Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Από τότε, όποτε βλέπω από μακριά τον πάτερ στον δρόμο, στρίβω απ’ αλλού, να μην τον απαντήξω. Εγώ τώρα την ώρα του Κατηχητικού γυρίζω εδώ κι εκεί. Έτσι έκανα και τη γνωριμία μου με τον Σαλή. Ένας γέρος μαύρος με χείλια πρησμένα. Ο Σαλής χαμαλεύει στα βαπόρια για να εξοικονομεί το χρειαζούμενο. Μου παίρνει κι ένα κοκοράκι μαντζούνι. Στο Σαντριβάνι υπάρχει ένα ψηλό χτίριο που έχει τουρλωτή σκεπή. Το κοιτάζει και βουρκώνει. Και στον Αϊ-Νικόλα υπήρχε τζαμί. Άμα πει τη λέξη τζαμί, γονατίζει. Μου λέει και παραβολικές ιστορίες του αράπη Θεού. Σαν το έμαθε όμως η μάνα μου πως έχω τέτοια συναναστροφή, παρά λίγο να σκάσει. Ακούς, με χαλικούτη! Το ίδιο βράδυ ο πατέρας μού εξήγησε πως ο Σαλής δεν έχει χριστιανική πίστη. Τότε εγώ του το ξέκοψα, ο Σαλής είναι καλός κι εγώ τον αγαπώ. Έμεινε λίγο δίχως να βγάνει άχνα, μετά με ρώτησε πού βρίσκεται να τον βιζιτάρουμε. Του λέω εγώ, και τ’ άλλο βράδυ πάμε να τους κάμω τις συστάσεις. Ο Σαλής έχει ένα κονάκι που όλο μυρίζει γλύκισμα τηγανισμένο. Ο πατέρας χαιρετιέται με τον Σαλή κι ύστερα φουμέρνουν. Λένε διάφορες κουβέντες, σε όλα συμφωνούν. Κι άμα γινήκαν φίλοι, πήγαμε να με τρατάρουν λουκούμι στο καφενείο. Από τότε τον καλούμε συχνά στο σπίτι μας να τρώει το βρισκούμενο. Η μάνα μου όμως ξινίζει το μούτρο της, γιατί μυρίζει ο Σαλής. Της λέω: άμα είχε σαπούνι θα πλυνόταν, κι αφού είναι ποθαμένη η γυναίκα του, πώς να μη μυρίζει. Είχε και τρεις γιους, αλλά αυτοί πήγαν στην άλλη τους πατρίς που λέγεται Τουρκία. Εκεί μαζώχτηκαν όλοι οι χαλικούτηδες, όταν τους διώξαμε εμείς. Ο Σαλής όμως δεν εννόγα να ξεριζωθεί, μας ήθελε πολύ εμάς κι έμεινε, ο δυστυχής, μαζί μας. Ποιον ενοχλεί, της λέω, ξέρει και τόσες ιστορίες μεταξύ των χριστιανών και των χαλικούτηδων. Διάφορα περιστατικά αληθινά. Άμα σου τα πει, δεν έχεις τι να κάμεις τα δάκρυά σου.

Εμένα τώρα που πατέρας τον έκανε φίλο με παίρνει και γυρίζουμε σε διάφορα μέρη. Έτσι μαθαίνω πολλά καθέκαστα για όλα. Περπατούμε στην προκυμαία κι ακούμε τη θάλασσα. Σαν το κύμα και η ζωή του ανθρώπου, μου λέει. Όταν βγαίνουμε στον Φάρο, μας χτυπά το κύμα κι από τις δυο μπάντες. Ο Φάρος έχει ένα παραπόρτι, απ’ όπου μπαίνεις μέσα. Αλλά κανείς δεν μπαίνει πια ν’ ανεβεί ψηλά, γιατί ο Φάρος είναι ετοιμόρροπος. Ήταν μια φορά ένας άνθρωπος που κόλλησε δυο φτερούγες να πετάξει από τον Φάρο, κι είχαν μαζωχτεί όλοι οι πολίτες να τον δουν. Οπότε σωριάστηκε στους βράχους κι έσπασε τα κόκαλά του. Την έπαθε δηλαδή παρομοίως με τον Ίκαρο, που αυτός πάλι όλο ψηλά και ψηλά ήθελε, ωραία είναι από ψηλά, πού είναι όμως τα φτερά σου, ανέμυαλε; Ούτε πουλί είσαι. Είσαι για να πορπατείς και να πηγαίνεις ίσια, λέει ο Σαλής. Αλλά μετά λέει πάλι: και πού είναι το ίσια; Προσπαθώ κι εγώ να το σκεφτώ, ξεφεύγει όμως σ’ άλλα πολλά το μυαλό μου. Καλύτερα έτσι, να βλέπω τους στρατιώτες που φυλάγουν το πανί, τη Γαλανόλευκη. Μια φορά μου είπε ο πατέρας να μην κάνω δύσκολες σκέψεις, δεν απαντιούνται όλα, προτιμότερο στην ηλικία μου να βλέπω μόνο. Είναι πολύ όμορφα να κάθεσαι στον Φάρο, σαν γέρνει ο ήλιος, και να αγναντεύεις το πέλαγος. Σαράντα χρόνους χαμαλεύω στα βαπόρια, λέει ο Σαλής.

