Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο παππούς μου και το κακό

Ήταν πρωί της επόμενης μέρας κλπ. Ο παππούς μου άγρυπνος κλπ. Δεν είχε τι άλλο να κάνει κι έπρεπε να επιστρέψει. Οικογένεια μόνη. Γυναίκα, παιδιά μόνοι. «Σκοπός μου Χανιά τελείωσε. Πρέπει γυρίσω πισωγρήγορα», μου είπε στη δέκατη τρίτη επάνοδο της ιστορίας. Κι εγώ τον ακολούθησα. Πισωγρήγορα. Πήρε το μουλάρι από το χάνι που είχε καταλύσει την προηγουμένη (χωρίς πάντως να κοιμηθεί), πίσω από την ονομαστή σκεπαστή και παραπολυφοβερή αγορά των Χανίων μας. (Φαίνεται καθαρά στον χάρτη της πόλης. Άρα όσοι πάνε Χανιά μπορούν να την επισκεφθούν κλπ.).

«Συλλογισμένος, λοιπόν, περπατούσα έξω από την ονομαστή σε όλη τη Μεσόγειο αγορά των Χανίων, Σέρνοντας το μουλάρι από το χαλινάρι. Είχα λίγα λεφτά. Έκανα λίγα ψώνια κι έφευγα. Προς την πλευρά των Δικαστηρίων». Μάλιστα, είπα εγώ. «Εκεί λοιπόν, μπροστά από τα Δικαστήρια, συλλογισμένος και σκεφτικός από τα χθεσινοβραδινά, άκουσα φωνές και φασαρία. Άλλοι να βλαστημούν. Άλλοι να βρίζουν. Πολλοί να φτύνουν και να φασκελώνουν. Να! Να! Κι άλλοι να παίρνουν πέτρες από χάμω και να τις πετούν. Τι τρέχει εδώ; είπα».

Άλλη μια φοβερή και παλαβή ιστορία του παππού μου; Όχι. Άλλη μια θαυμαστή φανέρωση των Ουρανών. Άλλη μια αποκάλυψη της δύναμης και της χάρης που παραστέκουν (καμιά φορά) τους βοηθούς.

Ξαφνικά, λέει — αλλά θα τα πω με δικά μου λόγια —, σηκώθηκε μεγάλη ταραχή στον δρόμο των Δικαστηρίων. Χανιά, Κρήτη. Κατάρες, ύβρεις. Φωνές πανικού, και όλοι οι περαστικοί, μαζί ζώα κατοικίδια, μουλάρια, σκύλοι, γάτες, κότες κλπ., ορμούσαν πάνω στα πεζοδρόμια αλαφιασμένοι. Από την πλευρά της Σούδας ακουγόταν στη διαπασών μια παλαβή μουσική (λέξη του παππού μου), μια τόσο δυνατή μουσική, σαν να χτυπούσαν χιλιάδες καλογυαλισμένα ασημένια έμβολα μέσα σε μηχανή εσωτερικής καύσεως. Κόρνες ουράνιες, μαρσαρίσματα παραδείσιας αρμονίας. Λαμπροί καπνοί από εξατμίσεις κι ένα χρυσό σύννεφο σκόνης, σκόνης από χώμα, να πλησιάζει με ταχύτητα εκατό αλόγων. Πεζός ο παππούς μου, να σέρνει πίσω του το μουλάρι, με τη σακούλα του σανού κρεμασμένη στο λαιμό του, μόνοι αυτοί οι δυο στη μέση του δρόμου και όλοι οι άλλοι διαβάτες – ζώα έντρομοι, δεξιά κι αριστερά στα πεζοδρόμια, κρεμασμένοι από δένδρα και παράθυρα. Και μπροστά, 200 μέτρα, να μαρσάρει, πατημένο, σανιδωμένο, και να ορμά ασταμάτητο ένα λαδί επιβατηγό αυτοκίνητο. Μάρκας Πεζώ. Γαλλικής κατασκευής και προελεύσεως. Πεζώ Μπεμπέ. Μοντέλο 1916. Το επονομαζόμενο και «αλογάκι της Παναγίας». Δίπορτο. Μηχανή τετρακίλυνδρη. Οχταβάλβιδο. Υγρόψυκτο. 855 κ.ε. Ταχύτητα, 55 ΧΑΩ. Σε κατήφορο, μπορεί και 65.

Κοίτα τώρα σκηνή, λέω στον εαυτό μου κάθε φορά που ακούω την αφήγηση. Ο παππούς μου (συλλογισμένος και σκεφτικός) μέρα μεσημέρι στο δρόμο των Δικαστηρίων να σέρνει το μουλάρι. Γύρω πανδαιμόνιο. Και μπροστά του, 100 μέτρα, ένα παλαβό γαλλικό αυτοκίνητο να κολυμπά μέσα στη σκόνη, με κορναρίσματα και μαρσαρίσματα. Τι μέλλει γενέσθαι σ’ αυτή τη συνάντηση; ρωτώ πάντα με το ίδιο ενδιαφέρον. Και λίγη αγωνία. Ποιος απ’ τους δυοθαπαραμερίσει; Ιδού ένα πραγματικό ερώτημα. Ένα αληθινό – αληθινό ερώτημα. Ποιος από τους δυο θα παραμερίσει; Ο παππούς μου με το νυσταγμένο μουλάρι ή ο άλλος με το πατημένο Μπεμπέ Πεζώ του 1916;

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ο παππούς μου και το κακό, Κέδρος 2005, σ. 247-249