Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τελευταία έκλεισε ένα από τα πολύ παλιά καφενεία του Πειραιώς, ο «Μιαούλης», απέναντι στο Μέγαρο Βάττη. Μα τα τελευταία χρόνια, τα καινούργια καφενεία ξεφυτρώνουν στον Πειραιά σαν τα μανιτάρια. Τόσα πολλά είναι τα καφενεία, που το Σωματείο Καφεπωλών έκανε απεγνωσμένα διαβήματα στους αρμοδίους να καθιερωθεί ένα ελάχιστο περιοριστικό μέτρο: να μην ανοίγει καινούργιο καφενείο εκεί που υπάρχει άλλο σε 50 μέτρων απόστασιν. Αλλά η υπόδειξης δεν έγινε δεκτή.

Και τα καφενεία στην πρώτη μας εργατούπολιν αυξάνονται και πληθύνονται: 650 είναι οι συνδικαλισμένοι καφεπώλαι στον Πειραιά και άλλοι 350 στην Κοκκινιά, μας κάνουν μια χιλιάδα καφενεία, χώρια τα «ανοργάνωτα». Θα μπορούσε να βγάλει κανείς συμπεράσματα απ’ αυτό. Φτάνει να μπείτε μια εργάσιμη ώρα σ’ ένα από τα ναυτικά καφενεία του Πειραιώς, στο «Σαρωνικό», το «Ναυαρίνο», στα Ανδριώτικα, τα Χιώτικα, τα Υδραίικα και να δείτε τους ανέργους ναυτικούς, που τα γεμίζουν, περιμένοντας τον ανθρωπομεσίτη για δουλειά, ή να βρεθείτε σε συνοικιακό καφενείο και να δείτε την άνεργη νεολαία μας, που της έχουν αποκλείσει την δουλειά, την μόρφωσιν, τα σπορ, το μέλλον…

Αλλά μιλώντας για την σημερινή αλματώδη αύξησιν του αριθμού των καφενείων, δεν έχουμε σκοπό να αναπτύξουμε αυτό το θέμα. Αντίθετα, θα πάμε προς τα πίσω, προς την εποχή που τα καφενεία του Πειραιώς ήταν όλα-όλα δέκα και έπαιζαν κάποιο ρόλο στην κοινωνική του ζωή. Μερικά απ’ αυτά, μάλιστα, άφησαν εποχή, βάζοντας την σφραγίδα τους σε μια ολόκληρη περίοδο της ζωής του Πειραιώς. Καφενεία-κέντρα, που τα είχε «στέκια» η παλιά μαστοράντζα, «τα «σινάφια», και που έγιναν κέντρα των πρώτων εργατικών αγώνων και των πρώτων συνδικαλιστικών κινήσεων. Αλλά που συγκέντρωναν τους διανοούμενους της εποχής, που έδιναν στέγη στους φιλολογικούς καυγάδες, στα φλογερά κηρύγματα, τις φάρσες και τα όνειρα των νέων. Καφενεία που περίμεναν βιολιτζήδες τους παλιούς μερακλήδες νοικοκυραίους του «Περαία» να τους καλέσουν στ’ αρχοντικά τους τα βράδια, καφέ αμάν με τους νταήδες τους, καφέ σαντάν, καφενεία περίφημα για τους καφέδες τους, για τους ναργιλέδες τους και για τους τύπους που σύχναζαν εκεί…

Και σήμερα ακόμη, στον παλιό Πειραιά, υπάρχουν μερικά παμπάλαια καφενεία, απομεινάρια της εποχής εκείνης, που δεν λένε να κλείσουν, ούτε και να συγχρονισθούν.

Ακόμη στου Καμπούρη το μαγαζί στην οδό Εθνικής Αντιστάσεως, συχνάζει η «μαστοράντζα», οι παλιοί οικοδόμοι, που είναι τον περισσότερο καιρό άνεργοι. Άλλοτε ήταν οι «μάστοροι» -σπάνιζαν τότε οι πολιτικοί μηχανικοί και οι Αρχιτέκτονες- καλοστεκούμενοι νοικοκυραίοι, σεβαστοί. Σύχναζαν τότε και στο καφενείο του Παππού, στην Γεωργίου Α’. Ήταν καλοντυμένοι τα βράδια κατά την μόδα που επικρατούσε σε κάθε επάγγελμα, αλλά τα χέρια τους ήταν τραχιά, δουλεμένα, οι κουβέντες τους μετρημένες, ντόμπρες. Μπορεί να μην είχαν διπλώματα, αλλά έχτιζαν με μεράκι, δεν περιφρονούσαν το περιττό, το παραπανίσιο. Τώρα, όσοι ζουν ακόμη παλιοί μαστόροι, πού να βρουν δουλειά στα τσιμεντένια κουτιά, που χτίζονται για πολυκατοικίες…

