Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστηκε

Δεν μπορεί να μη θυμάστε εκείνη την ημέρα. Τουλάχιστον εσείς οι παλαιότεροι θα τη θυμάστε οπωσδήποτε. Όταν συμβαίνει ένα τόσο κοσμογονικό γεγονός, η μνήμη χαράζει σημάδια πάνω μας. Ποιος δεν θυμάται τη δολοφονία του Κέννεντυ, το πρώτο βήμα του ανθρώπου στο Φεγγάρι, ή την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους; Λέμε, να, αυτό έκανα τότε, εκεί βρισκόμουν όταν το άκουσα.
Εγώ βρισκόμουν στην οδό Ακαδημίας. Το θυμάμαι σαν να ήταν χτες. Ήταν μεσημέρι και κόσμος πολύς συνωστιζόταν γύρω από τις στάσεις των λεωφορείων. Έδειχναν όλα συνηθισμένα, τα σκυθρωπά πρόσωπα, ο ιδρώτας, η δαμασμένη από τα ηρεμιστικά ανησυχία, μια μέρα σαν τις άλλες δηλαδή που, αν είσαι σοφός, καλύτερα να μένεις σπίτι σου· ο σατανάς, το απροσδόκητο, κρύβεται πάντα μέσα στο συνηθισμένο.
Διέσχισα την Ακαδημίας κι άρχισα να ανηφορίζω την οδό Ασκληπιού με σκοπό να στρίψω δεξιά και να καταλήξω στους Αμπελόκηπους, μέσω του περιφερειακού του Λυκαβηττού, μία πορεία που πάντα επέλεγα όταν κάποια ανάγκη με έκανε να επισκεφθώ το κέντρο. Έτσι, με το μυαλό απορροφημένο από μυριάδες ανούσιες λεπτομέρειες της μάλλον ανιαρής ζωής μου, έφτασα δίχως να το καταλάβω στη συμβολή των οδών Ιωσήφ Δαμασκηνού και Σαρανταπήχου.
Ούτε ξέρω πόσες φορές είχα εκτελέσει αυτό το δρομολόγιο. Η ανηφόρα, η σωματική προσπάθεια, το κεφάλι το πάντα σκυμμένο, οι κομμένες ανάσες, ο πόνος στα γόνατα, αποτελούσαν τη δοκιμασία που επιβεβαίωνε ότι κρατιόμουν ακόμα, ότι δεν είχα γεράσει όσο έδειχναν τα βαθουλωμένα μάγουλά μου και το γεμάτο ρυτίδες μέτωπό μου. Στεκόμουν ύστερα στο τέλος της διαδρομής, ανασαίνοντας βαριά, με την καρδιά να χτυπά δυνατά, ικανοποιημένος, ωστόσο, που είχα ξεγελάσει τον δόλιο χρόνο για άλλη μια φορά. Από κει μέχρι το μικρό μου διαμέρισμα ήταν μόνο κατηφόρα.
Στάθηκα λοιπόν εκείνη την αποφράδα, την κοσμογονική, όπως προανέφερα, μέρα, την αρχικά συνηθισμένη, αλλά με τον σατανά να καιροφυλακτεί, να πάρω την ανάσα μου, να ξαποστάσω, να αναμετρηθώ με τον χρόνο.
«Σύντροφε καταναλωτή, χαίρε!» με διέκοψε σε άπταιστα ελληνικά μια νεαρή κοπέλα. Φορούσε μία ολόσωμη εφαρμοστή φόρμα γεμάτη μικροσυσκευές (ήταν πολύ της μόδας τότε οι φόρμες αυτές και οι νέοι μας τις προτιμούσαν για να είναι συνδεδεμένοι συνεχώς με το Υπερδίκτυο). Είχε πυρρόξανθα μαλλιά και μακριές μπούκλες που της έφταναν μέχρι τη μέση, μάτια πράσινα, διαπεραστικά. Καιρό είχα να ακούσω την παλιά γλώσσα και της απάντησα αυθόρμητα κι ευγενικά, ενθυμούμενος τα χρόνια μου στο σχολείο.
