Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

(Αργά, ήρεμα.) Η δική μου περιπέτεια αρχίζει από '90. Πού έμαθα ελληνικά; Όχι μόνο να ρωτάς, βάλε το μυαλό σου να δουλέψει και λίγο. Φυγή απ' την κόλαση; Η κόλαση δεν είναι μόνο κόλαση. Ο παράδεισος δεν είναι μόνο παράδεισος. Μπορείς να μου λες τι έχει γίνει; Κι εσείς, τι είστε; Σε βλέπω που με κοιτάζεις. Με λυπάσαι; Τι κοιτάς τα νύχια μου; Τότε είχα μεγάλα νύχια, βαμμένα. Κι ήμουν ωραία. Τι κοιτάς τα μαλλιά μου; Ήμουν ξανθιά. Τα είχα βάψει και ήμουνα κούκλα…
Περνούσανε οι βδομάδες… Κοιμόμουνα όλο το πρωί. Περίμενα κάθε φορά τη νύχτα, να μιλήσω στον πρώτο που θα 'ρχόταν. Να τον παρακαλέσω να με σώσει. Αλλά μετά δε μιλούσα. Μπορεί και κάτι να μου 'βαναν στο φαΐ. Ήμουνα πολύ ελαφριά. Τα σώμα μου φτερό. Μετά βάραινα, δεν μπορούσα να περπατήσω. Ο κύριος του σπιτιού απών. Σου μίλησα γι' αυτόν; Δε σου μίλησα. Δεν τον είχα δει καλά… Είχα καταλάβει ότι το σπίτι δεν ήταν το κανονικό του σπίτι. Αλλού έμενε. Αυτό το σπίτι ήταν bordel, έξω από την πόλη. Πολλά δωμάτια… Όχι, δεν μπορώ να το περιγράψω. Ούτε τον κύριο…
Θυμάμαι απογεύματα. Ξυπνούσα, ήθελα μιλήσω. Ακούσω φωνή μου. Έξω δέντρα, μακριά ο βουνός. Προσπαθώ καλοπιάσω καμαριέρα, καμιά σημασία. Ούτε σοφέρ… (Παύση, μετακίνηση στον χώρο, δείχνει τους καρπούς των χεριών της.) Κόβω φλέβες μου… Καμαριέρα έδειξε κήπο. Δηλαδή σκάβουμε λάκκο, σε βάλουμε, κανείς δε σε αναζητάει.
Εμφανίστηκε ένας. Μιλούσε ευγενικά. Ρωτούσε για πατρίδα μου, γονείς μου. Ήθελε να με πάρει, κοντά του. «Δεν μπορώ», είπα, «μ' έχουν εδώ φυλακισμένη». «Μη σε νοιάζει, εγώ μιλήσω μ' αυτούς και σε πάρω, σε σώσω». «Εντάξει», είπα. Άρχισε με φιλάει λαιμό, αυτιά. Ήθελε χωρίς φως, με χάιδευε, το ένα χέρι εδώ, το άλλο εκεί. (Φέρνει το 'να χέρι στο στήθος, το άλλο στο εφηβαίο.) «Μην είσαι τόσο κρύα», έλεγε, «παγωμένη. Θέλω το καλό σου». Ξέρεις ποιο ήταν το καλό μου; (Γίνεται σκωπτική, ειρωνική.) Σ' ένα σπιτάκι. Ερχόταν δυο φορές τη βδομάδα. Είδα μια φορά το πρόσωπό του. Σφιγμένο πρόσωπο. Ξέχασα να σου πω, με πήγε και για ανάλυση αίματος. Ακόμη δεν κατάλαβες; (Γελάει.) Το ήξερε, λέει, η γυναίκα του που δεν μπορούσε να κάνει παιδί κι ήθελαν εγώ να τους γεννήσω παιδί. Αργότερα, όταν έμεινα έγκυος, η γυναίκα του με φρόντιζε. Μου τα είπαν όλα. Με είχαν ενοικιάσει από τον κύριο.
Δεν μου εξήγησαν ποιον κύριο… (Μιλάει γρήγορα.) αλλά εγώ είχα καταλάβει… και αυτός που με πήρε από την πατρίδα μου και ο άλλος με το μεγάλο σπίτι στην εξοχή ήταν συνεταίροι, μαζί δούλευαν. Κι είχα καταλάβει ότι είχαν μεγάλη θέση στην κοινωνία… Αργότερα έμαθα τα ονόματά τους. Σκέφτομαι, βγαίνω τηλεόραση, τα λέω όλα. Έπειτα σκέφτομαι, αν μιλήσω, μόνο εγώ πληρώνω. Σε εφημερίδες, σε τηλεόραση μιλάνε για νταβατζήδες. Αλλά αυτοί είναι οι μικροί… Τι έγινε; Τους άλλους, τους «καλούς» κυρίους, ποιος θα τους πειράξει;
Και γέννησα. Αγόρι. Ούτε να το πάρω στην αγκαλιά μου δε μ' αφήσανε. Γιατί να το πάρω στην αγκαλιά μου; Μου δώσανε τριακόσιες χιλιάδες. «Τίποτα άλλο δεν μπορούμε, σ' ευχαριστούμε για όλα». Τους άκουγα. Πέτρα. Τους άφηνα να με αγγίζουνε, ήμουνα πράγμα, τι ήμουνα; (Παύση.)
