Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όταν συλλογιέμαι, ύστερα από τόσα χρόνια, τη μέρα εκείνη που πάτησε ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας, πάει να πει η Λευτεριά, το χώμα της Κρήτης, τα μάτια μου βουρκώνουν ακόμα και τρέχουν. Τι μυστήριο λοιπόν ακατάλυτο είναι ο αγώνας του ανθρώπου! Τι ’ναι η φλούδα ετούτη της γης, φτενή, αβέβαιη, ραγισμένη, και σούρνονται απάνω της τα καταματωμένα, καταλασπωμένα παράσιτα, οι ανθρώποι, και ζητούν ελευτερία. Και τι συγκίνηση να βλέπεις να σκαρφαλώνει τον ατέλειωτο ανήφορο, πρωτοπόρος, και ν’ ανοίγει δρόμο, πότε με τη χλαμύδα και το κοντάρι, πότε με τη φουστανέλα και το καριοφίλι, και πότε με τη βράκα την κρητικιά, ο Έλληνας! […]

Δύο στάθηκαν οι ανώτατες μέρες της ζωής μου – η μέρα που πάτησε ο πρίγκιπας Γεώργιος στην Κρήτη, κι ύστερα από χρόνια η μέρα που γιόρτασε τα δέκα χρόνια η Επανάσταση στη Μόσχα. Και τις δυο αυτές μέρες ένιωσα πως μπορούν να γκρεμιστούν τα μεσότοιχα – κορμιά, μυαλά, ψυχές, - και να ξαναγυρίσουν οι άνθρωποι, ύστερα από φοβερή αιματερή περιπλάνηση, στην αρχέγονη θεϊκιάν ενότητα. Δεν υπάρχει εγώ κι εσύ κι εκείνος, όλα είναι ένα, και το ένα ετούτο είναι βαθύ μυστικό μεθύσι κι ο θάνατος χάνει το δρεπάνι του, θάνατος δεν υπάρχει, χώρια ένας ένας πεθαίνουμε μα όλοι μαζί είμαστε αθάνατοι, ανοίγουμε τις αγκάλες κι αγκαλιάζουμε, ύστερα από τόση πείνα, από τόση δίψα κι ανταρσία, σαν άσωτοι γιοι, τον ουρανό και τη γης, τους δυο γονιούς μας.

Πετούσαν οι Κρητικοί τα κεφαλομάντιλά τους στον αέρα, έτρεχαν τα κλάματα και μούσκευαν τ’ άσπρα καπετανίστικα γένια, σήκωναν οι μανάδες τα μωρά τους να δουν τον ξανθό γίγαντα, το παραμυθένιο βασιλόπουλο, που ’χε ακούσει το θρήνο της Κρήτης κι είχε κινήσει, πριν από αιώνες, καβάλα σε άσπρο άλογο, σαν τον Αϊ-Γιώργη, να τη λευτερώσει. Γυαλί έκαμαν τόσους αιώνες τα μάτια των Κρητικών ν’ αγναντεύουν το πέλαγο, φάνηκε, δε φάνηκε, τώρα θα φανεί… Πότε ένα ανοιξιάτικο συννεφάκι τους ξεγελούσε, πότε ένα άσπρο πανί, πότε μες στα βαθιά μεσάνυχτα, ένα όνειρο… Μα το συννεφάκι σκόρπιζε, το πανί χάνουνταν, τ’ όνειρο έσβηνε, κι οι Κρητικοί στήλωναν πάλι τα μάτια καταβορρά, κατά τον Έλληνα, κατά το Μόσκοβο, κατά τον ανέσπλαχνο αργοκίνητο Θεό.

Και τώρα, να, τράνταξε η Κρήτη, άνοιξαν οι τάφοι, ακούστηκε μια φωνή από την κορφή του Ψηλορείτη: Έρχεται! Έφτασε! Να τος! Κι οι γέροι καπεταναίοι ροβόλησαν από τα βουνά, με τις βαθιές πληγές τους, με τις ασημένιες πιστόλες τους, ήρθαν οι νέοι με τα μαυρομάνικα μαχαίρια τους και με τις βροντόλυρες, χτυπούσαν οι καμπάνες, σειούνταν τα καμπαναριά, καταστολίστηκε η πολιτεία με βάγια και μυρτιές, κι ο ξανθός Αϊ-Γιώργης στέκουνταν στη δαφνοστρωμένη προκυμαία, κι έλαμπε όλο το Κρητικό πέλαγο πίσω από τους ώμους του. […]

Ήμουν μικρός τότε κι άπραγος, και το ιερό μεθύσι μέσα μου βάσταξε πολύ· μπορεί και να βαστάει ακόμα· στις πιο βαθιές χαρές μου, και τώρα ακόμα, όταν βλέπω τον έναστρο ουρανό ή τη θάλασσα ή την ανθισμένη μυγδαλιά ή όταν ξαναζώ τον πρώτο έρωτα αστράφτει μέσα μου, αθάνατη, η 9η Δεκεμβρίου 1898 που το βασιλόπουλο της Ελλάδας, ο αρραβωνιαστικός της Κρήτης, πάτησε την Κρήτη· κι όλο το στήθος μου μέσα μου στολίζεται, όπως ολάκερη η Κρήτη τη μέρα εκείνη, με μυρτιές και δάφνες. […]

Νίκος Καζαντζάκης, Αναφορά στο Γκρέκο, εκδόσεις Καζαντζάκη, 2009, σ. 126-129.