«Χαίρε και σε σένα, συντρόφισσα καταναλώτρια! Τι νέα;»
Χαμογέλασε αμήχανα, ίσως και να μη με κατάλαβε, το γύρισε αμέσως στη Νεολίνγκο.
[…]
«Πού πας, παππούλη;» ρώτησε.
Της εξήγησα το δρομολόγιό μου αλλά και τους λόγους που δεν προτίμησα το λεωφορείο της εταιρίας της.
«Αγόρασες τίποτα σήμερα;»
Η ερώτηση της με έκανε να παγώσω. Μέσα στον ενθουσιασμό μου για την αναπάντεχη εμφάνιση της και τις πυρρόξανθες μπούκλες της, τα αντανακλαστικά μου είχαν χαλαρώσει. Δυσκολεύομαι να βρω άλλη δικαιολογία για την ολιγωρία μου. Η ποινή, αν ανακάλυπτε ότι δεν είχα αγοράσει κάτι, ήταν τουλάχιστον εκατό μονάδες. Οι νέοι νόμοι είχαν ασφαλώς τη λογική τους, δεν τους κατακρίνω, έστω κι αν είχα παρανομήσει — ας μην παρεξηγηθώ λοιπόν! —, το χρήμα πρέπει να ρέει, τα ταμεία να συναλλάσσονται, οι μονάδες να κάνουν γύρους, τι να τα κάνεις τα λεφτά όταν δεν θες να τα ξοδέψεις, και τι θλιβερός εγωισμός η αποταμίευση! Έλα όμως που εγώ, ένας γέρος και μονάχος άνθρωπος, δίχως κανέναν, δίχως παιδιά, δίχως οικογένεια, τι ανάγκες να έχω; Σε πόση κατανάλωση αγαθών να επιδοθεί ένας εξαναγκασμένος ασκητής, ένας αναχωρητής των στοιχειωδέστερων απολαύσεων;
Προσπάθησα να τα μπαλώσω με μισόλογα.
«Σύντροφε καταναλωτή! Ξέρεις τι θα συμβεί αν πάψουμε κάποτε να αγοράζουμε;»
Είχε σφίξει με πείσμα τα χείλη της, τα λαμπάκια της στολής της αναβόσβηναν και το μικροκαμωμένο πρόσωπό της έμοιαζε τώρα με προσωπείο ανθρωποφάγου σφίγγας.
Διέκοψα τη μάταιη ρητορεία μου κι έσκυψα το κεφάλι. Τα γόνατα μου είχαν παραλύσει. Πόσο δίκιο είχε να με επιπλήττει η μικρή! Όλοι γνωρίζουμε ότι οι τύχες του πολιτισμού κρέμονταν από τις μικρές πράξεις του καθενός μας. Τι θα συνέβαινε άραγε αν κάποτε σταματούσαμε να αγοράζουμε; Τι ξεπεσμός κάθε υψηλού ιδανικού και τι οικτρό κατρακύλισμα μας περίμενε, αν μία μέρα ξυπνούσαμε χωρίς ανάγκες; Κρύος ιδρώτας με έλουσε, καθώς αναλογίστηκα τις συνέπειες της άθλιας πράξης μου. Μου ζήτησε την προσωπική κάρτα καταναλωτή με την οποία έπρεπε να είμαστε όλοι εφοδιασμένοι. Χωρίς άλλα λόγια, σάρωσε πάνω της την ποινή μου και μου την επέστρεψε λέγοντας:
«Να μην το ξανακάνεις αυτό, γέρο, γιατί την επόμενη φορά θα σου κατασχέσουμε το σπίτι! Κατάλαβες;»
Έγνεψα υποτακτικά, χαμήλωσα τα μάτια. Φτηνά την είχα γλιτώσει, εκατό μονάδες και μία επίπληξη, θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Στάθηκα σε στάση προσοχής, περιμένοντάς την να απομακρυνθεί.