Στον ίδιο δρόμο, παρακάτω, γωνία Εθνικής Αντιστάσεως και Βενιζέλου, ήταν το καφενείο του Αραμπή –τώρα της χήρας Άννας Ψυρρή- που σύχναζαν και συχνάζουν ακόμη οι μαρμαρογλύπτες. Είναι ίσως το παλαιότερο από τα καφενεία που σώζονται ακόμη, πάνω από πενήντα χρόνια «στέκι» του επαγγέλματος. Και τούτο το επάγγελμα γνώρισε μεγάλη πέραση εκείνη την εποχή, που οι εύποροι συναγωνίζονταν ποιος θα στολίσει καλύτερα το σπίτι του και οι φαμίλιες να αποκτήσουν τον οικογενειακό τους τάφο.

Η παράδοσις των «επαγγελματικών» καφενείων διατηρείται ακόμη, μια που το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει να δώσει στους εργαζομένους τίποτε περισσότερο από το καφενείο. Στα παραλιακά καφενεία, το «Ναυαρίνο» και το «Σαρωνικό», πάνε οι μηχανικοί θαλάσσης και οι άλλοι ναυτικοί, καθώς και στα νησιώτικα: του Βουδουράκη, όπου πάνε οι Σπετσιώτες, τα Ανδριώτικα του Λυγίζου [«Η Άνδρος»] και του Σμύρη [«Γάβριου»], τα Χιώτικα [«Ωραία Χίος» και «Οινούσαι»], τα Σαντορινιά του Γάσπαρη και του Κατσίπη κ.α. Στον «Αβέρωφ» της χήρας Σκαλτσά πηγαίνουν ακόμη οι καϊκτσήδες από τότε που τα καΐκια έδεναν μπροστά στο «Ρολόι». Στου Καλοροντάκου [οδός Γούναρη] συχνάζουν οι μηχανικοί εσωτερικής καύσεως. Από τα παλιά καφενεία είναι και των «Κυνηγών», όπου συγκεντρώνονται ακόμη οι Πειραιώτες κυνηγοί και λένε τα κατορθώματά τους, φανταστικά κατά το πλείστον. Το «Καφενείον των ΤΤΤ», απέναντι στο Τηλεγραφείο, είναι από τα παλιότερα σήμερα καφενεία του Πειραιώς και ο ιδιοκτήτης του κ. Στεφάνου από τους πιο παλιούς Πειραιώτες επαγγελματίες.

Στου Λεωνίδα Τραϊφόρου το καφενείο, γωνία Γεωργίου Α’ και Κουντουριώτου [όπου είναι τώρα αποθήκη καπνών] πήγαιναν οι οργανοπαίκτες, βιολί, σαντούρι, ούτι, κλαρίνο και «κανονάκι», τότε που ο Πειραιάς ήταν χωριό σχεδόν, με 10 καφενεία. Το καφενείο ήταν γνωστό σαν «Κολοκοτρώνης», από μια τεράστια χαλκογραφία του ήρωα του 21, που στόλιζε την αίθουσα. Μόλις σουρούπωνε, οι οργανοπαίκτες, με τα όργανά υπό μάλης, έπαιρναν την θέσιν τους γύρω στα τραπέζια, έπιναν το καφεδάκι τους για να ξενυστάξουν από το ξενύχτι της προηγουμένης και περίμεναν. Εκεί ήξεραν πως θα τους βρουν όσοι είχαν γλέντια, και τότε οι πρώτοι αστοί του Πειραιώς δεν… αστειεύονταν στα γλέντια τους. Κέντρα πολυτελείας, τζαζ και «μπουζουκλερί» δεν υπήρχαν, τα γλέντια γίνονταν στα σπίτια, με τα εθνικά και τ’ ανατολίτικα όργανα, με τον τσάμικο και τον καλαματιανό.

Έφταναν, λοιπόν, τα λαντώ και τα μόνιππα, με τους ίδιους τους νοικοκυραίους ή με παραγγελίες: «Ο κυρ Τζελέπης θέλει την παρέα του Κρητικού και λέει να μην ξεχάσετε το κανονάκι…».

Τις Απόκριες και τις μεγάλες γιορτές τ’ αμάξια έκαναν ουρά έξω από τον «Κολοκοτρώνη» να βρουν οργανοπαίκτες, με την Σαρακοστή… έπαιζε ταμπουράς, γιατί οι τοτινοί νοικοκυραίοι ήταν θεοφοβούμενοι και δεν γλεντούσαν.

