Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Δεκαοχτώ χρόνια φασκέλωνα το χωριό της μάνας μου: τον ουρανό με όλα του τα αστέρια, τη θάλασσα με όλα της τα κύματα, τα μποστάνια με τα φασολάκια, τις ελιές, τις χαρουπιές, τους κάλους στα χέρια, το σταρένιο ψωμί, τις λέξεις. Λέξεις αθησαύριστες, που ντρεπόμουν να ξεστομίσω: ατσιποδιάρα, άρκαλος, αποντερεύω, λαντουρίζω, ξεσταλίζω. Και νά, που σήμερα, σκοντάφτοντας σε λιθάρια προτάσεις, λέξεις αναζητώ. Εκείνα τα παραμύθια της γιαγιάς μου. Τώρα στέλνω γράμματα στον ανάπηρο θείο μου να καταγράψει ό,τι θυμάται από τα παραμύθια της γερόντισσας. Είναι κρίμα, του γράφω, να χαθεί τόσο υλικό. Το μοιρολόι για τον Δασκαλογιάννη, και για το αίμα των Τουρκοκρητικών που σφάχτηκαν στις πλακούρες, κι έτρεχε, λέει, το αίμα και πότιζε την πέτρα, κι αρπούσαν το χρυσάφι των αλλόθρησκων οι χριστιανοί, και ο γιος της χήρας που θάφτηκε στα θεμέλια του μαγεριού, όλα, θείε μου, συγκράτησέ τα όλα στο χαρτί, για να ’χω ιστορίες, και για τους έρωντες μην παραλείψεις, που αγάπησε ο δάσκαλος τη θυγατέρα του αγά και τον αγάπησε η Φατμέ κι έγινε η Μαρία η χριστιανή για το χατίρι του, τίποτα μην αφήσεις, και για την άλλη τη φτωχιά από τη Γαύδο, τη μαζώχτρα, που πήγε να γεννήσει στο ρυάκι κι εκεί τη βρήκανε κοκαλωμένη την άτυχη, όλα, σε θερμοπαρακαλώ.

Τις πρώτες μέρες δεν χορταίνω τα προσκυνήματα. Είναι τα κοκαλάκια του πατέρα μου, ο τυφλός μαχαλάς, οι μολόχες, τα χαλάσματα, οι πασχαλιές, οι αροκάριες και τα γιασεμιά, τα φούλια, τα αξεφλούδιστα αμύγδαλα στο φύλλο της μουριάς με κοπανισμένο πάγο, η αλμύρα, το θεόρατο πεύκο, τα γαλανά μάτια του αγοριού και η θάλασσα που το πήρε, το θυμάρι και οι μαχαιρίδες, τα αγριομάραθα, τα μοναστήρια μετωπικά στην Ιστορία, τα δειλινά και τα νυχτολούλουδα, ο Φάρος, οι πεταλίδες και το Μαράθι, οι βουνοκορφές, οι ηλιόσποροι, οι άνθρωποι που τόσο αγάπησα, δεκαοχτώ χρόνια ζωής που ποτέ δεν έπαψα να πιλατεύω. Πάνω στη βδομάδα ξεθολαίνουν τα λογικά μου, ιδού οι μπάτσοι και οι σπιούνιοι, η ρακολογία των σαλονιών, τα ίδια πρόσωπα που θα χαλούν μαραζωμένα, οι συμμαθήτριές μου που θα γερνούν, τα σπίτια που θα γκρεμίζονται, οι αροκάριες που θα ξεραίνονται, οι Τάφοι στη θέση τους, ραδίκι ανθισμένο, αλλά απούσα η λεβεντιά, το νταηλίκι μόνο, τα γυφτοκρητικά, οι μπαλωθιές, οι σκοτωμοί, τα λόγια τα μεγάλα, τόσοι και τόσοι το πόνεσαν το νησί, του σιάξαν δρόμους και πλατείες, μάθια μου, το στόλισαν με τον Βενιζέλο άγαλμα, του χτίσαν ξενοδοχεία, του βάλαν τηλέφωνο και ηλεκτρικό, θα του ιδρύσουν Πανεπιστήμιο, έχει την Παιδαγωγική Ακαδημία του, την Οικοκυρική του, τις ιδιωτικές του τεχνικές σχολές, τις γυναίκες του τις ανάδειξαν εθνικές καλλονές, παράμ παράμ παράμ, ετσούρησε ένα τραμ, κι αυτός που το οδηγούσε, τη σταρ Ελλάς φιλούσε, Νταίζη Μαυράκη η πανέμορφη, μπόλιασαν με το Κολωνάκι την Ξαστεριά του, διέταξαν τις πικροδάφνες να ανθίσουν κατά μήκος της εθνικής οδού, το ξεκούφωσαν το νησί, Βάση Πυραύλων στο Ακρωτήρι. Πώς να μην κοκορεύεται λοιπόν η συμμαθήτριά μου, τόση, μα τόση η ευημερία του τόπου, που θα τρελαθούμε όλοι με τα τσαλιμάκια των μπαλαντέρηδων, τα λαϊκά στρώματα, τουλάχιστον, με την ξερή και με την κολτσίνα έχουν αυτά ήσυχο το κεφάλι τους. Μου ’ρχονται και κάτι Γερμαναράδες με τον μινωικό πολιτισμό αναμάσκαλα, λεφούσια φιλόλογοι, αρχαιολόγοι και παρόμοιες σάχλες, μορφωμένοι, με πολλές αναμνήσεις, την Κατοχή, εννοώ, για τις καλλονές του νησιού, με αναπαμένη τη συνείδηση, τις πολεμικές αποζημιώσεις, εκείνο το πασατέμπο, εννοώ, μου ’ρχονται, λοιπόν, οι κύριοι να προσκυνήσουν την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, κάθονται με τις ώρες δίπλα στα πιθάρια, μελετούν, στοχάζονται, κι από σιμά οι ιθαγενείς ξανοίγουν το θάμα, τι τα θες, σπουδαία φυλή, έξυπνοι άνθρωποι· ούτε ιδέα για μια δεύτερη κατάληψη, χωρίς αλεξίπτωτα, χαράκι το χαράκι μόνο και τσικουδιά την τσικουδιά. Και το Πουλί στον δρόμο για το Κολυμπάρι, το αρπακτικό. Για όλα μετανιώνω και για τίποτα. Θα αιωρούμαι στα φαράγγια του νησιού, ο τόπος που μ’ έθρεψε, θα λέω, η κοπριά που μ’ άνθισε, τ’ αγέρι που συμπορεύτηκε με την ανάσα μου είναι τα γονικά μου. Το παρομοιάζουν με περήφανο καράβι, που ’χει πανιά πουκάμισα λεβέντηδων, που ’χει κατάρτια σκληρή γη, τον ήλιο σέρτη και τα ταξιδοπούλια συντροφιά.

Και ας μην έγραφα καλές εκθέσεις στο σχολείο, για την Κρήτη πάντα έγραφα πεζοτράγουδα.

Μάρω Δούκα, Η πηγάδα, Κέδρος 1974, σ. 20-22