαν ακρίδες ή ωσάν
των βαρβάρων η επέλαση
τι άλλο επιδιώκουν περισσότερο
πέρα από τη σφαγή σου
τι άλλο θέλουν από σένα το θύμα
πέρα από το να σε γδάρουν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια

της ζωής παλμός νεανικός
και αναστήσου όρθια
στον πυθμένα της θάλασσας ρίξε
εισβολείς που θαρρώ τόλμησαν
το πρόσωπό σου το όμορφο να λερώσουν
τα παράσημά σου τα λαμπερά να χαλάσουν
άρπαγες να γίνουν
και να σε υποδουλώσουν προσπαθούν
μόνη σου τώρα προχώρα
την απόφαση να πάρεις
και γίνε η Αλεξάνδρεια
και της ύπαρξής σου η όψη
ποτέ να μην εκλείψει.
Από τους συκοφάντες σου μη θορυβείσαι
των Τατάρων ο στρατός τις τύψεις
της αμαρτίας δεν γνωρίζει
στον δρόμο του ονείρου πορεύσου τώρα
προχώρα
ετούτη η αρχή σου
είναι της έναρξης η ώρα.
Τα λόγια του κόσμου μη λογαριάζεις
τώρα που γύρω σου η θύελλα δυναμώνει
τα πρόσωπα που ξύπνησαν καραδοκούν
τα φαράγγια εκβράζουν τους νεκρούς
από της γης τα σωθικά
που ο πυθμένας της κοχλάζει
ψυχορραγεί … προσεύχεται …
αναρωτιέται μήπως ξεψυχάει …
τελειώνει ή μήπως η θάλασσα φεύγει
απομακρύνεται … αργοσβήνει ή κρύβεται.
Οι γλάροι κλαίνει
στην ακτή τη θλιμμένη ένα δάκρυ χύνεται
του Καβάφη του μοναχού που σαν κερί λιώνει
πέφτει … καίει μονομιάς
τα αμαρτήματα … τις σκέψεις της νύχτας
σαν γύπας οι εφιάλτες
επάνω του ορμούν
και προς το τέρμα τον οδηγούν.
Μ στη σπηλιά του αυτός αντιστέκεται
του φόβου τα στρατεύματα αποκρούει, μάχεται
προσπαθεί από του πρωιού το φως
να κρυφτεί κι από τον ερχομό των βαρβάρων.

Αν στην ανοχύρωτη πόλη του έρθουν
θα ήταν ο ερχομός τους μια λύση
αν ο Νταρίλ στη λάσπη πέσει
και στα λασπόνερα κολυμπήσει.
Αν στης νύχτας τα καταγώγια τρέξει
τη φωτιά που σαν καμίνι φουντώνει
μέσα του προσπαθώντας να σβήσει
με τα νύχια του ενώ οι φίλοι
που βιαστικοί ανάλαφροι ήρθαν
στα βάθη της ψυχής τους εύχονται
να ’ναι μακρύς ο δρόμος
την κάθε στιγμή να χαρούνε…
Μέσα στα μάτια του βαθιά
τον ορίζοντα κλείνει…
την θάλασσα φαντάζεται πνιγμένη
το καταγώγιο γεμάτο καπνό και μουσικές
και δυνατές βαρβαρικές φωνές.
Κι αυτός είναι ένας ερωτευμένος
που από τις αμαρτίες γοητεύεται
πάντα παραπλανιέται
δεν βλέπει παρά φαντάσματα
το πρόσωπό σου το ανατολίτικο αν
αφουγκραστεί μια μέρα
φως η καρδιά του θ’ αναβλύσει.
Άφθονες υποσχέσεις περιμένει.
Αναρωτιέται πως τον φάρο σου που λάμπει
και με καμάρι ακτινοβολεί δεν μπόρεσαν
οι βάρβαροι να δούνε.

Φαρούκ Σούσα, «Αλεξάνδρεια», Συνομιλώντας με τον Καβάφη, επιμ. Νάσος Βαγενάς, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 49-54.