Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ντούλια

  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

[…] Στα Χανιά φτάσανε το σούρουπο. Περπατήσανε με τα πόδια στο Σαντριβάνι, το παλιό ενετικό λιμάνι, και προχωρήσανε στο βραχίονα που οδηγεί στο Φάρο.

— Το χειμώνα είναι όμορφα εδώ, είπε εκείνος. Φυσάει, σηκώνει κύματα. Θα ’ρθουμε να δεις.

Αυτό το χειμωνιάτικο ραντεβού στο Φάρο τη ζέστανε βαθιά. Ώστε την ήθελε λοιπόν την συντροφιά της. Νιώθει μια απέραντη ευγνωμοσύνη γι’ αυτό και πρέπει να την κρύψει. Τράβηξε από πάνω του τα μάτια της και τα βύθισε στο νερό που ήσυχο ακουμπούσε στις παμπάλαιες πέτρες του βραχίονα όπως ακίνητος, σταματημένος χρόνος.

Λίγο ακόμα και νύχτωσε. Οι ταβέρνες της παραλίας άναψαν χρωματιστά λαμπιόνια, ο κόσμος πύκνωσε στον περίπατο και το νερό της θάλασσας μαύρισε σαν σκοτωμένο αίμα.

Περπατούσαν ανάμεσα στο πλήθος, πλάι στις ταβέρνες, ανάμεσα απ’ τις μουσικές. Όλο το Σαντριβάνι έγινε ένα παρδαλό πανηγύρι όπου ντόπιοι και τουρίστες περιδιάβαιναν και διασκέδαζαν τούτη την καλοκαιρινή βραδιά.

Περπατώντας απομακρύνθηκαν απ’ την κίνηση κι έστριψαν απ’ τα δρομάκια του Τοπανά. Σπίτια παλιά ξεφτισμένα, σοκάκια στενά όπου η μια πρόσοψη κουτουλούσε την απέναντι, μπαλκόνια με περίτεχνες σιδεριές καμωμένες από παλιούς μαστόρους, παραθυρόφυλλα ξύλινα, συχνά ξηλωμένα και κρεμασμένα απ’ τα παράθυρα, γλάστρες με κόκκινα γεράνια στα πεζούλια. Κάποτε εδώ στην υγρασία και στη φτώχια θέριζε η φυματίωση. Της το είπε εκείνος όπως περπατούσε δίπλα της με τα χέρια δεμένα πίσω.

— Τι θα πει "θερίζω";

— Θερίζω, δηλαδή σφάζω, σκοτώνω. Λέμε πως ο χάρος θερίζει τα κεφάλια όπως το δρεπάνι τα στάχυα.

Τα σοκάκια του Τοπανά είναι σκοτεινά. Που και που κάποιος στύλος του Δήμου φωτίζει ένα κίτρινο κύκλο στις γωνιές μ’ άρρωστο φως μισοπεθαμένο. Οι ήχοι της μουσικής απ’ το λιμάνι φτάνουν ως εδώ σβησμένοι. Περπατούν και χάνονται σ’ αυτόν τον υγρό λαβύρινθο. Έχει τόση ησυχία. Κοιμούνται ή είναι νεκροί; Του το λέει.

—Ησυχία! Είναι νεκροί ή κοιμούνται εδώ;

—Είναι νεκροί. Χαμογελάει λίγο.

Κάπου στρίβουν σ’ ένα σοκάκι πλατύτερο απ’ τ’ άλλα. Την οδηγεί στη φωτισμένη πόρτα μιας υπόγειας ταβέρνας και κατεβαίνουν τρία σκαλιά. Τα τραπέζια είναι λίγα κι ο καπνός απ’ τα τσιγάρα πολύς σαν άσπρο σύννεφο που καθηλώθηκε στο ταβάνι. Αντί άλλες ζωγραφιές στους τοίχους έχει εικόνες αγίων κορνιζωμένες σε τζάμι. Ο άγιος Γεώργιος να σκοτώνει το δράκο, ο άγιος Δημήτριος να σκοτώνει τον αντίχριστο κι οι τρεις Ιεράρχες όρθιοι κι αγέλαστοι ο ένας δίπλα στον άλλο. Κάθονται σ’ ένα τραπέζι με καρό λερωμένο μουσαμά πάνω του. Έρχεται ο ταβερνιάρης, σκουπίζει και παίρνει την παραγγελία που ο Σήφης του δίνει. Ψάρι, σαλάτα και κρασί βαρελίσιο. Κάθονται κοντά και δεν μιλούν σχεδόν καθόλου. Είναι μια αλλόκοτη σιωπή αυτή ανάμεσά τους. Σιωπή που πιο πολύ τους δένει παρά που τους απομακρύνει, κάτι σαν συγκατάβαση ή συνεννόηση ή συνωμοσία. Σαν όλα με την ώρα να ξεδιαλύνονται μεταξύ τους και να μη χρειάζονται τις γέφυρες των λόγων για να πλησιάσουν. Η δυνατή έλξη που τους κυριεύει είναι τόσο αληθινή που περιφρονεί τα προσχήματα. Υπάρχει ένας λυράρης που πίσω απ’ το σύννεφο του καπνού παίζει χωρίς όρεξη τη λύρα. Κι όμως το τραγούδι είναι τόσο όμορφο που όπως και να το παίζει είναι όμορφο.

«Όσο βαρούν τα σίδερα βαρούν τα μαύρα ρούχα,

γιατί τα φόρεσα κι εγώ, ψεύστη κόσμε,

για μιαν αγάπη που ’χα…»

— Τι θα πει "βαρούν" τα σίδερα; Τον ρωτάει.

— Χτυπούν, πληγώνουν, της λέει κοντά στο πρόσωπό της σιγά.

Σκύβουν κι οι δυο το κεφάλι στο τραπέζι και δεν μπορούν να φάνε. Φωνάζει τον ταβερνιάρη εκείνος ξαφνικά, τον πληρώνει, τη σηκώνει και φεύγουνε. Περπατούν πιο γρήγορα τα σοκάκια του Τοπανά, περνούν το Σαντριβάνι και βρίσκουν το παρκαρισμένο αυτοκίνητο κοντά στην εκκλησία της Τριμάρτυρης.

— Τι σημαίνει «Τριμάρτυρη»; τον ρωτάει.

— Θα ’ναι απ’ το μαρτύριο, απ’ το βάσανο, της λέει στο πρόσωπό της κοντά, σιγά.

Όλα απόψε σημαίνουν πόνο, οδύνη. Ό,τι κι αν τον ρωτήσει αυτή την απάντηση παίρνει. Ένας πόνος καλός, ανακουφιστικός, ηδονικός διαρρέει τη βραδιά και την ίδια. Πόσο έχουμε παρανοήσει τη σημασία του. Πόσο άδικα φοβόμαστε να πονέσουμε.

Μάρω Βαμβουνάκη, Ντούλια, Δόμος, Αθήνα 1988 (γ’ έκδοση), σ. 113-116