Ήρθε ένας με Μερσεντές. Μ' έβαλαν στο αεροπλάνο. Είχα σκεφτεί να κάνω φασαρία στο αεροπλάνο. Ένας κρατάει ένεση για να έχω φόβο…
Πάλι σ' ένα μεγάλο σπίτι. Άλλο τοπίο. Άλλη πόλη. Περνούσανε οι μήνες. Μπέρδευα τις μέρες. Δεν ήξερα πιο μήνα έχει. Μόνο επειδή έκανε ζέστη καταλάβαινα καλοκαίρι. Σ' ένα θολό φως. Σε σκοτεινό νερό. Ανεβαίνω κατεβαίνω σ' ένα βουνό με αγκάθια. (Παύση.) Μια κυρία που ήθελε παιδί. Μεγαλούτσικη, μπορεί και πενήντα, δεν ξέρω. Ο κύριος νεότερος. Πλυμένος πάντα, αρωματισμένος. Αλλά με βαριά μυρουδιά, ιδρώτας που μ' έπνιγε. Στη δεύτερη εγκυμοσύνη δεν ήμουνα τόσο χάλια. Φυλακισμένη, αλλά στα πούπουλα. Όπως στα χαρέμια. Διάβαζα πολύ τότε. Ήθελα να μάθω ελληνικά. Να 'χω ένα όπλο. Πόσο θα κρατήσει αυτό; σκέφτομαι. Κάποτε όλα τελειώνουν. Όταν ξέρεις τη γλώσσα των βασανιστών σου, έχεις και μια μικρή ελπίδα να σωθείς. Πάει κι αυτό, πρέπει συντομεύω.
Δεκαεννιά είχα φύγει απ' το σπίτι, ήμουνα είκοσι τρία κι είχα γεννήσει δυο παιδιά για ξένους. Το βλέπω στο βλέμμα σου. Τι αισθανόμουνα; Πράγμα ήμουνα.
Με φέρανε Αθήνα. Μ' είχε αναλάβει ένας που μ' έδερνε. Σ' ένα διαμέρισμα κλεισμένη με άλλες πέντε κοπέλες. Και τις άλλες τις έδερνε, πιο πολύ μπορώ να πω. Από Βαλκάνια όλες. Μικρές κοπέλες. Λέξη ελληνικά. Ούτε «καλημέρα».
Είχα προσέξει ότι οι πελάτες θέλανε κουβέντα. Όταν πιάσω κουβέντα μ' έναν, μπορεί βοηθήσει. Ήτανε κάποιος έμπορας που έλεγε για τη γυναίκα του. Πολύ ψυχρή η γυναίκα του, όλο κουρασμένη. Κι έκλαιγε στην αγκαλιά μου. Έτσι άρχισε η έξοδός μου στο φως. Τι λέω; Φως δεν υπάρχει, ούτε σωτηρία. Ούτε να τους καταγγείλω ήθελα ούτε τίποτα. Αλλά πάλι κάτι γινότανε μέσα μου. Δεν μπορούσα να σκύβω τελείως κεφάλι. Μου λέει μια μέρα ο έμπορας: «Αυτό που μπορώ να κάνω για σένα είναι να σε αγοράσω και να σε αφήσω ελεύθερη».
