Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά

Και περνούν τα χρόνια ως είθισται, και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 2005. Έχουμε μόλις μετακομίσει με το Κουτάβι στην τωρινή μας κατοικία, και το πρώτο μέλημα, ασφαλώς, είναι η επίπλωσή της. Οπότε και παίρνω τη μεγάλη απόφαση να βγάλω την πρώτη μου πιστωτική, δίνοντας όρκο στον εαυτό μου πως, αφότου σκάσω τα απαιτούμενα φράγκα στο ΙΚΕΑ, δε θα την ξαναχρησιμοποιήσω ποτέ, αλλά θα την ξοφλήσω και θα την κόψω (κούνια που με κούναγε…) Όταν όμως ήρθε η ώρα να πάω στην τράπεζα, κώλωσα, διότι, μικρός κι αθώος κι αμάλλιαγος όπως ήμουν, και μη γνωρίζοντας ότι οι τράπεζες έτσι επιβιώνουν τη σήμερον ημέρα, φοβόμουν μη μου πουν: «Ουστ από 'δω, ψωρίλε συγγραφίσκο, που θες και πιστωτική!» Αντιθέτως το μόνο που χρειάστηκε ήταν η υπογραφή του πατέρα μου ως εγγυητή, ο οποίος με όρκισε, στα κόκκαλα της μάνας μου, τα δικά του και των Ελλήνων τα ιερά, να μην πατήσω το πόδι μου σε καζίνο φέρων πιστωτική κάρτα. Η αγωνία του ήταν δικαιολογημένη, βέβαια, καθώς λίγα χρόνια πριν, όταν στην όμορφη Θεσσαλονίκη είχε πρωτανοίξει το υπέρλαμπρο καζίνο γνωστού ξενοδοχειακού ομίλου, στην παλιά μου βερσιόν των δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών, με το δέλεαρ του πρωινού μπουφέ, όπου με πέντε ευρώ έτρωγες ένα χοιροστάσιο μπέικον και πέντε πανέρια αυγά, πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες ξημεροβραδιαζόμουν στη ρουλέτα των ψιλικατζήδων, να πίνω τζιν-τόνικ μέχρι τελικής πτώσης και να ξεπαραδιάζομαι για να περνά η ώρα.
Όλα πήγαν κατ' ευχήν, και μάλιστα, προς απέραντη χαρά μου, δέκα μέρες μετά βρήκα στην αλληλογραφία μου όχι τη μία που είχα ζητήσει, αλλά δύο πιστωτικές! Κατενθουσιασμένος, έσπευσα να μοιραστώ το χαρμόσυνο νέο με το Κουτάβι, προτρέποντάς το να εκμεταλλευτεί κι αυτό την απίστευτη γαλαντομία της τράπεζας - οπότε κι ο νουνεχής καλός μου με πληροφόρησε ότι, στην πραγματικότητα, η δεύτερη κάρτα συνιστούσε παγίδα για να ξοδέψω και να χρεωθώ κι άλλο, κι ότι έπρεπε να την καταστρέψω πάραυτα ή, έστω, να του τη δώσω να την καταχωνιάσει στου βοδιού το κέρατο και να με προστατέψει απ' τον σπάταλο εαυτό μου.
Αλλά την επομένη πήγαμε στο ΙΚΕΑ, όπου για πρώτη φορά κατάλαβα τι εστί καταναλωτικό αμόκ. Το 'βλεπα; Το ποθούσα για έστω και τέσσερα δέκατα του δευτερολέπτου; Το 'ριχνα στην τσάντα δίχως δεύτερη σκέψη. Μέσα σε τέσσερις ώρες ψυχωσικής υπερέντασης, γεμίσαμε τέσσερις τσάντες με τζίτζιλα-μίτζιλα (μιλάμε για τόσο λούτρινο κουκλάκι και πλαστικό παιδικό σερβίτσιο και φωτάκια νυκτός, που άνοιγες χαλαρά βρεφονηπιακό σταθμό), φορτώσαμε δύο παλέτες έπιπλα ως απάνω, και φεύγοντας, σηκώσαμε και τα μισά τρόφιμα. Το τριχίλιαρο που έσκασα είχε τσούξει λιγάκι, αλλά είχε κι ένα στοιχείο εξωπραγματικού: Είχα όντως μόλις ξοδέψει τρεις χιλιάδες ευρώ; Ένα εκατομμύριο παλιά λεφτά; Εγώ; Δεν μπορεί. Και μόλις παράχωσα κάρτα κι απόδειξη στην τσέπη, το όργιο ήταν ως μη γενόμενο. Α¬κολούθησε μήνας απερίγραπτης ευφορίας και διακοσμητικού οίστρου, όπου τα πρωινά εγώ και η Ρουάλα συναρμολογούσαμε τα έπιπλα όλα λάθος, και τα βράδια το Κουτάβι γύριζε απ' τη δουλειά, τα λύνε και τα ξανάφτιαχνε σωστά.
