Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

5

Για την Άννα η Αλεξάνδρεια του 1920 ήταν μια πολιτεία χωρισμένη στα δύο: σε παράδεισο και σε κόλαση. Η Άννα έφτασε στον παράδεισο. Την κόλαση δεν την είδε, της τη διηγήθηκαν. Η κόλαση ήταν κρυμμένη πίσω από κει που είναι οι φτωχοί συγγενείς και τα άπλυτα της οικογένειας. Δηλαδή τα Αράπικα. Στενά δρομάκια με σκουπίδια και ακαθαρσίες, μύγες, τραχώματα. Σπίτια με πόρνες ντόπιες και ξένες, αυλάκια με σαπουνόνερα και ό,τι είδους βρώμικα νερά που τρέχουνε κάτω από πόρτες. Με πορνεία μα άντρες και πορνεία με γυναίκες, με κοριτσάκια κάτω από οχτώ χρονών, με μικρά αγοράκια. Πυκνή υγρή ζέστη, και παντού η μυρουδιά από μαύρα, ιδρωμένα κορμιά μπαρμπερίνων. Όταν ένα ανθρώπινο σώμα πουληθεί και φτάσει μια φορά μέσα σ’ αυτά τα πορνεία, ο ήλιος δεν το ξαναβλέπει πια, γιατί ο ήλιος δεν κατορθώνει ποτέ να τρυπώσει σ’ αυτά τα σοκάκια.

Και όμως ο ήλιος στην Αλεξάνδρεια είναι πάμφωτος!

Με φόντο τη γαλάζια απεραντοσύνη που έχει η Μεσόγειος, και ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά πάνω στην άμμο της παραλίας, είναι η άλλη μισή Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια η κοσμοπολίτικη των ξένων και του πλούτου. Τον πλούτο τον νιώθεις, τον μυρίζεις στην ατμόσφαιρα. Η αφθονία δεν κρύβεται, προπάντων από άνθρωπο όπως η Άννα, που έζησε κάποτε στα μπερεκέτια τα πολίτικα.

Πραγματικά, εκείνα τα προπολεμικά τα μπερεκέτια τα πολίτικα, που ως δια μαγείας χάθηκαν ξαφνικά μέσα στα πέντε χρόνια του πολέμου, διοχετεύτηκαν, θαρρείς, στην Αλεξάνδρεια, ενώ ολόκληρη η Ευρώπη αποσκελετώθηκε. Ανέβηκε, λέει, η τιμή του μπαμπακιού σε δυσθεώρητα ύψη, και, σαν διαμετακομιστικός κόμβος που ήταν, η Αλεξάνδρεια γνώρισε μια τουριστική κίνηση πρωτοφανέρωτη. Τρελάθηκαν στο χρήμα οι μπαμπακάδες, προπάντων οι Έλληνες, με τα εργοστάσιά τους, τις εγκαταστάσεις τους, τα μαγαζιά τους.

Απ΄ όλες τις ευρωπαϊκές παροικίες, η πιο σημαντική είναι η ελληνική, με τα σχολειά της, τις εκκλησίες της, τα φιλανθρωπικά της ιδρύματα, και απ’ όλες τις συνοικίες η πιο αριστοκρατική είναι το Καρτιέ Γκρεκ με τα μέγαρα των Χωρέμηδων, των Μπενάκηδων, των Αβέρωφ, των Σαλβάνων…

Οι δρόμοι που γνώρισε η Άννα μέσα στα τρία χρόνια που έζησε στην Αλεξάνδρεια μετριόντανε στα δάχτυλα των χεριών, και αυτοί οι δρόμοι τα είχαν όλα: πλούσια καταστήματα, παραρτήματα όλων των μεγάλων καταστημάτων της Ευρώπης, μεγάλα ξενοδοχεία, Claridge, Cecil, ζαχαροπλαστεία, του πουλιού του γάλα.