Και τότε πήρα τη μοιραία απόφαση, μια απόφαση της στιγμής, αυθόρμητη θα λέγαμε κάποτε, όταν επιτρεπόταν ακόμα αυτού του είδους η συμπεριφορά. Άλλωστε, η καρδιά μου ήθελε ακόμα χρόνο να βρεθεί στη θέση της και τούτος ήταν τελικά ο λόγος που αποφάσισα να αναβάλλω την επιστροφή μου, να ανατρέψω το πρόγραμμά μου, να αλλάξω τον ρου της μονοτονίας μου, προτιμώντας ένα σύντομο περίπατο ως την κορφή του Λυκαβηττού, μέχρι το ξωκλήσι του Άι-Γιώργη ή, για να το πω καλύτερα, μέχρι εκεί που υπήρχε κάποτε το παλιό ξωκλήσι του Άι-Γιώργη.
Και σας θυμίζω, αν και απαγορεύονται οι υπενθυμίσεις, ωστόσο το ρισκάρω και σας θυμίζω πως οι πολυεθνικές εταιρίες-χορηγοί, οι άνθρωποι δηλαδή που μας φροντίζουν όλους από τότε που ανέλαβαν την εξουσία, επιδεικνύοντας το υψηλό πνεύμα ευθύνης που τις διακατέχει, είχαν λυπηθεί τα περισσότερα ιστορικά λεγόμενα μνημεία της πόλης. Με εξαίρεση κάποια ανώφελα μουσεία και μερικές μισοερειπωμένες εκκλησίες, τα περισσότερα είχαν διατηρηθεί με το σκεπτικό ότι αποτελούσαν έναν μάλλον ευχάριστο διάκοσμο που δεν κόστιζε και πάρα πολλά χρήματα. Ο Άι-Γιώργης, ατυχώς, δεν συμπεριελήφθη στη λίστα των διατηρητέων, οι εταιρίες-χορηγοί αποφάσισαν εν τη αγαθή σοφία τους ότι η κορυφή του Λυκαβηττού αποτελούσε πρώτης τάξεως θέση για διαφημίσεις και προτίμησαν να τον ξηλώσουν. Ωστόσο, για λόγους που δεν μας αφορούν, δεν είχαν καταφέρει μέχρι τότε να συμφωνήσουν ποια θα τον εκμεταλλευόταν πρώτη. Η αναβολή αυτή των τελικών αποφάσεων είχε ως αποτέλεσμα να μονοπωλεί τη θέση η Κόκα-Κόλα, η οποία — σας υπενθυμίζω πάλι — είχε μετεξελιχθεί σε παγκόσμια εταιρία κοινής ωφελείας. Έτσι, στη θέση του παλιού καμπαναριού, υπήρχε ένα γιγάντιο μπουκάλι που φωτιζόταν κάθε βράδυ κι αναβόσβηνε θεαματικά πάνω από το Λεκανοπέδιο.
Από μία ενδόμυχη παρόρμηση λοιπόν, έσυρα μέχρι εκεί ψηλά τα γέρικα γόνατά μου, βρήκα μία μικρή θέση πάνω στο γυμνό βράχο κάτω από το μπουκάλι, να ξαποστάσω, να συνέλθω από τον παραλίγο κοινωνικό μου εξοστρακισμό, να αγναντέψω τη μεγάλη πόλη, την ερωμένη και δεσμώτη μου. Στάθηκα σε μια γωνιά κι άφησα τον νου μου να πλανηθεί και να θαυμάσει τον κόσμο από ψηλά, τις οδυνηρές λεπτομέρειες που εξαφανίζονταν μέσα στην προοπτική του συνόλου, το μέγεθος που πάντα εντυπωσιάζει και κατατροπώνει την κριτική διάθεση.