Το κύμα σκουντά στα τοιχάκια, από μέσα μου ένας φόβος σιγανός με κρυώνει στις άκρες των ποδιών μου. Πάμε να φύγουμε τώρα, με πιάνει κι αγριεύω. Έχω και πολύ εύθραυστη υγεία, λέει η μάνα μου, γυαλί. Δεν κάνει να με φυσούν αέρες. Προτιμώ να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου και να κοιτάζω τις βρεγμένες μαργαρίτες στο πλουμιστό χαρτί. Θα ξαπλώσω στο κρεβάτι και θα φαντάζομαι τον Κογκό. Ο Κογκός πίσσα ολόμαυρος, με το τουμπελέκι του, κι άφηνε ολόγδυμνα τα κανιά του. Ο Κογκός να δεις, φούμερνε τρία τρία τα τσιγάρα, ένα από το στόμα, δυο από τα ρουθούνια της μύτης τους. Παλιότερα, που γιορτάζαν κι οι χαλικούτηδες την Πρωτομαγιά, έμπαινε πρώτος, σαν οδηγός, στη σειρά και πηγαίναν.

Ο Σαλής αργοπορεί κι εγώ θα κοιμηθώ αδιάβαστη. Πριν από μια βδομάδα με κοπάνησε πάλι ο δάσκαλος. Ήμουν ορθή στον πίνακα να του γράψω τη λέξη θύρα. Κι όλο μπέρδευα τα ι, εφόσον έχουμε πέντε. Πού να ξέρω εγώ ποιο πάει στη λέξη. Εμένα μου πήγαινε το η τέτοιο. Οπ, τρεις ραβδιές. Αυτό θα πει κυνήγι. Από πού βγαίνει έτσι, η πόρτα που πάει να πει θύρα να γίνεται κυνήγι, έσκασα ως να το σκεφτώ και το γράφω με το άλλα που γίνεται από το ε. Οπ, πέντε ραβδιές, σύνολον οκτώ ραβδιές. Γυρίζω να δω τα πόδια μου, μήπως άνοιξαν να τρέχει το αίμα. Και μου ξεφεύγει το άλλο, που γίνεται από το ο. Οπ, άλλες δυο ραβδιές, σύνολον, μετρώ, δέκα. Μετρούσα τις κοπανιές του κι έλεγα πότε θα σταματήσει, πλησίαζε η ώρα, εφόσο τέλειωναν και τα διάφορα ι. Έβαλα επιτέλους το μπαστουνάκι, μήπως είναι αυτό, πως δεν το είχα σκεφτεί, που είναι το πιο συνηθισμένο, και μου δίνει μαζεμένες άλλες πέντε, σύνολον τώρα δεκαπέντε, λύγισαν τα γόνατά μου. Ποιο άλλο ι υπάρχει, βρε ζώον; με ρωτούσε. Έκλαιγα και του είπα το κυπελλάκι. Κι αυτό ήταν. Τι περιμένεις, ζώον; βάλ’ το και μ’ έσκασες. Το ’βαλα με τρεμάμενο χέρι και τότε είδα πόσο πολύ της πήγαινε της λέξης το κυπελλάκι, σαν να σου άνοιγε την πόρτα να μπεις μέσα, αλλά δεν το είχα σκεφτεί και μέχρι να το βρω με μισέρωσε ο δάσκαλος. Είπε ο πατέρας, όταν με είδε το βράδυ να σέρνομαι, ότι θα τον μηνύσει άλλη φορά, άμα με φέρει σε τέτοιο παρανομαστή.