Και η ζωή εύκολη, άνετη, δίχως αποστάσεις και λεωφορεία και αγκούσα. Όλα στο γύρο σου. Ασφαλτωμένοι δρόμοι που κάθε νύχτα οι μπαρμπερίνοι τους έπλεναν με βούρτσες και άφθονο νερό του Νείλου, εκείνο το διαμάντι, καθώς έβγαινε φιλτραρισμένο από τα εγγλέζικα φίλτρα. Ξυπόλητος μπορούσες να περπατάς στους δρόμους της Αλεξάνδρειας, χωρίς να λερώσεις τα πόδια σου, και καυσαέρια δεν υπήρχαν, γιατί δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Πού και πού αντάμωνες κανένα αυτοκίνητο του αγγλικού στρατού.

Αλλά το ωραιότερο μέρος της Αλεξάνδρειας ήταν το Ράμλι. Σ’ όλο το μάκρος της παραλίας, ξεκινώντας απ’ το κέντρο, δηλαδή το μπουλβάρ Ράμλι και μέχρι το Σίντι Μπίσρ, απ’ όπου αρχίζει ο δρόμος για το Αμπουκίρ, είναι το ένα ύστερα απ’ το άλλο εκείνα τα χαριτωμένα προάστεια, εκείνες οι κηπουπόλεις με τις ωραίες βίλες τους, τον ιππόδρομο, τα ξενοδοχεία…

Γλώσσες στην Αλεξάνδρεια, εκτός από τα αραβικά, μιλιούνται αγγλικά, ελληνικά, γαλλικά, ιταλικά και φυσικά μπαρμπερίνικα, και τις μιλάνε λίγο-πολύ όλοι: Εβραίοι, Σύριοι, αλαφροπάτητοι Μπαρμπερίνοι, εκείνοι που με τις κατάλευκες γκελεμπίες τους, τα κόκκινα φέσια, τις κόκκινες ζώνες, τα κόκκινα πασούμια, αποτελούσαν το θαυμάσιο υπηρετικό προσωπικό μέσα στα ευρωπαϊκά σπίτια, τα ξενοδοχεία και τα γραφεία.

Από την κεντρική πλατεία της Αλεξάνδρειας, την Πλατεία Μωχάμετ Άλη, ξεκινούν δύο κεντρικοί παράλληλοι δρόμοι, η rue Chérif και η rue Tewfik. Εκεί ακριβώς, σε πολυτελές διαμπερές διαμέρισμα κατοικεί ο ξάδερφος της Κλειώς, ο Θρασύβουλος Αντωνιάδης ο χρηματιστής. Κάθεται με τη γυναίκα του την Ειρήνη, μια πολύ καλή και πλούσια αιγυπτιώτισσα, και με την οικογένειά της.

Να και η πεθερά του, η κυρία Πολυξένη, να και η δεύτερη κόρη της, η Κατίνα, να και η μικρότερη, η Ελένη, όλες μαυροφορεμένες για το τελευταίο κακό που τις βρήκε, το θάνατο του μονάκριβου αδερφού τους. Πριν από τον αδερφό είχε πεθάνει ο πατέρας, κι ένα χρόνο πριν απ’ τον πατέρα χάσανε μια θεία. Και όλοι αυτοί οι θάνατοι έγιναν κατά τύχη, ο ένας ύστερα από τον άλλο, στο ίδιο δωμάτιο, που στο τέλος θεωρήθηκε στοιχειωμένο και κλειδώθηκε.

Με την ευκαιρία που θα ρχόταν η Άννα, το στοιχειωμένο δωμάτιο ανοίχτηκε, ανακαινίστηκε, αγιάστηκε. Την επομένη του ερχομού της η Άννα ανακάλυψε πως η οικογένεια δεν είχε κλείσει μάτι όλη τη νύχτα, περιμένοντας να τρέξουν να βοηθήσουν την Άννα αν της συνέβαινε τίποτα.

«Εδώ χρειάζεται προσοχή», συλλογίστηκε η Άννα, που κατάλαβε πώς έχουνε τα πράματα μέσα σ’ εκείνο το σπίτι. «Είναι καλοί άνθρωποι, δεν πρέπει να τους θίξω.»

