Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Αθώοι και φταίχτες

Κάθισα στην Πλατεία Σπλάντζιας, σ’ ένα μελαγχολικό, ημιφωτισμένο καφενεδάκι. Γύρω γύρω στην πλατεία υπήρχαν και τότε καφενέδες. Ο πατέρας διευκρινίζει, λες κι έχει καμιά σημασία αυτό, ότι οι πλάτανοι αρχικά ήταν τρεις, αλλά οι δυο με τα χρόνια ξεράθηκαν. Παράγγειλα καφέ, μπας και συνέλθω από τις τσικουδιές που μ’ είχε ποτίσει ο Παπαμιχαλάκης. Ήχησε το ρολόι στο καμπαναριό της εκκλησίας. Εδώ, κάτω από τον πλάτανο, θα πρέπει να υπήρχε τότε και το περίτεχνο αραβικό κιόσκι. Οκτάγωνο κτίσμα με ισάριθμα θολωτά παράθυρα και κωνική σκεπή επενδυμένη από φύλλα μολύβδου, τόσο μικρό, ώστε μόλις χωρούσε τέσσερα ή πέντε άτομα της δημογεροντίας για τον αργιλέ τους. Ήμουν θυμωμένος με τον εαυτό μου. Γιατί είχα παρασυρθεί κι είχα πιει νηστικός; Γιατί δυο του είχα κάνει τις σωστές ερωτήσεις; Τι εικόνα, άραγε, του έδωσα; Το πιστεύω στ’ αλήθεια ότι ο άνθρωπος κυοφορεί μέσα του τη βία, όπως το δέντρο τον καρπό, ή μήπως μ’ έχει επηρεάσει αυτές τις μέρες η απλοϊκή κατά βάσιν άποψη του παππού για το κτήνος που πρυτανεύει στη φύση του ανθρώπου; Και οι δικές μου εμπειρίες; Η δική μου διαδρομή; Γιατί αφέθηκα σε γραφικότητες; Γιατί δεν του είπα ότι έτσι ή αλλιώς η διαμόρφωση της υποκειμενικότητας σήμερα, η δημιουργία δηλαδή των απαιτήσεων, των προτιμήσεων, των αντιλήψεων του ανθρώπου, παρασκευάζεται στα ειδικά εργαστήρια της παγκόσμιας αγοράς; Ότι τους λαούς σήμερα δεν τους θέλουν παρά μόνο ως εξωτική, πολύχρωμη τοπικότητα στην υπηρεσία των αναγκών του κεφαλαίου; Και ταυτόχρονα σε σκεφτόμουν. Πως θ’ αντιδρούσες, αν μ’ έβλεπες να καπνίζω συλλογισμένος ανάμεσα σε γερο-συνταξιούχους Κρητικούς; Με κοίταζαν με φιλική περιέργεια, τι ζητούσα ανάμεσά τους; Πλήρωσα και βγήκα βιαστικά, είχα την αίσθηση ότι από στιγμή σε στιγμή θα με ρωτούσαν από πού έρχομαι και τι θέλω στο στέκι τους.

Μάρω Δούκα, Αθώοι και φταίχτες, Πατάκης 2010, σ. 20-21