Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στις 30 Ιουνίου του 1906, η Β’ Συντακτική Συνέλευση της Κρήτης εκδίδει νέο ενωτικό ψήφισμα· στις 5 Αυγούστου, ένα άγημα των Δυνάμεων κόβει στο Φιρκά τον κοντό όπου κάποιοι θερμόαιμοι Κρητικοί είχαν ανεβάσει την ελληνική σημαία (δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία αψιμαχία γύρω από τη σημαία στην ιστορία του κρητικού ζητήματος). Τέλος, ο πρίγκιπας Γεώργιος παραιτείται από την Αρμοστεία και φεύγει, στις 11-12 Σεπτεμβρίου, σχεδόν κρυφά, από την Κρήτη, προκειμένου να αποφευχθεί εξέγερση των οπαδών του, ενώ στις 18 του μηνός φτάνει ο νέος αρμοστής Αλέξανδρος Ζαΐμης, που έχει δεχτεί να θεσπιστεί καινούργιο Σύνταγμα, φιλελεύθερο και δημοκρατικό, για το νησί.

Στο θέμα αυτό οι δημοτικιστές των Χανίων είχαν διχαστεί· και η τύχη το ’φερε ώστε ο καβγάς τους ν’ ακουστεί ως την Αθήνα. Στις 10 Σεπτεμβρίου, ο Νουμάς δημοσίευε στην πρώτη του σελίδα επιστολή του Γιάννη Θ. Αντωνακάκη, από τα Χανιά, με τίτλο «Οι Τυραννοχτόνοι» που καταφερόταν βίαια εναντίον των φιλελευθέρων κι έπαιρνε θαρρετά το μέρος του πρίγκιπα. Το κείμενο αυτό ξεπερνούσε ωστόσο κατά πολύ την αφορμή του κι έθετε ούτε λίγο ούτε πολύ ολόκληρο το ζήτημα της διακυβέρνησης της Ελλάδας από το 1821 και μετά. Μιλούσε για τον Καποδίστρια και τον Όθωνα, για τον Δεληγιάννη και τον Τρικούπη, για τον πόλεμο του ’97 και για το Έθνος που «πνίγεται», καθώς «οι μπάτσες έρχονται απανωτές ζερβόδεξα», και προσπαθούσε να βρει τα αίτια της κακοδαιμονίας. Πρώτος φταίχτης, για τον αρθρογράφο: το τεχνητό και δημοκοπικό νεοελληνικό κράτος, που από το ένα μέρος «έβαλε για μοναδικό του σκοπό τη μεταμόρφωση του πολεμιστή Ρωμιού σ’ αρχαιοπρεπή και καθαρεβουσιάνο Ελλάδιο […] και επαραμέλησε κάθε άλλη ανάπτυξη του λαού», ενώ από το άλλο μέρος «εκατέστρεψε την πολιτική και στρατιωτική αριστοκρατία που το δημιούργησε […] κι έδωκε στον χτες ραγιά λαό και σήμερο φτωχό, αμαθή, υβρισμένο λαό ένα πολίτεμα Ιδανικό και μια καθολική ψηφοφορία και τον άφησε να δημιουργήση τη διοικούσα τάξη του». Από εδώ ξεκινάει το κακό: δίνοντας στον «κάθε κατσικοκλέφτη ένα ψήφο», αυτό το πολίτευμα υποχρεώνει ουσιαστικά τους υποψήφιους άρχοντες, αν θέλουν να εκλεγούν, να βουλιάξουν στη λογική του ρουσφετιού και της συναλλαγής και να γίνουν – γράφει παραστατικά ο χανιώτης δημοτικιστής – «ψηφέμποροι» που «πουλάνε έθνος και αγοράζουν ψήφους». Η αντιδημοκρατική ιδεολογία του επιστολογράφου – που θυμίζει MauriceBarrès ή Ίωνα Δραγούμη – είναι φανερή· μα άλλο τόσο φανερός ο καημός του για τον τόπο: «Πονώ και πρέπει να φωνάξω», γράφει αρχίζοντας· και κλείνοντας ρωτάει «αν θα μπορή κανείς να περιμένη ακόμα τίποτα από τα σάπιο Ελλαδικό καρπούζι […] ή αν δεν θα πρέπει να φεύγη όπως όπως, να γίνεται ξένος υπήκοος και δουλεύοντας τίμια σε καμιά ξένη χώρα να βγάνη το ψωμί των παιδιών του και να περιμένη με πέτρα στην καρδιά να δη το οριστικό θάψιμο των ονείρων του ‘21» (είναι τραγικά παράξενο πως μερικά διλήμματα ξαναγεννιούνται πάλι και πάλι στο μυαλό μας, εδώ και εκατόν εβδομήντα χρόνια, και μας βασανίζουν δίχως να παλιώνουν) «και την καινούργια υποδούλωση […] που ετοιμάζουνε στο δυστυχισμένο το έθνος οι Νεοελλαδικοί φιλελεύτεροι Ελευθερωτές! και Τυραννοχτόνοι».