Ο Θρασύβουλος, σαν πλούσιος ομογενής που έγινε, κρατούσε πόζα. Την κρατούσε γιατί θεωρούσε πως είχε καθήκον να την κρατά. Το χρωστούσε αυτό στην πλούσια γυναίκα του, το χρωστούσε στην οικογένειά του, το χρωστούσε στην πατρίδα του και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή απ’ όπου είχε αποφοιτήσει.

Η Άννα έβαλε τα δυνατά της να προσαρμοστεί. «Προσαρμογή ή θάνατος», είπε από μέσα της.

Μαζεύτηκαν όλοι στην τραπεζαρία και κάθησαν γύρω απ’ το μεγάλο τραπέζι. Αμέσως σταυροκοπήθηκε ευλαβέστατα και η Άννα.

—Τι ωραίος καιρός! είπε η Ειρήνη. Ο Θεός να βάλει το χέρι του να μην πιάσει κανένα χαμσίν, να λυπηθεί ο Θεός τους έρημους τους Ρώσους που είναι μέσα στις ξύλινες παράγκες του Αμπουκίρ. Καινούργιους πρόσφυγες πάλι κουβάλησαν έξω στο Σίντι Μπισρ.

—Τι είναι το χαμσίν; ρώτησε η Άννα.

—Αμμοθύελλα.

—Και έφεραν καινούργιους Ρώσους πάλι; είπε η Άννα. Δηλαδή, πάει φαίνεται ο Βράγγελ, νικήσανε οι Κόκκινοι, δεν έβαλαν χέρι στα ρούσικα πετρέλαια οι Αμερικάνοι. Μωρέ μπράβο, Νικήφορ!

Μπόμπα, αν έπεφτε πάνω στο τραπέζι του Θρασύβουλου τέτοιο αποτέλεσμα δεν θα είχε. Η Άννα ζάρωσε και βουβάθηκε. Τώρα τι ήταν αυτό που είπα; Μωρέ μπράβο! Ωραία προσαρμογή! Τώρα τα έκανε μουτ … Και τον Νικηφόρο πού στο διάβολο πήγε και τον θυμήθηκε; Κύριε ελέησον!

Ο Νικήφορ ήταν ένα αγράμματο χωριατόπαιδο που δούλευε στα Παραπήγματα Λοιμωδών Νόσων στη Στάβροπολ, τότε που η Άννα νοσηλεύονταν εκεί από οστρακιά. Η δουλειά του Νικήφορ εκεί ήταν να αδειάζει δοχεία και να κουρεύει ψειριασμένα κεφάλια.

Στα μέσα του εμφύλιου πόλεμου, τότε που η Στάβροπολ είχε πέσει για δεύτερη φορά στα χέρια του Κόκκινου Στρατού, βλέπει μια μέρα η Άννα στο δρόμο μπροστά της ένα λεβέντη στρατιωτικό ίσαμε κει πάνω, αρματωμένο σαν αστακό, που τη χτυπά στον ώμο και της λέει:

—Γεια σου, Άννουσκα!

Τρόμαξε να τον γνωρίσει. Ο Νικήφορ! Καλοξουρισμένος, σοβαρός, όμως το παιδικό χαμόγελο ακόμα έλαμπε μέσα στα γαλανά του μάτια.

—Τι κάνεις, Νικήφορ;

—Εγώ; Να, επανάσταση κάνουμε.

Κοίταξε το ρολόι του.

—Τι κρίμα, έχω δουλειά στο Αρχηγείο. Αύριο, βλέπεις, φεύγω. Τι κρίμα, Άννουσκα! Πες μου γρήγορα, εσύ πώς ζεις; Μπορώ να σε βοηθήσω;

Έβγαλε απ’ την τσέπη του μπλοκ και μολύβι. Έγραψε ένα σημείωμα.

—Πάρ’ το αυτό και πήγαινε στην Επιτροπή Διανομής Τροφίμων.

