Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η Αργίνη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1883. Εκείνο το χρόνο όλοι οι πιο επιφανείς Έλληνες της Αλεξάνδρειας αγόρασαν οικόπεδα στην οδό Ροζέτα, πέρα από τη χτισμένη πόλη, σε μέρος έρημο ακόμα τότε προς την έξω πύλη που έκλειε την οδό Ροζέτα. Οι πύλες έκτοτε κατεδαφίστηκαν, και όλο εκείνο το μέρος που λέγουνταν Porte Rosette κ’ έκλειε την πόλη προς το Ράμλε, έγινε πάρκα και περιβόλια. Επειδή λοιπόν μόνον Έλληνες αγόρασαν τα απόμακρα εκείνα οικόπεδα και όλοι μαζί έκτισαν τα σπίτια τους, η συνοικία αυτή ονομάστηκε Quartier Grec. Ήταν η ωραιότερη συνοικία της Αλεξάνδρειας, γιατί χτίστηκαν μονοκατοικίες όμορφες, όλες μέσα σε περιβόλια, και παντού φυτεύθηκαν δέντρα, έγιναν πρασιές, και στο πλούσιο χώμα της Αιγύπτου, μεγάλωσαν αυτά και φούντωσαν σε λίγους μήνες.

Αγόρασε και ο πατέρας μας ένα οικόπεδο με μεγάλο περιβόλι, πάνω στην οδό Ροζέτας, και άρχισε να χτίζει.

Η μητέρα μου, πριν παντρευθεί, είχε ακούσει την τύχη της από κάποια τυφλή Αραπίνα που έριχνε ρεβίθια κ’ έλεγε μοίρες. Την είχε παρασύρει να πάγει ν’ ακούσει την τύχη της, η αδελφή της πρώτης γυναίκας του θείου Γιάννη, με τον οποίο κατοικούσε τότε η μητέρα μου, μια Αρτεμησία Τσερλέντη, (η πρώτη γυναίκα του θείου Γιάννη, μητέρα της Πηνελόπης Φωτιάδη και του Κωνσταντίνου, ήταν κόρη Τσερλέντη και πέθανε και κείνη φθισική. Δεν τη γνωρίσαμε, πέθανε νέα και αυτή).

Η τυφλή Αραπίνα προείπε στη μητέρα μου το γάμο της και διάφορα μέλλοντα της ζωής της, που τωόντι πραγματοποιήθηκαν. Και της είπε πως θα χτίσει ένα ωραίο σπίτι, και σαν τελειώσει θα πεθάνει.

Ώστε με κάποια συγκίνηση και δισταγμό άκουσε την αγορά του οικοπέδου και την απόφαση του πατέρα να χτίσει. Ο πατέρας όμως δεν άκουε από τέτοια, δεν πίστευε μαντείες και βάσκανους οφθαλμούς και μοίρες, και τράβηξε μπροστά κ’ έχτισε το σπίτι του που τελείωσε στα 1884. Και είχε δίκαιο γιατί αργότερα έχτισε και άλλο σπίτι στο Ράμλε, και αργότερα τρίτο στην Κηφισιά, και αγόρασε νεοχτισμένο τέταρτο στας Αθήνας, στην οδό Κουμπάρη, και δεν έπαθε τίποτα η μητέρα.

Εκείνο το καλοκαίρι του 1884, πήγαμε πάλι στο Ράμλε για τους ζεστούς μήνες και για να κάνομε θαλάσσια λουτρά.

Με την Madame Mettère δεν προκόβαμε στα γαλλικά, δε μαθαίναμε τίποτα, μας μιλούσε ξένη γλώσσα, ιταλικά (που όλοι στην Αίγυπτο τα μισοξέραμε) ή αγγλικά, δε θυμούμαι πια τι από τα δυο, για να συνεννοούμεθα. Μα ήταν μπόσικη δασκάλισσα, και ύστερα από το μαντάτεμά της στη μητέρα και το ξύλο που έφαγα, δεν την αγαπούσαμε.

Ο Αντώνης είχε επιστρέψει από του Βούλγαρη το σχολείο των Αθηνών, και τότε αποφάσισαν οι γονείς μας να πάρουν γαλλίδα δασκάλισσα στο σπίτι.

