Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Αφήγηση Δημ. Καλαϊτζάκη

από Γαλατά (17-12-83)

Τότε, στο κίνημα του Ιούλη 1938 υπηρετούσα τη θητεία μου στο 14 Σύνταγμα. Ήμουν δεκανέας πολυβόλων. Αποβραδίς μας είχε συγκεντρώσει ο λοχαγός μας Αποστολάκης από τα Νοχιά. Είχαμε μείνει μερικοί βαθμοφόροι και στρατιώτες – καμιά εκατοστή όλοι – όλοι, για την εκπαίδευση της κλάσης του 1938 που επρόκειτο να παρουσιαστεί. Μας είπε: «Παιδιά απόψε θα γίνει κάτι. Εργατική απεργία είναι, επανάσταση είναι, δεν ξέρω. Ό,τι και να γίνει εσείς θα κάνετε όπως σας διατάξω εγώ. Είμαστε επιφυλακή».

Μια ομάδα πήγαμε κατά τα μεσάνυχτα περίπολο προς το δρόμο της Κισάμου, περάσαμε τη γέφυρα του Κλαδισού και καθήσαμε εκεί που ήτανε η «κουκουναρά» στην Παρηγοριά. Επικεφαλής μιας ήταν ένας Ανθυπασπιστής, ο Μαστρογιωργάκης. Μετά από καμιά ώρα, φάνηκαν πολλοί ένοπλοι στο δημόσιο δρόμο με κατεύθυνση τα Χανιά. Μας είπε, δεν θα πυροβολήσετε αν δεν σας πω. Σαν πλησίασαν μερικοί ένοπλοι, καλεί ένα ιδιαιτέρως και του λέει να μη συνεχίσουν από τον αμαξωτό δρόμο, γιατί παρακάτω στη γέφυρα ήταν άλλο περίπολο, αλλά να μπουν στα λιόφυτα δεξιά και να παρακάμψουν τη γέφυρα.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος, ούτε να σκοτωθούμε, ούτε να σκοτωθείτε, είπε. Μερικοί από τους ενόπλους ήταν χωριανοί μου από το Γαλατά, όπως ο μπάρμπας μου ο Γιώργης ο Κορωναίος, ο Στεφανής ο Ψαρομίλιγγος, ο Μιχάλης Μουμουτζής, οι αδελφοί Σπύρος και Μανώλης Γερογιάννης και άλλοι, μερικοί ήταν από το Δαράτσο. Οι ένοπλοι μπήκαν στα λιόφυτα κι εμείς γυρίσαμε στη στρατώνα. Είμαστε όλοι σε αγωνία, τι θα γίνει με το κίνημα, τι θα κάνουμε, εγώ ήμουν αποφασισμένος να μη χτυπήσω και γίνω φονιάς των χωριανών μου ή όποιων άλλων.