Έδυε ο ήλιος κι η Ακρόπολη αντιφέγγιζε. Διακρίνονταν το περιστύλιο του Παρθενώνα, τα περιγράμματα των ναών του Ερεχθείου και της Απτέρου Νίκης, τα ίχνη των Προπυλαίων, τα τείχη, τα μηνύματα των χορηγών. Πιο πέρα, ο Πειραιάς και ο Σαρωνικός έμοιαζαν να σμίγουν και να γλυκοφιλιούνται, ενώ δεκάδες μικρά πλεούμενα αρμένιζαν πάνω στην ατάραχη επιφάνεια του νερού. Αυτοκίνητα διέτρεχαν τους στενούς δρόμους ανάμεσα στους πυκνούς όγκους των πολυκατοικιών για να ενωθούν με τις μεγάλες αρτηρίες των αυτοκινητοδρόμων που οδηγούσαν μακριά από την πόλη, στα μακρινά προάστια της Αττικής, εκεί που κατοικούσαν οι εύπορες τάξεις, τα στελέχη των εταιριών-χορηγών και το υπηρετικό τους προσωπικό. Χάρη στο πρόζακ-2, που η λήψη του είχε γίνει από τότε υποχρεωτική, επικρατούσε παντού μία γλυκιά ηρεμία. Ο εκνευρισμός, οι αψιμαχίες στα φανάρια, το άγχος, όλα εκείνα που ταλάνιζαν την καθημερινότητα της νεανικής μου ηλικίας, ανήκαν στο παρελθόν. Πόσο λίγο και πόσο πολύ είχε αλλάξει αυτή η πόλη! Η Αθήνα! Σπάνια ανέφεραν το όνομά της πια. Τα πνευματικά δικαιώματα τής χρήσης της λέξης είχαν κατοχυρωθεί και όποιος τη χρησιμοποιούσε, έστω και στον καθημερινό του λόγο, έπρεπε να πληρώνει τον σχετικό φόρο. Έτσι ο περισσότερος κόσμος - οι μικροκαταναλωτές - φτωχός καθώς ήταν, προτιμούσε να την αποκαλεί απλά «πόλη» ή μάλλον «σίτυ», στη Νεολίνγκο.
«Σουμιμασέν, καμαράντ κονσιούμερ-σαν[1]», άκουσα τότε τη φωνή της ξανά, να με καλεί και να μου καταστρέφει την απολαυστική στιγμή της ενατένισης. Το βρωμοθήλυκο με είχε παρακολουθήσει.
«Τι γουώντ ανκόρ κουντασάι;[2]» την ρώτησα κάπως ενοχλημένα.
Δεν είχα πληρώσει το πρόστιμο; Δεν είχα μετανιώσει για την ακοινώνητη διαγωγή μου; Τι άλλο ήθελε από εμένα;
Δεν απάντησε.
«Ντόκο σπίτι σου;[3]» ρώτησε με προσποιητή τρυφερότητα, η σφίγγα.
Στεκόταν τώρα από πάνω μου, είχε βάλει το κεφάλι μου ανάμεσα στα σκέλη της και χάιδευε τα λιγοστά μαλλιά μου.
«Αμπελόκηπ-μερά[4]», απάντησα υποκύπτοντας.
«Γουώντ ρε να παένω σε αλά;[5]»

Τα κατάλαβα τότε όλα, το στυγερό σχέδιό της, την προσποιητή τρυφερότητά της, την επίμονη καταδίωξή της. Κονσουμέρ! Έπεφτα θύμα «κονσουμέρ»! Το συνήθιζαν τα κατώτερα στελέχη των εταιριών-χορηγών, ήταν μία σίγουρη μέθοδος για την ανέλιξή τους στην ιεραρχία, να δημιουργούν σχέσεις «κονσουμέρ» με μικροκαταναλωτές οι οποίοι βρίσκονταν σε «στάδιο αποκαταναλωτισμού». Ασφαλώς, όλα αυτά έχουν απλοποιηθεί σημαντικά στις μέρες μας, ύστερα από την υιοθέτηση της ενεργητικής ευθανασίας, αλλά τότε οι σχέσεις «κονσουμέρ» ήταν φαινόμενο καθημερινό, κυρίως για μοναχικούς γερόλυκους σαν του λόγου μου.