Και της εξήγησε βιαστικά πως το ιδιωτικό εμπόριο απαγορεύτηκε. Όλοι οι εργαζόμενοι έχουν κάρτες για τρόφιμα, κάρτες για ιματισμό, για όλα. Της έδωσε να καταλάβει πως μ’ αυτό τον τρόπο σιγά-σιγά θα καταργηθεί το χρήμα, και το χρυσάφι θα χάσει την εμπορική του αξία. σε λίγα χρόνια οι λεκάνες των αποχωρητηρίων από χρυσάφι θα γίνονται, επειδή το χρυσάφι δε λεκιάζει.

Αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα αγωγής του πολίτου που άκουσε η Άννα στη Ρωσία. Και τον Νικήφορ δεν τον ξανάειδε πια. Και τον ξέχασε.

Από που κι ως που πήγε τώρα να τον θυμηθεί; Να τον θυμηθεί και να τον σχετίσει με τον Βράγγελ, που κακό-χρόνο-νάχει, και να τον σχετίσει με τους Αμερικάνους, που κακό-χρόνο-νάχουνε κι αυτοί, και με τα ρούσικα πετρέλαια, που κακό-χρόνο-νάχουνε κι αυτά γιατί κάνουνε έναν κόσμο άνω-κάτω.

6

Το μόνο πράμα που απασχολούσε την Άννα εκείνη τη στιγμή ήταν η κατοικία και το ζήτημα της μητέρας της. Η αλήθεια ήταν πως η Αλεξάνδρεια ήταν γεμάτη από ξενοδοχεία και πανσιόν, αλλά πως να διαλέξεις, που ο θείος Θρασύβουλος, δεν ήθελε ν’ ακούσει τέτοια πράματα. Για το Θρασύβουλο όλα τα ξενοδοχεία και οι πανσιόν στην Αλεξάνδρεια ήταν οίκοι ανοχής.

Στο μπουλβάρ Ράμλι, γωνία rue Adib, ήτανε μια Pension Belge μέσα σε μια πελώρια οκέλα. Στο τέταρτο πάτωμα αυτής της πανσιόν η Άννα βρήκε δωμάτιο με δυο κρεβάτια και μεγάλο μπαλκόνι. Ήταν ένα είδος ρετιρέ. Το δωμάτιο το βρήκε με είκοσι λίρες το μήνα. Τροφή και κατοικία. Το έπιασε. Κουβάλησε κιόλας εκεί, έστειλε τηλεγράφημα στην Πόλη, και άρχισε να περιμένει απάντηση για να μάθει πότε θα έφτανε η μητέρα της στην Αλεξάνδρεια, να πάει να τ ην παραλάβει.

Η Άννα άρχισε καινούργια ζωή. Όλη την ημέρα δουλειά γραφείου, τα βράδια μελέτη στενογραφία, τα σαββατοκύριακα μπάνιο σ’ ένα από τα τόσα προάστια του Ράμλι που βρίσκονταν πάνω σ’ εκείνη την ωραία αμμουδιά. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Άννα ένιωσε τέτοια σιγουριά.

Ένα πρωί κατά τις δέκα, ο κλητήρας του γραφείου της, ο Αμπάς, μαζί με τον καφέ και το σάντουιτς, της έδωσε ένα σημείωμα. το σημείωμα ήταν απ’ τη διευθύντρια της πανσιόν, που έγραφε στην Άννα να πάει γρήγορα, γιατί έφτασε αναπάντεχα η μητέρα της και δημιουργεί ζητήματα.

Με την ψυχή στο στόμα έφτασε η Άννα στην πανσιόν και βλέπει μπροστά στην πόρτα συνωστισμό. Δυο αραπάδες τραβοκοπούν στο πεζοδρόμιο έναν τεράστιο και βαρύ σάκο, — χαράρι, όπως το λέγαν τότε οι πολίτισσες νοικοκυρές, όπου θηκιάζαν μέσα όλα τους τα στρώματα και τα παπλώματα όταν μετακομίζανε. Στην είσοδο της οκέλας δέματα. Μπαίνει στο ασανσέρ, φτάνει στο τελευταίο πάτωμα, και βλέπει στο διάδρομο άλλα δέματα, καπελιέρες, μπόγους, κασόνες.