Έτσι ήλθε η Mademoiselle Dufay κοντά μας, συστημένη από τη θεία της Φανής και της Μάγγης Συναδινού, μια κυρία Βλαστού της Μασσαλίας. Για τους τρεις μας τους μεγάλους, μα ιδιαιτέρως για μένα, δέκα χρονών κορίτσι τότε, ο ερχομός της ήταν ένας σταθμός της ζωής μας.

Έφθασε Ιούλιο μήνα. Ήταν χολέρα στη Μασσαλία και χρειάστηκε να κάνει «καραντίνα» στο «λαζαρέτο» της Αλεξάνδρειας, δεν ξέρω καλά που, σε κάποιο νησάκι φαντάζομαι, στο λιμένα κοντά.

Η μητέρα, που είχε κάποιο φόβο για τις γαλλίδες δασκάλισσες, les anges gardiens, είχε ζητήσει δασκάλισσα όχι πολύ νέα. Της είπαν τις συστάσεις της από τη Μασσαλία, πως η Mademoiselle Dufay ήταν 35 χρονών. Σαν έφθασε το πλοίο, έστειλαν οι γονείς μας έναν πιστό, ανώτερο υπάλληλο, τον Κωστή Ξενάκη, να την υποδεχθεί και να φροντίσει να της δοθεί ό,τι χρειάζουνταν για να μην κακοπεράσει στο «λαζαρέτο».

Την είδε ο Ξενάκης, την κουτσοβόλεψε όσο καλά μπορούσε, (κακοπέρασε φοβερά, η κακομοίρα) και ανέβηκε στο Ράμλε. Τον θυμούμαι στη βεράντα μας σαν έφθασε. Με μια σύντομη κίνηση του χεριού του που ήταν μεγάλο, έκανε νόημα καθησυχαστικό.

—«Έννοια σας, κυρία Μπενάκη», είπε με το αγαθό του χαμόγελο. «Σας είπαν πως είναι 35! Βάλτε και άλλα 10, και είστε μέσα.»

Με περιέργεια όσο και δυσπιστία και ανησυχία, περιμέναμε την καινούρια δασκάλισσα. Τι θα ήταν αυτή; Άλλη Madame Mettère; Καμιά κακιά Degroushy; Αυστηρή; Θα μας έδερνε;

Την είδαμε που κατέφθασε μια μέρα, συνοδεμένη από τον πιστό Κωστή Ξενάκη, γίγας αυτός, κοντή και γεμάτη εκείνη, μ’ ένα φόρεμα μπλου μελιντζανί, κολλητό στο μπούστο, με στρογγυλά κουμπιά σ’ όλο το μάκρος του στήθους, κοντή φούστα όλο «πολωναίζες» και «τουνίκες», (η τότε ασχημότατη μόδα), που άφηνε να φαίνεται το πόδι, ασπροκαλτσωμένο, στο μαύρο της κουμπωτό στιβάλι. Φορούσε γυαλιά χρυσά (lunettes), τα μαλλιά της λαδωμένα πλακωτά, με χωρίστρα στη μέση, καδράριζαν το μακρουλό, αρκετά ρυτιδωμένο της πρόσωπο, όπου διακρίνουνταν ιδίως η πλατιά μύτη της, «un nez en pied de marmite», όπως έλεγε η ίδια για τον εαυτό της. Ήταν πράσινα, χαμογελαστά, έξυπνα και αγαθά τα μάτια της. Μα εμείς την κοιτάζαμε με δυσπιστία, προκατειλημμένοι εναντίον της από τις αγγλόφιλές μας αντιλήψεις και τις αντιγαλλικές κουβέντες του άγγλου μας δασκάλου, Mr. Williams.

Τη δέχθηκαν στη βεράντα οι γονείς μου, και μεις οι τέσσερις πιο μεγάλοι κοιτάζαμε και ακούαμε τη γαλλική κουβέντα, χωρίς να καταλαβαίνομε τίποτα. Αντιληφθήκαμε όμως αμέσως πως η μητέρα δυσκολεύουνταν να μιλήσει, ενώ ο πατέρας τα έλεγε ελεύθερα. Ως προς τον Ξενάκη, άκουε, σαν πάντα λιγόλογος ή και σιωπηλός, τα μεγάλα του χέρια το ένα μες στο άλλο, το αγαθό του βλέμμα λίγο ειρωνικό καθώς σταματούσε στα ψαρά μαλλιά και το ρυτιδιασμένο πρόσωπο της δήθεν τριανταπεντάρας δασκάλισσας.