Η αγωνία μου μεγάλωσε όταν γυρίζοντας στη στρατώνα, ο λοχαγός μου μού έδωσε ένα πολυβόλο Σεντετιέν και το έστησα στην κεντρική πύλη, με στόχο το δρόμο της Σούδας. Άλλο ένα πολυβόλο Χότσκινς έδωσε στον Ποντικάκη και το έστησε δίπλα στο δικό μου. Πριν ακόμα ξημερώσει ακούσαμε φασαρία προς του Βώμου, στην είσοδο της πόλης, στην περιοχή του Ορφανοτροφείου. Και σε λίγο ποδοβολητό πολλών ανθρώπων που έτρεχαν στον κεντρικό δρόμο προς τη στρατώνα, πυροβολούσαν και φώναζαν διάφορα συνθήματα, «Κάτω ο Μεταξάς… Κάτω ο φασισμός… Στρατιώτες μην πυροβολείτε, δεν τάχουμε μαζί σας» και άλλα. Εγώ είχα βάλει στο πολυβόλο την ταινία με το πώμα άσφαιρου βολής και έρριξα δυο-τρεις ριπές. Μετά με διέταξε ο λοχαγός να βάλω ένσφαιρα, ήταν φοβερά εκνευρισμένος, μας λέει προσέχετε που ρίχνετε κι εμείς προσέχαμε φυσικά, ρίχναμε στον αέρα ψηλά, οι σφαίρες χτυπούσαν πάνω στις λεύκες, μερικές χτύπησαν και το σπίτι που καθόταν τότε ο Γενικός Διοικητής Σφακιανάκης. Οι ένοπλοι έτρεχαν κατά πάνω μας φωνάζοντας «Κάτω ο Μεταξάς… Δημοκρατία… Είμαστε αδέλφια» και άλλα. Πυροβολούσαν και αυτοί άλλα δεν χτυπήθηκε κανείς από μας, που είμαστε στην πύλη ακάλυπτοι. Σαν να είμαστε συνεννοημένοι έρριχναν κι αυτοί στο γάμο του καραγκιόζη, που λέμε. Σε λίγο έπεσαν πάνω μας, άλλοι ίσια στην πύλη, άλλοι πήδησαν από τον περίβολο. Γέμισε ένοπλους η στρατώνα. Μας αγκάλιαζαν, μας φιλούσαν. Ανάμεσά τους και οι χωριανοί μου οι Γαλαθιανοί που είπα παραπάνω, ο Δημοσθένης Παπαντωνάκης, ο Αντώνης ο Τσουρουνάκης. Κανείς δεν μας πείραξε, τα πολυβόλα έμειναν εκεί στη θέση τους, δεν μας αφόπλισαν. Ο Τσουρουνάκης έκανε μια κουζουλάδα και παραλίγο να χάσει τη ζωή του άδικα. Ξάπλωσε κι έριξε μια ριπή με το πολυβόλο στον αέρα, ενώ μπροστά και ολόγυρα βρισκόταν πολλοί ένοπλοι, και άοπλοι πολίτες. Μερικοί μπήκαν στους θαλάμους και πήραν όσα όπλα βρήκαν. Αργότερα έσπασαν τις αποθήκες οπλισμού στο Καστέλλι και πήραν πολλά όπλα. Ξέχασα να πω πως πάνω στο σημαιοστάσιο, δηλαδή ακριβώς πάνω από την πύλη, όπου είχαμε στήσει τα πολυβόλα, ήταν ο Διοικητής του 14 Συντάγματος Ποθουλάκης Σταμάτης, ο επιτελάρχης Σακόρραφος και άλλοι αξιωματικοί. Ο Ποθουλάκης διέταξε να βάλουμε με ένσφαιρα. Μόλις το άκουσα πετώ πάνω τα ωστήρια, βγάζω τις ταινίες με το πώμα άσφαιρου βολής και βάζω τις πραγματικές ταινίες. Έτσι δεν θάβγαιναν οι σφαίρες και θάσπαζε το πολυβόλο. Το είδε όμως ο λοχαγός μου Αποστολάκης και με άρπαξε «Σκύλε θα μας σκοτώσεις όλους». Μετά απ’ αυτό έβαλα κι εγώ μερικές ριπές στον αέρα.

Οι επαναστάτες έπιασαν τον Ποθουλάκη, το Σακόρραφο, δεν τους πείραξαν κάπου τους πήγαν, περίμεναν τον Καφάτο ν’ αναλάβει τη Διοίκηση του Συντάγματος, αλλά δεν φάνηκε. Πιο κάτω από τη στρατώνα ήταν τα γραφεία του 14 Συντάγματος, όπου οι επαναστάτες έπιασαν την ώρα που συνεδρίαζαν το Γενικό Διοικητή Κρήτης Σφακιανάκη, το Γραμματέα της Διοίκησης Ιππόλυτο, το Μέραρχο και άλλους. Εμείς οι υπαξιωματικοί και στρατιώτες μείναμε στη στρατώνα, κάναμε παρέα με φίλους μας επαναστάτες, δεν είχαμε διοίκηση, κάναμε του κεφαλιού μας.