Η Νάζλη, η μονόφθαλμη πλύστρα της πανσιόν που ζούσε πάνω στην ταράτσα, στέκεται μπροστά στην πόρτα της κάμαρας την ανοιχτή και χαχλανίζει, και μέσα η κυρία Κλειώ όρθια ανάμεσα σε μπαουλάκια και άλλες αποσκευές μαλώνει με τη διευθύντρια της πανσιόν.

—Άννα, παιδί μου…

—Δεσποινίς…

—Σταθείτε, σταθείτε, λέει η Άννα και πιάνει το κεφάλι της. Σταθείτε, σας παρακαλώ. Μαντάμ Καρρώ, μ’ αφήνετε μόνη με τη μητέρα μου; Και συ πως βρέθηκες εδώ χωρίς να ειδοποιήσεις;

—Γιατί; Τόσο πια γέρασα, που δεν μπορώ χωρίς τη βοήθειά σου να έρθω στην Αλεξάνδρεια;

—Και όλο αυτό το γκιότσι γιατί το κουβάλησες; Δεν είπαμε μόνο δυο βαλίτζες; Πού θα τα βάλουμε τώρα όλ’ αυτά;

Πάει να καθήσει η Άννα πάνω σ’ ένα κασόνι, σκοντάφτει σ’ ένα καλάθι.

—Προσοχή, Άννα μου, το ζώο.

—Ποιο ζώο;

—Καλέ ο Ασλάν. Τρελάθηκα να τον αφήσω τον Ασλάν σ’ εκείνη την παρτσακλή τη φιλενάδα σου; Το έφερα μαζί μου το ζώο.

Και σε λίγο με τρυφερό χαμόγελο:

—Πρόσεξε, σ’ εκείνη την καλαθούνα είναι η Μαλβίνα. Και … να σ’ τα πω τα νέα, Άννα μου; Γέννησε το πουλάκι μου μέσα στο βαπόρι και έκανε δυο. Ένα τιγράκι και ένα σαριδάκι.

Εκείνο το βράδυ η Άννα πριν κοιμηθεί προσευχήθηκε. «Παντοκράτορα Θεέ, είπε, βοήθεια! Και σεις, θεοί που βασιλέψατε στην άνω και κάτω Αίγυπτο, Ίσις και Όσιρις και Άμμον Ρα, εσύ Μπαστέτ, θεά με τη γατίσια μούρη, λυπηθείτε, αν όχι εμένα, τουλάχιστον τις γάτες που κουβάλησε εδώ μέσα η μάνα μου. Λυπηθείτε μας και κάντε το θαύμα σας.»

Και ω του θαύματος! Η προσευχή της Άννας εισακούστηκε. Πριν καλοξημερώσει, οι ουρανοί πάνω απ’ την έρημο της Σαχάρας άλλαξαν χρώμα. Σηκώθηκαν μικρά κύματα άνεμοι. Τα διαδέχτηκε μια μικρή ψιχάλα, και ύστερα σκιάστηκε ολωσδιόλου ο ήλιος πάνω από την Αλεξάνδρεια. Απλώθηκε παντού ένα σύννεφο. Σκοτάδι. Ένας πυρωμένος άνεμος φέρνει πυρωμένη άμμο που σα λάβα απλώνεται πλατιά και σκεπάζει τα πάντα. Τρυπώνει παντού, περνά ανάμεσα από κλειστά παντζούρια και τζάμια, και τρυπώνει σε κλειστά μπαούλα, σε συρτάρια, μέσα στα μάτια του κόσμου και κάτω από τα νύχια του. Βουίζει ο καφτός άνεμος καθώς περνά και τραβά τον πυρακτωμένο δρόμο του για να πάει να πέσει μέσα στη θάλασσα.

—Χαμσίν! ακούει η Άννα να φωνάζουνε τρομαγμένοι μπαρμπερίνοι στο διάδρομο.