Ήταν τύπος ο Ξενάκης, ένας από τους στύλους του καταστήματος Χωρέμη – Μπενάκη και Σία.

Ήταν Χιώτης, πολύ ψηλός, δεμένος, μελαχρινός, ξυρισμένος, με πιστού σκύλου καστανά μάτια όλο αγάπη και καλοσύνη. Είχε στη Χίο δύο ή τρεις αδελφούς, όλοι θηρία στη δύναμη και στην παλικαριά. Ένας του αδελφός σκότωνε ταύρο με μια γροθιά. Ο Κωστής Ξενάκης ήταν χεροδύναμος όσο λίγοι. Μια νύχτα, στις ταραγμένες μέρες μετά τον Άραμπη, ενώ επέστρεφε σπίτι του, ένας φανατικός Αράπης, ή ίσως απλώς κλέφτης, του ρίχθηκε μ’ ένα μαχαίρι, να τον σκοτώσει. Ο Κωστής Ξενάκης πέταξε τη χέρα του και του έδωσε ένα μπάτσο. Και ο Αράπης κυλίστηκε στο χώμα, αναίσθητος. Όπου άρχισε να θρηνεί ο Κωστής, πως «Σκότωσα τον άνθρωπο! Αχ, τον κακομοίρη! Τι έκανα!» Και τον σήκωσε στις χερούκλες του και τον πήγε στο ελληνικό νοσοκομείο, το φονιά του, κ’ έμεινε κοντά του ώσπου τον συνέφεραν και πείσθηκε πως δεν είχε πάθει άλλο από κλονισμό του φοβερού μπάτσου, του έδωσε και μιαν αποζημίωση και τον άφησε ελεύθερο χωρίς να τον καταγγείλει.

Εμείς μάθαμε αυτήν την ιστορία από τη μητέρα, στην οποία την είχε διηγηθεί ο ίδιος λέγοντας: «Για σκεφθείτε, αν είχα σκοτώσει τον άνθρωπο!»

Με αγανάκτηση του είπε κείνη:

—«Μα εκείνος θα σε σκότωνε εσένα, Κωστή!» (Ήταν ο Ξενάκης από τους μετρημένους ανθρώπους που τους έλεγε η μητέρα με το βαπτιστικό τους και τους μιλούσε στον ενικό).

—«Μπα, δε με σκοτώνουν εμένα», της αποκρίθηκε κείνος αψήφιστα.

Με τέτοια και άλλα, τον λάτρευαν οι Αραπάδες της «σούνας» (αποθήκης βαμβακιών) και της «πρέσας» (πιεστήριου, που έβγαζε τις μπάλες μπαμπάκι), που διεύθυνε ο Ξενάκης. Χεροδύναμο τον ήξεραν, και αυστηρό, και σκυλί στη δουλειά του. Μα τον ήξεραν και πονόψυχο όσο και δυνατό, και δίκαιο, και «άνθρωπο» (human), και αγαθό, καλό, γλυκομίλητο, τίμιο, σωστό.

Στη σφαγή του Άραμπη, άλλοι υπάλληλοι κρύφθηκαν, ιδίως ένας Μικές Λουίζος, που εργάζουνταν και αυτός στη σούνα και μοίραζε φούσκους και σβερκιές γενναία. Αυτόν θα τον σκότωναν αν τον είχαν βρει. Τον Ξενάκη όμως, όχι μόνο δεν τον πείραξε κανένας, αλλά και τον φύλαξαν οι Αραπάδες της σούνας και της πρέσας από τους φονιάδες, και όταν έκαψαν την Αλεξάνδρεια, δεν πείραξαν τη δική μας σούνα, που τη φύλαξε, με το επιτελείο των υπαλλήλων και εργατών του, Αραπάδων, αναφaνδόν, ο Ξενάκης.

Πηνελόπη Δέλτα, Πρώτες ενθυμήσεις, επιμέλεια Π.Α. Ζάννας, Αθήνα, Ερμής 1985, σ. 114-118.