Τώρα όμως πρέπει να αφήσουμε το Φάρο και να βιαστώ, γιατί δεν ζωγράφισα το χωριό που πρέπει στην αντιγραφή. Αλλά το χωριό το ξέρω απέξω. Ανεβασμένο στη ράχη του βουνού. Ρόδια που τα κρέμασε η γιαγιά μου στο δοκάρι να τα βάλει στα κόλλυβα που βράζει, όταν γιορτάζουν οι ποθαμένοι. Κορόνες σύκα λιασμένα, γι’ αυτό τα τρώνε τον χειμώνα να ζεσταίνονται. Έχει και τζίτζιφα. Μπορώ να βάλω κι ένα πουλί στολίδι. Αλλά δεν έχω όρεξη για πουλιά. Το πιο εύκολο θα είναι νύκτα στο χωριό, να πασαλείψω μαύρο όλη την αντιγραφή από πάνω, και να τελειώνω και με τα δέντρα και με τους τσαλαπετεινούς. Έτσι θα φάω πάλι ξύλο, γιατί αυτό θα πει τεμπελιά, δεν θα πει νύκτα. Κι εγώ θα βάλω τον Σαλή να κάθεται σ’ ένα σύννεφο να κοιτάζει προς τα κάτω, τη γη. Θα τον περιτριγυρίσω με στολίδια κι από τα γόνατά του θα βρέχει σερμπέτια. Αν με ρωτήσει ο δάσκαλος τι είναι, είναι ο Παντοκράτορας, θα του πω, που ευλογεί το χωριό.

Προς τη Νέα Χώρα βρίσκεται η δουλειά του πατέρα μου. Εκεί τα φουγάρα καπνίζουν όλη μέρα. Υπάρχουν πολλά χτίρια μικρά μαζί. Είναι όλα βαμμένα κίτρινα. Αυτά όλα μαντρωμένα, κοντά στη θάλασσα, τα λένε ΑΒΕΑ. Εκεί οι άνθρωποι κόβουν τα δάχτυλά τους στις μηχανές ή κανένα πόδι. Άμα τύχει σπάνε και τη ραχοκοκαλιά τους. Εμένα ο πατέρας έχει ένα δάχτυλο λιγότερο, δηλαδή εννιά μόνο, επειδή το δέκατο του το έφαγε η μηχανή. Στην ΑΒΕΑ οι άνθρωποι φορούν γαριασμένα ρούχα. Μου αρέσει να πηγαίνω να ακούω το ντάκα ντούκου στις μηχανές και στα καζάνια που βράζουν. Πιάσαμε φιλία με τον φύλακα και μου δίνει το σκαμνάκι του να κάθομαι. Περιμένω στο σκαμνάκι τον πατέρα να σχολάσει. Καμιά φορά κρυώνω κι ο ουρανός είναι φευγάτος. Ακούω και τη θάλασσα που μουγκρίζει θερίο ανήμερο. Ο πατέρας μου έχει απαγορευμένο να έρχομαι συχνά, κι όταν βγαίνει, μου κάνει παρατήρηση. Εδώ πέρα μου αρέσει να κοιτάζω το καθετί. Έρχεται κι η μάνα μου δυο φορές την εβδομάδα να ξεσκονίσει τα γραφεία. Διάφοροι κύριοι καλοντυμένοι δίνουν οδηγίες στους εργάτες, και άμα δεν υπακούσουν, τους σχολνούν. Τους σχολνούν όμως κι αλλιώς. Αυτοί οι κύριοι δεν είναι ούτε τα αφεντικά, ούτε οι εργάτες. Είναι κάτι άλλο ανάμεσα. Να σου πω, εγώ, λέει ο πατέρας, σαν τα τσομπανόσκυλα είναι, εμείς είμαστε τα πρόβατα κι αυτοί τα τσομπανόσκυλα στο μεγάλο μαντρί που λέγεται φάμπρικα. Λέει και κάτι άλλα, που θυμώνω, όταν τα ακούω. Είναι κακό να σε σχολνούν, δηλαδή παύουν να σε θέλουν στη δούλεψή τους και τότε δεν σε πλερώνουν. Τη μάνα μου την πάψαν μια φορά, κι όταν το βράδυ κοιμήθηκε, έκλαιγε σιγανά μην την ακούσουμε, εγώ όμως την άκουσα. Ο πατέρας παύεται συχνά και τότε βάνει τη μάνα να πάει να πάει να παρακαλέσει μία κυρία. Αυτή η κυρία έχει τον γιο της διευθυντή και λέει μια καλή κουβέντα στους πιο πάνω για να ξαναπάρουν τον πατέρα. Ειδαλλιώς, θα είχαμε Κατοχή, βλαστημά ο πατέρας, και φτύνει χολιασμένος.

