Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Γιγάντικα τα σύγνεφα, φαντάζουν ασημένια
στο γαλαζένιον ουρανό
σαν τα χτυπά του ήλιου το φως· σαν τα χτυπά ο αγέρας
φεύγουνε πίσω απ’ το βουνό.
Κι είναι θερίο η θάλασσα. Το παρδαλό της χρώμα
δίνει της – μπλάβο εκεί μακριά,
πιο δώθε ανοιχτοπράσινο κι ακόμα δώθε γκρίζο –
κάποια παράξενη θωριά.
Τα κύματα τα πράσινα, τα γκρίζα και τα μπλάβα,
από του πέλαου τα φαρδιά,
τα φέρνει ρήγας ο βοριάς· μπατσίζουνε τα βράχια,
κι άγρια φιλούν την αμμουδιά.
Μα το φιλί τους θάνατος κι ο θάνατος τραγούδι·
θα σπουν τα κύματα, οι αφροί,
πάντα πριχού να σβήσουνε, γλυκά θα μουρμουρίσουν
πόσο η θανή τους είν’ πικρή.
Και τα Χανιά στη θάλασσα την ανεμοδαρμένη
σα γλώσσα απλώνουνε παχειά
το κάστρο τους, περίπαιγμα, θαρρείς, στην τρικυμία
και καταφρόνια στα στοιχειά.
Του κάστρου το περίπαιγμα κι η καταφρόνια ανάβουν
του Ποσειδώνα το θυμό·
να, το νερό σηκώνεται και στα ψηλά μουράγια
ξεσπάει, δεν έχει τελειωμό.
Χαθήκαν τα πλεούμενα· ο φόβος κυβερνήτης
μέσ’ στο λιμάνι τα κρατεί.
Μα η σκέψη μου όλο σέρνεται στα γαλανά τα πλάτια
μ’ ένα χρυσόνειρο δετή.
Νοιώθω φουρτούνα μέσα μου σα βλέπω τη φουρτούνα
και με το δώρο ενού φτερού,
σα γλάρος, προς τα κύματα πετά η ψυχή μου, σμίγει
με την ψυχούλα του νερού.

Γ. Π. Σαββίδης, Στα χνάρια του Καρυωτάκη: Κείμενα 1966–1988, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 1989, σ. 176-182