Κατά το μεσημέρι ήρθε ο Μητσοτάκης στη στρατώνα και μας είπε να ετοιμαστούμε να πάμε στο Ρέθεμνο. Πήραμε συσσίτιο και περιμέναμε να φύγουμε, όμως μετά το μεσημέρι άλλαξαν τα πράγματα, μαθεύτηκε πως δεν έγινε αλλού κίνημα, ούτε στην άλλη Κρήτη, οι ένοπλοι έφυγαν για τα χωριά τους, ήρθαν οι αξιωματικοί μας, βγάλαμε ξανά περίπολα στους δρόμους, εμείς στήσαμε πάλι τα πολυβόλα στην πύλη και περιμέναμε. Ο λοχαγός μου Αποστολάκης μου είπε: «Καϋμένε Καλαϊτζάκη, την πάθαμε. Θαρρώ πως θάρθω στο χωριό σου να φυλάω διάνους». Σε μερικές μέρες με κάλεσαν για ανάκριση στη Λέσχη Αξιωματικών, ανακριτής ο Γαρέζος, μ’ έπιασε με το καλό να του πω για τους Αξιωματικούς, ποιος με διέταξε να βάλω άσφαιρα, πότε έβαλα πραγματικά πυρά κ.λ.π. Όταν του απάντησα πως δεν ξέρω τίποτα, έκανα του κεφαλιού μου, με απείλησε πως θα με στείλει στο Στρατοδικείο. Με πήρε και με πήγε στον Τσολάκογλου, μου είπε πως θα με τιμωρήσει μόνο πειθαρχικά, αλλά εγώ επανέλαβα τα ίδια. Μ’ έδιωξε έξαλλος: «Πάρτε τον… θα σε τσακίσω… θα σε τουφεκίσω… θα σαπίσεις στη φυλακή…». Με έκλεισαν στις στρατιωτικές φυλακές του Φιρκά, στην απομόνωση. Διοικητής ήταν ένας λοχαγός Ζουλινάκης από το Ρέθεμνο, βενιζελικός και το κοκκαλάκι του. Το βράδυ μου λέει έχεις πολιτικά ρούχα; Είχα ένα κοστούμι σε συγγενικό μου σπίτι στη Σπλάντζια, πήγε ο ίδιος και τόφερε και βγαίναμε κάθε βράδυ έξω.

Σε είκοσι μέρες πέρασα στρατοδικείο, μαζί με τον Ποντικάκη, και Αθανασάκη από τον Πλάτανο, κατηγορία παράβαση στρατιωτικής εντολής, παράβαση καθήκοντος κ.λ.π. Καταδικαστήκαμε οκτώ μήνες ο καθένας. Είχαμε δικηγόρο το Γιώργη το Σαρρή, έκανε μια καλή αγόρευση. Παράβαση καθήκοντος κάναμε, όπως είπε, αν γεμίζαμε το δρόμο από πτώματα συμπατριωτών και συγγενών μας. Αυτοί που σήκωσαν τα όπλα δεν ήταν εγκληματίες, ήταν αγνοί πατριώτες πολεμιστές στη Μικρά Ασία, τραυματίες στους πατριωτικούς πολέμους, δεν σήκωσαν τα όπλα κατά της πατρίδας, αλλά για τη Δημοκρατία και άλλα πολλά. Ο Πρόεδρος τον διέκοπτε, αλλά αυτός έλεγε και άλλα. Ο πατέρας μου που παρακολουθούσε τη δίκη, όταν ένας σπιούνος του είπε πως θα με καταδικάσουν σε θάνατο, είπε: «Καλύτερα ένας, ο γιος μου παρά πολλοί εξ’ αιτίας του».

Κάναμε πέντε – έξη μήνες στο Φιρκά. Μετά μας έδωσαν χάρη για το υπόλοιπο. Όταν γύρισα στη στρατώνα, ο λοχαγός μου μ’ έβαζε κάθε βράδυ φρουρά, με ειρωνευότανε: «Άντε επαναστάτη… Άντε προδότη…» Βγήκα παραπονούμενος στην αναφορά. Με έστειλαν φρουρά στις μπαρουταποθήκες, όπου το πεδίο βολής… Από κει πήρα το απολυτήριο… Είμαι περήφανος που βοήθησα κι εγώ με τον τρόπο μου το κίνημα, όπως είμαι περήφανος που πήρα και στην κατοχή μέρος στην Εθνική Αντίσταση…

Βαγγέλης Χατζηαγγελής, «Αφήγηση Δημ. Καλαϊτζάκη», Το αντιδικτατορικό κίνημα της Κρήτης, Χανιά 1986, σ. 161-164