Στον δρόμο που κάνουμε τις παρελάσεις έχει ένα μαγαζί με πολλά σκαλιστά και βιβλία. Η γυναίκα αυτή κάνει συνέχεια αχ, επειδή έχουν εξορισμένο τον άντρα της. Τον είδα παλιότερα, τώρα όμως που τον έχουν εξορισμένο δεν ξέρω, λόγω φρονημάτων. Ο πατέρας συχνά την επισκέπτεται να της πει καλησπέρα και να τη ρωτήσει τι νέα; Ο πατέρας γνωρίζει πολλούς λόγω φρονημάτων και μιλάνε. Όταν μ’ έχει μαζί του, αυτή η γυναίκα μου λέει διάλεξε ό,τι σ’ αρέσει, παιδί μου. Πήρα μια φορά ένα βιβλίο, που όλο έκλαιγα. Δεν μου έφευγε από τα μάτια το ξυλιασμένο Κοριτσάκι με τα σπίρτα. Μου ήρθε τότε να σκοτωθώ, αλλά μετά σκέφτηκα ότι εγώ είμαι πολύ καλύτερα και ησύχασα. Ένα άλλο βιβλίο μου άρεσε, που ήταν αστείο. Καβαλάρης, πολύ ονειροπόλος άνθρωπος. Ονειροπόλος, είναι η πρώτη καλή μου λέξη που έμαθα. Και λίγο τρελός δηλαδή. Να σου λέει τους μύλους εχτρούς. Όλο το καλό ήθελε να κάνει και όλο γκάφες έκανε. Αλλά θα ήθελα να είμαι βοηθός του, εγώ θα του παραστεκόμουν καλύτερα.

Τώρα θέλω να κλάψω, μα όλο αποξεχνιέμαι και καμαρώνω το μέγαρο της κυρίας Γκαζή. Τα ντουβάρια έχουν ψεύτικα σταφύλια, ολόκληρη κρεβατίνα ασβέστινη. Ακούω τη μουσική και δεν μπορώ να κρατήσω ακίνητο το μυαλό μου. Μόλις φύγω από δω μέσα θα περάσω από τη γυναίκα του εξορισμένου. Μου δίνει δανεικά βιβλία, μετά από δυο μέρες της τα επιστρέφω και μου δανείζει άλλα. Τώρα που έχω μεγαλώσει λίγο, δεν μου κάνει πολλή όρεξη να παίζω και πηγαίνω στη Βιβλιοθήκη του Δήμου, έτσι λέγεται ένας θάλαμος που έχει στα ράφια βιβλία. Κάτι θεόρατα μαύρα. Άμα τα κοιτάξεις στη ράχη τους, βρίσκεις ό,τι θέλεις. Τα λένε εγκυκλοπαίδεια. Ο βιβλιοθηκάριος μου είπε ότι εκεί είναι μαζεμένη όλη η γνώση. Όποιος τα διαβάσει αυτά, θα αποκτήσει μεγάλη μόρφωση. Δηλαδή θα τον ρωτάς κάτι, και αμέσως θα σου απαντά. Αλλά εμένα μου αρέσουν οι ζωγραφιές και οι φωτογραφίες. Και οι χάρτες μου αρέσουν πολύ, φτιάχνω πάντα τον καλύτερο χάρτη στην τάξη. Και πολιτικό και γεωφυσικό χάρτη, τον καλύτερο. Στο γεωφυσικό χάρτη κολλώ κιόλας τα προϊόντα. Την Κρήτη τη γεμίζω με φυλλαράκια ελιάς, επειδή παράγει πολύ λάδι. Όταν ξεφυλλίζω την εγκυκλοπαίδεια είναι σαν να ταξιδεύω. Φαντάζομαι διάφορα κι είναι σαν να μπήκα στο αμάξι και να πηγαίνω. Την εγκυκλοπαίδεια όμως δυσκολεύομαι να τη διαβάζω, γιατί έχω ελλείψεις ακόμη, δεν καταλαβαίνω όλα τα λόγια. Άμα είχα σκαλιστό τον Μεγαλέξανδρο, πολύ θα τον ήθελα. Έχει μπουκλάκια σαν να έβανε μπικουτί, τόσο σγουρός ήταν. Βαρέθηκα τους αγγέλους μόνο στα χαρτιά. Που ’ν’ τους κι εδώ λιγάκι, παρά αφήκαν ολομόναχη την κυρία Γκαζή. Όλο τρέχει να προλάβει τους πεινασμένους και λιώνει τα τακουνάκια της. Και πόσο ξέρει να χορεύει και να τραγουδεί, κάνει και φτιαχτή φωνή να μοιάζει παιδική. Το χρυσό της δόντι γυαλίζει, κι όλα της μυρίζουν. Μετά μας είπε: αύριο πάλι. Δηλαδή όχι σ’ εμένα, αφού εγώ δεν θα ξανάρθω εδώ. Ούτε ένα βλέμμα δεν μου έριξε. Και λέω πως μπορεί να γίνεται αυτό, εγώ να την κοιτάζω συνέχεια, κι αυτή να μην μ’ έχει δει.

Μάρω Δούκα, Που ‘ναι τα φτερά, εκδόσεις Πατάκη, 2009, σ. 227-231