Οι διανοούμενοι πάλι μαζεύονταν στο Πασαλιμάνι. Εκεί ήταν τρία καφενεία, από το παλαιότερο: Του Χρυσοστομίδη, εκεί που είναι τώρα η ταβέρνα Μήτσου [και δίπλα το περίφημο θέατρο Χρυσοστομίδη, τώρα «Ολύμπια»] και απέναντι άλλα δυο καφενεία, οι «Διόσκουροι» του Συνοδινού [σήμερα «Βερσαλλίες»] και του Διονυσιάδη [σήμερα «Σπλέντιτ»], που είχε από πίσω και το θέατρο, του ίδιου του Διονυσιάδη. Στο θέατρο αυτό κατέβαινε συχνά τα καλοκαίρια το Ελληνικό Μελόδραμα –πρόγονος της Λυρικής Σκηνής- που ήταν τότε «μπουλούκι». Συνέβαινε μάλιστα να παίζουν ταυτόχρονα τα βράδια τα «όργανα» στο καφενείο και το Μελόδραμα δίπλα στην μάντρα του Διονυσιάδη και να γίνεται…» ιλαροτραγωδία. Κάποτε, μάλιστα, μια λίγο νευρικιά πριμαντόνα, απηυδισμένη, από την αντίπραξιν μιας καφεσαντανίστριας, που ξελαρυγγιζόταν δίπλα, διέκοψε στο πιο κρίσιμο σημείο μια άρια της «Τραβιάτας» και φώναξε στην συνάδελφό της:

- Θα το βουλώσεις, μωρή, επί τέλους…

Στου Διονυσιάδη, πριν από 50-60 χρόνια έπαιρναν τον καφέ ή το ούζο τους οι περισσότεροι λόγιοι της εποχής: ο Νιρβάνας, ο Πορφύρας, κάποτε κι ο Βουτυράς, ο τενόρος ο Μωραΐτης, που ήταν διάσημος πότης και πειραχτήριο και άλλοι. Εκεί κατέβαινε κι ο Χρηστομάνος το πρωί και τ’ απόγευμα νωρίς, που είχε ησυχία, κι έγραφε σε μια γωνιά το έργο του, κοιτάζοντας την θάλασσα. Οι Πειραιώτες τον ήξεραν «ο καμπούρης», αλλά όλοι τον αγαπούσαν γιατί ήταν ήσυχος και γλυκομίλητος.

Στου Διονυσιάδη πήγαιναν και οι δήμαρχοι και γενικώς οι πολιτευόμενοι, όπως ο Τρύφων Μητσόπουλος, ο Ρετσίνας, ο Δαμαλάς, ο Δημοσθένης Σκυλίτσης. Κάθε απόγευμα έφτανε με το αμάξι του ο δήμαρχος τότε Τρύφων Μητσόπουλος, με τον ακόλουθό του τον Δημήτρη τον Παλούκη. Ο Διονυσιάδης, κατ’ εξαίρεσιν, έτρεχε να σερβίρει ο ίδιος τον «κύριο δήμαρχο». Ο Μητσόπουλος είχε έναν αμίμητο τρόπο να διώχνει όσους τον φορτώνονταν στο καφενείο για ρουσφέτια. Κάποτε τον πλησίασε ένας παίδαρος συστημένος από μια κυρία και του ζήτησε μια δουλειά «ελαφριά» για να μην … κουράζεται.

- Ξέρεις γράμματα; Τον ρώτησ’ ο δήμαρχος.

- Όχι.

- Α, να σου πω, παιδί μου, πήγαινε πουθενά αλλού, γιατί εγώ θέλω ή

γραφιά ή σκαφτιά…

Ο Δημοσθένης Σκυλίτσης πάλι ήταν… σκυλί στο δημαρχιλίκι του. Ο ίδιος, με την μαγκούρα απαραίτητα στο χέρι, επέβλεπε τα έργα οδοποιίας μέσα στο λιοπύρι παρ’ όλο το σκληρό κολάρο και την καπελαδούρα. Ήταν ο μόνος δήμαρχος, που δεν μπόρεσε να τον ξεγελάσει ο περιβόητος Λιγδοτάμπαρος, ο εργολάβος της πέτρας και να κλέψει τον Δήμο. Ίσως και γι’ αυτό υπάρχουν ακόμη δρόμοι του Σκυλίτση στον Πειραιά…