Τέλος πάντων, επειδή αντιλαμβάνομαι την αδυναμία σας να ανασύρετε αναμνήσεις, θα παραβώ για μία ακόμα φορά τον νόμο και θα σας υπενθυμίσω ότι η σχέση «κονσουμέρ» βασιζόταν στην άντληση με κάθε τρόπο της μέγιστης αγοραστικής δύναμης του «αποκαταναλωτιζόμενου». Το στέλεχος επέβαλλε τους όρους του μέσω της ανταλλαγής ερωτικών κυρίως υπηρεσιών για τις οποίες χρέωνε κατευθείαν την κάρτα του θύματός του και αύξανε με αυτόν τον τρόπο τη βαθμολογία αξιολόγησής του από την εταιρία. Ο «αποκαταναλωτιζόμενος» δεν άντεχε περισσότερο από μερικές μέρες εντονότατης σεξουαλικής ευδαιμονίας. Ο βιολογικός του θάνατος συνέπιπτε με την ολική αφαίμαξη και του ύστατου ποσού των πενιχρών οικονομιών του.
[…]
Έπρεπε κάτι να κάνω. Και γρήγορα. Τη σταμάτησα, την πήρα από το χέρι και κατεβήκαμε από τον βράχο, περπατήσαμε ανάμεσα στα πεύκα, τραβήξαμε το μικρό μονοπάτι που κατηφόριζε μέχρι το παλιό και κατεστραμμένο πλέον γήπεδο του Παναθηναϊκού. Έδειχνα σαν να είχα παραδοθεί στα θέλγητρά της. Διασχίσαμε τη λεωφόρο Αλεξάνδρας κι ανεβήκαμε τα στενά σοκάκια που οδηγούσαν στο μικρό μου καταφύγιο. Όταν φτάσαμε εκεί, είχε ήδη νυχτώσει. Την οδήγησα από την εσωτερική σκάλα στον τέταρτο όροφο της παλιάς πολυκατοικίας, δρασκελίζοντας με προσοχή τα σωριασμένα κορμιά ημιθανών χρηστών του πειραματικού πρόζακ-έξτρα, ξεκλείδωσα την πόρτα του διαμερίσματός μου και της έδειξα με ιπποτικό τρόπο να περάσει πρώτη.
Στο μυαλό μου τριβέλιζε η μελαγχολική ιδέα, ή μάλλον η σιγουριά, ότι το τέλος μου επίκειτο παρόμοια άχαρο με τη ζωή μου. Το άξιζα, δεν λέω, αλλά όταν η μικρή έβγαλε από πάνω της την ολόσωμη φόρμα και γυμνή ήρθε να μου χαϊδέψει ξανά τα λιγοστά μαλλιά της κεφαλής μου, το μυαλό μου θόλωσε. Δεν ήμουν έτοιμος να αφήσω τα εγκόσμια. Είχα κάμποσες μονάδες ακόμα στον λογαριασμό μου. Η πενιχρή μου σύνταξη αρκούσε για τα καθημερινά μου έξοδα, αν έκανα κάποιες ακόμα οικονομίες. Αν μείωνα κάπως το φαγητό μου, ίσως κατάφερνα ένα μικρό ταξίδι μέχρι την Αίγινα, τον τόπο όπου κάθε γερο-συνταξιούχος μικροκαταναλωτής ονειρεύεται να αφήσει την τελευταία του πνοή. Είχα δουλέψει σκληρά για να υποστώ ένα τόσο ταπεινωτικό τέλος στους βρωμο-Αμπελόκηπους.
Χτυπημένος από μια πλημμυρίδα απελπισίας, τυφλωμένος από αγωνία, άδραξα τον λεπτό λαιμό της με τα στιβαρά μου χέρια και τον έσφιξα, τον έσφιξα, τον έσφιξα, μέχρι που άρχισα να νιώθω το κορμάκι της να χαλαρώνει, τα μάτια της να σβήνουν, την ανάσα της να χάνεται. Κιχ δεν πρόλαβε να βγάλει. Την κρατούσα ακόμα από τον λαιμό, όταν τίναξε για ύστατη φορά τα χεράκια της και μια λεπτή σταγόνα αίματος ήρθε να ράνει τα μελανιασμένα χείλη της. Άφησα το ισχνό κουφάρι της να σωριαστεί στο πάτωμα κι έσπευσα να κεράσω τον εαυτό μου ένα ισχυρό κοκτέιλ βαρβιτουρικών. Δεν θα φτερούγιζε ξανά ποτέ η φιλόδοξη ψυχούλα της στον ονειρεμένο κόσμο των προαστίων. Είχε διαλέξει λάθος θύμα η άμοιρη.