Και στον μήνα πάνω, σκάει ο πρώτος λογαριασμός… Και συνειδητοποιώ για πρώτη φορά το ιλιγγιώδες ύψος του χρέους, καθώς και το γεγονός ότι, για να το εξοφλήσω καταβάλλοντας μόνο την ελάχιστη δόση, θα 'πρεπε να ζήσω μέχρι τα ενενήντα έξι μίνιμουμ. Οπότε, καθώς τα ζόρια της μετακόμισης καλά κρατούσαν, τι πάω και κάνω η γάτα με τα πέταλα; Αρχίζω να χρησιμοποιώ τη δεύτερη κάρτα ως cash card για να πληρώνω τις δόσεις της πρώτης, αλλά και για ποικίλα άλλα έξοδα, αντιμετωπίζοντας το πιστωτικό της όριο σαν καταθετικό λογαριασμό που μου 'χε χαριστεί, ως διά μαγείας, για τις δύσκολες στιγμές. Με αποτέλεσμα σύντομα η δόση της να ισοφαρίσει τη δόση της πρώτης και πλέον ξετιναγμένης κάρτας.
Κι όπως συμβαίνει στο πρώτο στάδιο του πένθους, περνώ απ' το πρώτο σοκ στην άρνηση, η οποία και εκδηλώνεται ως εξής: Κάθε φορά που έσκαγε ο φάκελος με τη λυπητερή, αντί να τον ανοίγω και να συγχύζομαι, τον πετούσα όπως ήταν στα σκουπίδια και κατέθετα όσα ήθελα, όποτε ήθελα και αν ήθελα. Η φάση «φύγε Κακό απ' τα μάτια μου» κράτησε κάνα τρίμηνο, στο τέλος του οποίου το Κουτάβι με συνέλαβε επ' αυτοφώρω να σουτάρω μια ντάνα φακέλους στοv κάδο, κι αρπάζοντας με απ' το αυτί μού εξήγησε ότι δεν παίζουμε μ' αυτά τα πράγματα. Οπότε κι εγώ του εξομολογήθηκα πως το τελευταίο διάστημα, όποτε μ' έπαιρναν τηλέφωνο για να μου υπενθυμίσουν τη δόση που πάσχιζα με κάθε τρόπο να ξεχάσω, προσποιούμουν ότι δεν είχα σήμα, βγάζοντας άναρθρες κραυγές του τύπου «χχχ… δεν ακούω τι λε… σύνδεση… χχχ» και στα καπάκια κλείνοντας κινητό, σταθερό και παραθυρόφυλλα.
Η μόνη λύση ήταν η μεταφορά υπολοίπου σε πιστωτική άλλης τράπεζας. Εγώ την είχα ακουστά τη μεταφορά, αλλά όταν το Κουτάβι μου εξήγησε πώς λειτουργεί (κι εγώ τα εξέλαβα όπως με βόλευε, τουτέστιν ότι μια καλόκαρδη τράπεζα-σωτήρας θα μ’ έσωζε απ’ τα νύχια της κακιασμένης τράπεζας που με κυνηγούσε για μερικά ψωροχιλιάρικα), ενθουσιάστηκα τόσο που πήγα επιτόπου κι έσκασα εκατόν είκοσι ευρώ για ροζ σαμπάνιες, για να γιορτάσουμε την επικείμενη λευτεριά μου.
Κι έτσι γίναν τρεις οι πιστωτικές… Βέβαια, προτού το Κουτάβι υπογράψει ως εγγυητής, μ’ έβαλε να επαναλάβω τον δεκάλογο του συνετού καταναλωτή:
«Τι κάνουμε όταν έρχεται ο λογαριασμός;»
«Τον ανοίγουμε και τον διαβάζουμε».
«Και μετά;»
«Τον πετάμε και βάζουμε… ε, δηλαδή, βάζουμε την ελάχιστη καταβολή».
«Και τι δεν είναι η πιστωτική κάρτα;»
«Δεν είναι κάρτα απεριορίστων αναλήψεων από ΑΤΜ».
«Γιατί;»
«Διότι τα επιτόκια για την ανάληψη είναι λίγο πιο μικρά απ’ το σύμπαν γιατί πρέπει να χωράνε κάπου».
«Και τι είναι η τράπεζα; Φίλος ή εχθρός;»
«Εχθρός».
«Και τι μας κάνει έτσι και τη φεσώνουμε επ’ αόριστον;»
«Μας παίρνει το πατρικό και βρισκόμαστε χωρίς βρακί στον κώλο».
«Και γι’ αυτό;»
«Δεν αγοράζουμε ακριβά βρακιά; Όχι, όχι! Είμαστε συνεπείς με τις δόσεις!»
Και ούτω καθεξής, μέχρι που το ’μαθα νεράκι το μάθημά μου.

Αύγουστος Κορτώ, Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά, Καστανιώτης, 2012, σ. 170-174.