Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Αθώοι και φταίχτες

Αγνώριστο σήμερα το Κουμ Καπί, Μαϊάμι μπιτς, κοσμοπολίτικο! Του ’ρθε να γελάσει· που το αστείο, κύριε, επέπληξε τον εαυτό του. Αυτό που έγινε στο Κουμ Καπί πριν από είκοσι περίπου χρόνια, επί δημαρχίας Κατσανεβάκη, θα μείνει. Θυμόταν τα φτωχόσπιτα και τις τρώγλες, ούτε το Άνω Κουμ Καπί, η γειτονιά του, πήγαινε πίσω, εκείνα τα δύσκολα χρόνια της δεκαετίας του ’50, δες τους όμως τώρα πόσο αναπιαστήκανε, ξανάχτισαν τα σπίτια τους, τα σοβάντισαν, τα καλλώπισαν, άλλοι τα γκρέμισαν κι ανύψωσαν παράνομα μικρούς ουρανοξύστες, σε εμβαδόν πέντε επί δέκα εξαώροφες πολυκατοικιούλες, χτίστηκαν ως και μέγαρα σούπερ μοντέρνα στο Κουμ Καπί, θα ξηλωθούν οσονούπω, μαθαίνει, και τα βρομιάρικα αλμυρίκια, θα φυτευτούν αρχοντικοί φοίνικες, λύθηκε το αποχετευτικό, μόνο τα όμβρια νερά τρέχουν πια από τους παλιούς υπονόμους στη θάλασσα, καθαρίστηκε και η ανατολική τάφρος, διώχτηκαν οι τρωγλοδύτες από τα τείχη, στήθηκε και θέατρο πρωτοποριακό εκεί, καλλισωλήνειο το λένε κάποιοι, ειρωνικά ή χαϊδευτικά δεν έχει σημασία, σημασία έχει πως τα Χανιά προοδεύουν και εκσυγχρονίζονται. Πολλές φορές το έχει σκεφτεί. Υπάρχουν άραγε στα Χανιά φτωχοί; Ξέρει πολύ καλά τι εννοεί. Όλοι πασχίζουν και όλοι αγωνίζονται για το καλύτερο και όλοι μπορεί να είναι χρεωμένοι στις τράπεζες, τους βλέπει όμως ότι τα καταφέρνουν, έπηξε η πόλη στ’ αυτοκίνητο και στο λούσο, ακόμη και οι πιο φτωχοί στα Χανιά έχουν και με το παραπάνω τα απαραίτητα για να ζήσουνε!

Πέρασε από το καφενείο «Άσωτος Υιός», χαιρέτησε μ’ ένα νεύμα τον ιδιοκτήτη που στεκόταν στην είσοδο. Ωραίο κι αυτό! Σπουδάζεις, σπουδάζεις, παίρνεις το πτυχίο σου, το κορνιζάρεις, κι ύστερα καταλήγεις καφετζής ή ταβερνιάρης. Αυτό θα πει πρόοδος! Στην Πύλη της Άμμου του φάνηκε ότι κάποιος τον είχε πάρει στο κατόπι. Σταμάτησε στα κάγκελα της παιδικής χαράς, δίπλα στην ντάπια με το λιοντάρι, για να βεβαιωθεί. Ο άγνωστος τον προσπέρασε. Και τώρα, μάγκα μου, σε πήρα εγώ στο κατόπι. Βάδιζε όσο πιο αργά μπορούσε, προχώρησαν για λίγο στη Δευκαλίωνος, ο άγνωστος κοντοστάθηκε και κοίταζε με προσοχή ένα χάλαρο. Ο Κυριάκος αναγκάστηκε να τον προσπεράσει. Αισθανόταν πίσω του τον άγνωστο, είχαν βγει πια στον μυχό του Τερσανά, στις Λιβιέρες. Είχε κόψει βηματισμό διαολισμένος. Τον έφτασε ο ξένος, είχε ξεκρεμάσει τη φωτογραφική μηχανή από τον ώμο του κι έκανε πως ρυθμίζει το φωτόμετρο και την απόσταση για ν’ αρχίσει να τραβάει φωτογραφίες. Δεν είχε προχωρήσει ούτε τρία μέτρα και τον άκουσε πίσω του να παρακαλεί με την μπάσα φωνή του αν θα μπορούσε να του τραβήξει μια φωτογραφία μπροστά στα Νεώρια του Μόρο· πισωγύρισε ξαφνιασμένος ο Κυριάκος, «πολύ ευχαρίστως» είπε· ο άγνωστος χαμογελούσε, του ανταπέδωσε το χαμόγελο. Πήρε τη μηχανή στα χέρια, μια παλιά Νίκον, ο άγνωστος στάθηκε μπροστά στην αποθήκη, ο Κυριάκος τον κοίταζε μέσα από τον φακό. Δερμάτινο καφέ σακάκι, κουρεμένος, περιποιημένο μούσι, πουλόβερ, μοκασίνια, παντελόνι κοτλέ, μάλλον ψηλός, μάτια βαθιά μπλε, σχεδόν μαύρα, μπορεί και μαύρα, σκουρόχρωμος, τα δόντια του κάτασπρα, ένας συνηθισμένος άντρας, σκέφτηκε ο Κυριάκος, ντυμένος σπορ στις αποχρώσεις του λαδί, ακόμη κι άσχημο θα τον έλεγες, εξαιτίας της γαμψής μύτης του, με λεπτά, σχεδόν ανύπαρκτα χείλη, κι όμως, τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να σου τον κάνει συμπαθή, ακόμη και γοητευτικό; η έκφραση των ματιών του; το χαμόγελο; το ωοειδές σχήμα προσώπου; Του επέστρεψε ο Κυριάκος τη φωτογραφική μηχανή με διάθεση να τον ρωτήσει από πού είναι, ξένος μήπως; Ο άγνωστος όμως τον πρόλαβε. Ξένος, αλλά ο πατέρας του είχε γεννηθεί κι είχε μεγαλώσει στα Χανιά. Πάνω από είκοσι, λέει, χρόνια είχε φύγει. Και ποτέ δεν τα λησμόνησε. Προς στιγμήν ξαφνιάστηκε ο Κυριάκος με την προκλητική διάθεση του ξένου, να τα πει όλα και γρήγορα, σαν να τον προκαλούσε να ρωτήσει και άλλα, ή και το ακριβώς αντίθετο, σαν να ’θελε να τον αποθαρρύνει να ζητήσει περισσότερες πληροφορίες.

Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες, Πατάκης 2004, σ. 270-272