Άνοιξα μετά το τερματικό μου και συνδέθηκα με το Υπερδίκτυο. Εννοούσα να απολαύσω τα τελευταία λεπτά της ελευθερίας μου, προτού η εταιρία-χορηγός αποστείλει το προσωπικό ασφαλείας της για να με συλλάβουν.
Κυματοδρομώντας στους αγαπημένους μου κόμβους, τα κόκκινα από την ένταση μάτια μου έπεσαν στους τίτλους ειδήσεων εκείνης της τόσο σημαδιακής ημέρας.
«…Νέες προσφορές για έναν ευχάριστο θάνατο στα κρεματόρια της Αίγινας, από τη Συνομοσπονδία Εταιριών-Χορηγών Βαλκανίων και Μέσης Ανατολής. Προλάβετε! Από το κανάλι 12 του Υπερδικτύου…»
«Ολοκληρώθηκαν οι εργασίες στη νέα πτέρυγα του πολυκαταστήματος Χαλανδρίου…»
Κι εκεί, ανάμεσα στις ανακοινώσεις και τις νέες προσφορές, διάβασα για πρώτη φορά την είδηση;
«Η Αμερική εξαφανίστηκε».
Στην αρχή δεν πίστεψα τα μάτια μου. Δε θυμάμαι κι εγώ πόσες φορές διάβασα και ξαναδιάβασα εκείνες τις λέξεις. Ασχολίαστες, έστεκαν πάνω στην οθόνη του τερματικού, μια σύντομη ανακοίνωση με ψιλά γράμματα, μια υποσημείωση πνιγμένη στον χείμαρρο πολύ σοβαρότερων ανακοινώσεων, ένας σύντομος τίτλος ειδήσεων που κάποιος συντάκτης είχε προσθέσει απλά εκεί, για την ακρίβεια του πράγματος παρά για ενημέρωση.
Αναζήτησα μέσα μου τα ίχνη κάποιου συναισθήματος στην είδηση της εξαφάνισης μίας ολόκληρης ηπείρου κι ενός κράτους που πρώτο μας είχε δείξει το μέλλον. Μα κανένα ρίγος συγκινήσεως δεν κλόνιζε τα εσώψυχά μου, καμία νοσταλγία δεν προκαλούσε γεύσεις πίκρας στο στόμα μου, κανένας κόμπος δεν εμφανιζόταν στο στήθος μου. Κοίταξα από το παράθυρό μου κι ο κόσμος ήταν ακριβώς ο ίδιος. Στο φτωχικό μου διαμέρισμα η μόνη προσθήκη ήταν το πτώμα της μικρής, τίποτα άλλο.
Η είδηση της εξαφάνισης της Αμερικής πέρασε στα ψιλά, χαμένη κάτω από χιλιάδες γιγαμπίτ για νέα προϊόντα, νέες προσφορές, νέα και ακόμα πιο εξελιγμένα κάτι. Ούτε καν σχολιάστηκε, ούτε καν συζητήθηκε.
Κι όταν ύστερα από τα επτά χρόνια καταναγκαστικής εργασίας σε σούπερ-μάρκετ επέστρεψα στην παλιά μου γειτονιά, κανείς δε θυμόταν ότι υπήρχε κάποτε ένα μέρος που λεγόταν Αμερική. Η λέξη είχε γίνει μάλιστα κοπυράιτ και ουδείς διανοείτο καν να την προφέρει.

[1]Συγγνώμη, σύντροφε καταναλωτή.

[2]Τι άλλο θέλεις σε παρακαλώ;

[3]Πού είναι το σπίτι σου;

[4]Στους Αμπελόκηπους.

[5]Θες να σε πάω εκεί;

Γιώργος Ζαρκαδάκης, «Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστηκε» στο Η μέρα που η Αμερική εξαφανίστηκε, Κέδρος, 2002, 13-28.