Και οι «φιλελεύτεροι» δεν αργούν να αντιδράσουν. Στις 15 Οκτωβρίου, ο Νουμάς δημοσιεύει, πάντα στην πρώτη σελίδα, συλλογική απάντηση που έρχεται και πάλι από τα Χανιά και φέρει τον τίτλο «Οι Τυραννοδιώχτες», αφού, όπως εξηγούν οι συντάκτες της: «ένα μόνο από τα κοσμητικά επίθετα που μας χαρίζει ο αγαπητός μας αρθρογράφος δεχόμαστε […] μα λίγο τροποποιημένο χάρη κυριολεξίας. Τυραννοδιώχτες, αν θέλει, τιμή μας, όχι όμως και Τυραννοχτόνοι» - προφανώς κολακεύονται με την ιδέα ότι έχουν ίσως συμβάλει κι αυτοί στην αποπομπή του Γεωργίου. Οι «φιλελεύτεροι» επισημαίνουν ότι τα δεινά που φορτώνει στον κοινοβουλευτισμό ο Αντωνακάκης, και πάνω απ’ όλα η έλλειψη τιμιότητας και η διαφθορά, ήταν τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά του μοναρχικού πολιτεύματος που θέλησε να επιβάλει στο νησί ο Πρίγκιπας, ο οποίος είχε καταντήσει ένας «κομματάρχης» που πολεμούσε «όσους δεν ήσαν αυλικοί» με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ζήσουν οι άνθρωποι «όχι πια ως δημόσιοι υπάλληλοι […] αλλ’ ούτε ως δικηγόροι, ως γιατροί, ως έμποροι, ως μπακάληδες, ως χαμάληδες». Έπειτα διεκτραγωδούν τις ζημιές που επισώρευσε στην Κρήτη η πριγκιποκρατία και εξυμνούν τα αγαθά της Ελευθερίας· παραλληλίζουν την πάλη των Κρητικών με «τον αγώνα του Ρούσου για την Ελευθερία του» και την πριγκιπική αυθαιρεσία με τον τσαρικό απολυταρχισμό· στηλιτεύουν τον Γεώργιο και «το "αγνό εθνικό κόμμα", όπως αυτοτιτλοφοριέται, της Αυλής», που είπαν τον Βενιζέλο «προδότη», όμοια – γράφουν – όπως τον … «Δρέϋφους» τον «αθώο αξιωματικό» που κι αυτόν τον φώναζαν προδότη "οι εθνικόφρονες" (ιδού μια λέξη που θα έκανε λαμπρή σταδιοδρομία στην Ελλάδα) Γάλλοι». Και καταλήγουν: «Γνωρίζουμε πολύ καλά που στις αντιαυλικές αυτές σκέψεις θα βρούμε αντίθετους μερικούς από τους τρανούς δημοτικιστάδες της λεύθερης Ελλάδας» (υπαινίσσονται μάλλον πριν απ’ όλους τον ίδιο τον Ψυχάρη). «Μ’ όλο όμως τον απέραντο σεβασμό που τρέφουμε στους Δασκάλους μας, έχουμε τον εγωισμό να φρονούμε πως εμείς οι Κρητικοί από την πρόσφατη δουλεία έχομε αποχτήσει πολιτική νηφαλιότητα ανώτερη από σας τους Ελεύθερους […].» (Αλήθεια, η έπαρση αυτών των νεαρών Κρητικών, που φιλοδοξούν να διδάξουν το Πανελλήνιο έχει κάτι το συγκινητικό!) Υπογράφουν: «Οι Δημοτικιστάδες τω Χανιώ. Χρήστος Μ. Χρηστουλάκης δικηγόρος. Γιάννης Κ. Στεφανίδης τελειόφοιτος στα Νομικά. Στέλιος Μ. Χαριτάκης Εμποροϋπάλληλος, φοιτητής στις Φυσικές επιστήμες. Γιώργος Χ. Κιουρτσάκης τελειόφοιτος στα Νομικά. Κυριάκος Κ. Μητσοτάκης τελειόφοιτος στα Νομικά. Κωστής Καλεμικέρης φοιτητής στις Φυσικές Επιστήμες. Παυλής Κατσουφαράκης δάσκαλος. Λαμπογιώργης δάσκαλος. Μανώλης Μ. Βενετάκης τελειόφοιτος στα Νομικά». Η διένεξη θα συνεχιζόταν στα φύλλα της 5ης και 26ης Νοεμβρίου και 3ης Δεκεμβρίου 1906 του Νουμά.

Γιάννης Κιουρτσάκης, Σαν μυθιστόρημα, Κέδρος 1997 (ε’ έκδοση), σ. 148-151.