Ακούονται βιαστικά βήματα, τρέξιμο, παντζούρια να κλείνονται, πόρτες να χτυπούνε. Πετιέται η Άννα πάνω και αρπάζει τις γάτες, τις κλείνει στα καλάθια τους για καλό και για κακό. Ανοίγει η πόρτα της κάμαρά της κι ένας μπαρμπερίνος ορμάει μέσα. Σκοντάφτει πάνω στις αποσκευές που γέμιζαν την κάμαρα, κλωτσά, δρασκελά και τρέχει στην μπαλκονόπρτα.

—Χασμίν! λέει.

Γκάπα-γκούπα! σφαλνά μάνι-μάνι την πόρτα της βεράντας, βγάζει απ’ την τσέπη του μπουμπάρια και σουγιά και αρχίζει να στουμπώνει χαραμάδες. Μπροστά στην ανοιχτή πόρτα στέκεται η μονόφθαλμη Νάζλη και χαχλανίζει.

—Τι είναι, καλέ; Τι γίνεται;

Η Κλειώ κάνει να σηκωθέι, αλλά είναι ακόμα ζαλισμένη. Πέφτει πίσω στο κρεβάτι της.

—Τι γίνεται;

—Χαμσίν! φωνάζει η Άννα, και χωρίς να καταλάβει πως της ήρθε, αρπάζει το πρώτο δέμα που βρίσκεται μπροστά της και το πετά στη Νάζλη. Πάρε, Νάζλη, να, πάρε κι αυτό.

Κλωτσά μια κασονίτσα στο διάδρομο.

—Πάρ’ τα όλα! Φώναξε και όλους τους σοφράγκηδες από κάτω νάρθουν να πάρουν κι εκείνοι πράματα.

Κλωτσά μια καπελιέρα στο διάδρομο, την αρπάζει ένας μπαρμπερίνος που έτρεχε μπροστά απ’ την πόρτα τους.

—Πα! κάνει η κυρία Κλειώ. Πα!

Και προσπαθεί να σηκωθεί.

—Καλέ, Άννα!

—Σουτ! Σιωπή, χαμσίν! φωνάζει η Άννα έξαλλη. Κάτσε κάτω!

Γκάπα-γκούπα! Τα παράθυρα δώθε-πέρα εξακολουθούν να κλείνονται. «Χαμσίν! Χαμσίν!» ανεβαίνει η ηχώ μέσα στο φεγγίτη από το κάτω πάτωμα. Οι ένοικοι όλοι τρομαγμένοι κάθονται στα δωμάτιά τους. Οργή Θεού!

—Να, Αζίζ! φωνάζει η Άννα, τραβώντας έναν αράπη από την γκελεμπία του. Πάρτ’ το αυτό.

Και κλωτσά ένα κασόνι στο διάδρομο.

—Καλέ, Άννα, προσπαθεί να πει η κυρία Κλειώ με σβησμένη φωνή.

—Σους! Χαμσίν!

Τώρα πια αλλόφρων η Άννα τα αρπάζει όλα από μπροστά της και τα πετά στο διάδρομο φωνάζοντας θριαμβευτικά:

—Χαμσίν! Ελάτε, μάγειροι, καμαριέρηδες, μποάμπηδες, ελάτε, πάρτε.

Μια πόρτα άνοιξε δίπλα στην κάμαρά της.

—Τι είναι, τζάνουμ; Πολύ πατιρντί ένεται! λέει η διπλανή αρμενοπούλα.

—Χαμσίν! της λέει η Άννα και σφαλνά την πόρτα της.

Η κάμαρα είχε αδειάσει. Μονάχα δυο βαλίτζες απόμειναν κοντά στο κρεβάτι της κυρίας Κλειώς και δυο καλάθια με τις γάτες κάτω απ’ τα κρεβάτια τους.

Η Κλειώ ήταν πεσμένη μπρούμυτα στο κρεβάτι και έκλαιγε. Η Άννα, εξαντλημένη, έπεσε ανάσκελα στο δικό της το κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια της.

Το θαύμα είχε γίνει.

Μαρία Ιορδανίδου, Σαν τα τρελά πουλιά, Εστία 1978, 1998(25), σ. 25-35.