Προς το λιμάνι ήταν πάλι τα εμπορικά καφενεία. Στου Αναστάση Χαρβαλιά, στο οίκημα Αριστείδη Σκυλίτση, που έβγαινε και δήμαρχος, γινόταν προ 80 ετών οι δημοπρασίες και οι πλειστηριασμοί. Ο ειδικός εκφωνητής επαναλάμβανε την τελευταία προσφορά και φώναζε το γνωστό: α λα ούνα, α λα ντούο, α λα τρε, χτυπώντας και το ξύλινο σφυρί στο τραπέζι. Το παλιό ξύλινο πάτωμα του καφενείου ήταν κεντημένο σαν μωσαϊκό από μαύρα σημάδια, από τα καρβουνάκια των ναργιλέδων, που έπεφταν κάτω, μέσα στην νευρικότητα της διαδικασίας του πλειστηριασμού.

Παλαιότατο εμπορικό κέντρο ήταν και το καφενείο του Σαγκανά, που είναι ακόμη το εμπορικό χρηματιστήριο του Πειραιώς.

Την ίδια εποχή στη περιοχή εκείνη ήταν τα καφενεία του Σκριβάνου, απέναντι στον σταθμό, του Δημόπουλου, κάτω από το «Ρολόι», του Αραμπή [Ναυαρίνου και Τσαμαδού], που πουλούσε και τα «τουμπεκιά», του Ζέρβα, στην πλατεία Τελωνείου, του Παπούτσα στην Τρούμπα, του Τζελέπη [στο πρώτο σπίτι που έκτισε ο Τζελέπης, στην παραλία του λιμανιού], που αργότερα το πήρε ο Κρανιδιώτης, διάσημος παλληκαράς, και το έκανε καφέ αμάν.

Τότε, που δεν υπήρχε μόνιμο θέατρο, κινηματογράφος, ραδιόφωνο και κέντρα διασκεδάσεως, πολλά καφενεία αντικαθιστούσαν λίγο-πολύ όλα αυτά. Εκτός από τα καφέ αμάν, τα καμπαρέ της εποχής, υπήρχαν πολλά καφέ σαντάν που παρουσίαζαν προγράμματα με τραγούδια και ορχήστρα και κάποτε διάφορα νούμερα ή παντομίμα. Τέτοια ήταν του Μπέη και Μεζελιώτη στον Τινάνειο Κήπο [ο Μεζελιώτης ήταν ένας από τους γραφικότερους τύπους της εποχής], του Κουτσούρη, στην πλατεία αμαξάδων, όπου ήταν το αμαξοστάσιο [Λαϊκή Τράπεζα τώρα] και η βρύση όπου πότιζαν τα άλογα, του Νικολάου στην στοά Πολίτου, του Μπαβέα στην οδό Τσαμαδού, του Σαλιπάστρα στην πλατεία Θεμιστοκλέους.

Τα καφενεία αυτά έβγαζαν τραπεζάκια στα πεζοδρόμια και στις πλατείες και μερικά, μάλιστα, όπως του Αβδή, στον Τινάνειο Κήπο όπου έπαιζε η Φιλαρμονική του Δήμου –περίφημη τότε- είχαν…τζάμπα ορχήστρα. Τα περισσότερα όμως είχαν δυο-τρία βιολιά και κάποια ντιζέζ… μεγάλων καλλιτεχνικών αξιώσεων και διασκέδαζαν την πελατεία.

Κανένας περιορισμός δεν υπήρχε και τα τραπεζάκια σκέπαζαν όλες τις πλατείες και τους…κήπους. Μάλιστα, τόση ήταν η ασυδοσία της ελεύθερης πρωτοβουλίας, που μπροστά ακριβώς στο Δημοτικό Θέατρο κάποιος καφετζής, που είχε «δόντι», έστησε παράγκα και γέμιζε την πλατεία μπροστά στο θέατρο με καρέκλες και τραπέζια.

Για να προλαβαίνουν την πελατεία –το καλοκαίρι προπαντός- και για να έχουν… στυλ, τα καφενεία είχαν δημιουργήσει ειδικούς στην εκφώνησιν των παραγγελιών σερβιτόρους. Ένας αρτίστας στο είδος αυτό σερβιτόρος ήταν ο περίφημος «δεκανέας», στο καφενείο Σταυρόπουλου, στην πλατεία Θεμιστοκλέους τότε [που το 1928 την πούλησε ο δήμαρχος Τάκης Παναγιωτόπουλος και έγιναν εκεί τα μέγαρα τν μεγάλων τραπεζών]. Όταν είχε καλλιτεχνικό πρόγραμμα παντομίμας, η πλατεία Θεμιστοκλέους έπηζε από κόσμο. Ο «δεκανέας» τότε ήταν στις δόξες του. Κι απ’ τα δυο αυτιά έπαιρνε παραγγελίες μαζεμένες και ποτέ δεν τα έχανε. Αλλά ήταν και σωστός τενόρος, καμπάνα φωνή. Έβαζε το χέρι δίπλα στο στόμα κι έδινε παραγγελίες από την πλατεία στο «νταπή», πενήντα καφέδες μαζεμένους, σε δική του ιδιόρρυθμη μελωδία, που ήταν χάρμα να τον ακούς:

- Μάστορααα, κάνε καφέδες σαράνταααα, οι 4 σκέτοι, οι 5 με πολλά ολίγην, οι άλλοι 3 με ολίγην, 10 μέτριοι…

Και συνέχιζε: Όχι πολλά γλυκοί, γλυκοί, πολλά γλυκοί, βαρύ γλυκοί… Εξήντα οκτώ ως εβδομήντα ειδών καφέδες περιελάμβανε η καφεδοποιητική επιστήμη – το βεβαιώνουν αξιόπιστοι παλαιοί καφετζήδες. Και η ιεραρχία ήταν αυστηρότατη στην παραγγελιά. Πρώτα τους σκέτους και κατά σειρά από τους πιο πικρούς προς τους πιο γλυκούς και καταλήγοντας στα μισά «φλιτζάνια» έπρεπε να δοθεί η παραγγελιά, διαφορετικά χαλούσε η ιεροτελεστία. Τα «μισά φλιτζάνια» τα έπιναν τα κουτσαβάκια της εποχής, με τα τζογιέ πανταλόνια και τα ψηλοτάκουνα σκαρπίνια χωρίς κορδόνια.

Ήταν η εποχή των τύπων και ο Πειραιάς είχε άφθονους πάντοτε. Ένας από αυτούς –μια που μιλάμε για καφετζήδες- ήταν και ο Μακριδάκης, που είχε καφενείο-περίπτερο απέναντι στο Δημοτικό Θέατρο. Ήταν ένας Κρητίκαρος θεόρατος, με μακριές μουστάκες και στιβάνια, που του είχε κάτσει η λόξα να βρει το «αεικίνητο» και σταύρωνε τους πελάτες του με τα σχέδιά του.

Μια χαριτωμένη ιστορία διηγούνται για έναν άλλο καφετζή της πλατείας Θεμιστοκλέους, που φώναξε το Θεοδοσίου, τον «ποιητή του κάρου», που έκανε και τον ζωγράφο, να του ζωγραφίσει ένα λιοντάρι στον εξωτερικό τοίχο του καφενείου του. Ο Θεοδοσίου ζητούσε μερικά τάλιρα για την δουλειά, αλλά ο καφετζής τού έδινε ένα μόνο.

- Αν το θέλεις λυτό, του λέει τέλος, ο Θεοδοσίου, πάει καλά, αλλά αν το

θέλεις δεμένο θα πληρώσεις όσα σου ζητάω…

- Μωρά κάνε το λυτό, του λέει ο καφετζής, ευχαριστημένος που πέτυχε

τόσο εύκολα την έκπτωση.

Ο Θεοδοσίου το έκανε, αλλά με την πρώτη βροχή το λιοντάρι έγινε άφαντο από τον τοίχο. Ο περίφημος φαρσέρ ποιητής του κάρου το είχε κάνει με φτηνές νερομπογιές.

- Ποιος σου είπε να μην το κάνης δεμένο, να το ’χεις σίγουρο, απαντούσε ο Θεοδοσίου στις διαμαρτυρίες του καφετζή.

Μα και δεμένο να το είχε κάνει ο Θεοδοσίου, το λιοντάρι δεν θα υπήρχε πια στο πειραιώτικο καφενείο. Αν δεν το είχε πάρει η βροχή, θα το έπαιρνε η κατεδάφισις.

Τα παλαιά καφενεία του Πειραιώς, με την φυσιογνωμία τους και τα μεγαλεία τους, δεν υπάρχουν πια.

Δημήτρης Ραυτόπουλος, «Τα παλιά καφενεία του Πειραιώς», εφ. Αυγή, 9 Μαρτίου 1958 με πλήρη τίτλο «Τότε που δεν υπήρχαν τζαζ και μπουζούκια…τα παλιά καφενεία του Πειραιώς». Από το ανθολόγιο

Νίκος Αξαρλής – Βάσιας Τσοκόπουλος, Πειραιάς- Ανθολόγιο αφηγήσεων, Εκδόσεις Τσαμαντάκη, Πειραιάς 2009, σ. 203-207