Σπούδαζα Νομικά. Ήμουνα στο πρώτο έτος, αλλά έπεσα στις μεγάλες φασαρίες. Σκέφτομαι συχνά για τις γενιές που πέφτουν στις μεγάλες φασαρίες και χάνονται. Έπειτα έρχονται οι άλλες γενιές σαν υπνωτισμένες. Τα βλέπουν όλα καλά, μέχρι που αρχίζουν πάλι οι φασαρίες… (Αναστενάζει, σιγοτραγουδάει σαν φευγάτη από τον χώρο…)
Εσένα δε σ' ενδιαφέρουν αυτά. Θέλεις να σου πω τη ζωή μου. Πώς έφτασα εδώ, σ' αυτό το μπαράκι. (Κοιτάζει το ρολόι της. Μονολογεί απευθυνόμενη στον εαυτό της:)
Δέχτηκα να μιλήσω για τη ζωή μου. Γιατί; Δεν περιμένω τίποτα. Και τώρα τι κάνω; Προβάρω συνέντευξη; Φαντάζομαι τις ερωτήσεις και απαντώ; (Κάθεται σταυροπόδι, προτάσσει τις γάμπες της, τις κοιτάζει, ανάβει τσιγάρο, συνεχίζει την πρόβα…)
Με βλέπεις και βλέπω τη λύπη στα μάτια σου. Εσύ τι βλέπεις στα μάτια μου; Πρόσεξέ την, εκεί. (Δείχνει προς τη μεριά του κοινού. Εδώ θα μπορούσε να παίζει βίντεο γουόλ…) Ρωσίδα. Βλέπεις ομορφιά; Σε δυο τρία χρόνια θα είναι αγνώριστη. Και η Γεωργιανή θα είναι αγνώριστη και η Βουλγάρα. Σπάει νωρίς η γυναίκα… Δεν έχω φωτογραφία να δεις πώς ήμουνα. Αν δεν ήμουνα αυτή που ήμουνα, δε θα με διαλέγανε να γίνω μάνα των παιδιών τους. Όχι μάνα. Ζώο που γεννάει κι ύστερα παίρνει η άλλη το παιδί στην αγκαλιά της. Αν τα θυμάμαι τα παιδιά μου;
Πού οδηγεί τον άνθρωπο η ελπίδα για καλύτερη ζωή! Τι είναι καλύτερη ζωή; Χρήμα. Όλα χρήμα. Κι εσύ, τι είσαι; Πώς ζεις; Μπορείς να ζεις χωρίς χρήμα; Αλλά εντάξει, θα το δεχτώ, υπάρχει και κάτι άλλο που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο. Μόνο που καμιά φορά αυτό το άλλο χαλάει πολύ. Σαν το φρούτο, ένα μήλο. Το βλέπεις ροδοκόκκινο, λες: «Τι μήλο!» Έπειτα το μήλο σαπίζει… Εσύ τώρα θέλεις τη συνέχεια.
Ο έμπορας με αγόρασε. Αλλά δε μ' ελευθέρωσε. Με ήθελε μόνο δική του. Πάλι κλειδωμένη, από έρωτα τώρα. Ποτέ δε μ' είχε ρωτήσει αν τον αγαπώ εγώ, αν τον θέλω. Με αγαπούσε αυτός και θα με στεφάνωνε, λέει. (Παύση.)
Με άφηνε να βγαίνω λίγο, μαζί του πάντα. Μ' έβανε και στο αυτοκίνητό του και με πήγαινε εξοχή. Στο βουνό. Σου αρέσει το βουνό; Μου έφερνε τριαντάφυλλα.
Θυμόμουν τις τριανταφυλλιές στην πατρίδα. Τη γάτα μου, το δρόμο μας. Το σημείο στο ποτάμι. Σαν όνειρο όλα. Μακρινά, θαμπά. Ακόμη και το χώμα μας. Αλλιώς μυρίζει το δικό σας χώμα, αλλιώς το δικό μας. Αλλιώς τα δέντρα. Άλλο πράσινο. Άλλος ουρανός. Και τα πουλιά αλλιώς. Αυτό δεν το καταλαβαίνεις στην αρχή. Όλα σου φαίνονται ίδια. Για να καταλάβεις τη διαφορά πρέπει να νοσταλγήσεις. Όσο πιο πολύ θαμπώνει κάτι τόσο σε πονάει. Δεν το θυμάσαι ακριβώς κι αυτό σε πονάει.
(Συγκινημένη:) Του λέω ένα βράδυ: «Άφησε με, παρακαλώ, να μιλήσω στη μάνα μου». Με λυπήθηκε και ξεκλείδωσε το τηλέφωνο. Δε σου το είπα αυτό. Είχε μ' ένα λουκετάκι κλειδώσει το τηλέφωνο. Αν σε χάσω, θα σε σκοτώσω και θα σκοτωθώ, έλεγε.
Κλάματα η μάνα μου. Είχε πεθάνει ο πατέρας, ο αδελφός μου είχε χαθεί, «Κάπου εκεί», έλεγε η μάνα, «Αθήνα, με παίρνει αραιά στο τηλέφωνο, αλλά δεν είναι καλά, στην παρανομία, παιδιά μου, σας έχασα». Έκλαιγα κι εγώ. «Καλά, μάνα, όλα καλά, να έχεις εμπιστοσύνη».
Σκέφτομαι το σκάσω, ψάξω για δουλειά, τι δουλειά; Φυλάω παιδιά; Προσέχω γριές; Έλεγε ο πατέρας: «Η τέχνη είναι σαν ψωμί, τόσο την έχουμε ανάγκη». Μικρή τον πίστευα. Έπειτα δεν μπορούσα να τον πιστεύω. Τον έβλεπα και τον λυπόμουν. Μετά τον περιφρόνησα. Τώρα, δεν ξέρω. Όχι, δε μου χρειάζεται η τέχνη. Καμιά τέχνη. Και τα τραγούδια με πονάνε. Μόνο η κλασική μουσική. Με γλυκαίνει. Πατέρας αγαπούσε Ρίχτερ. Εγώ Γκλεν Γκουλντ. Έχεις ακούσει; Μπαλάντες και ραψωδίες του Μπραμς, αυτά μου πάνε.
Το βλέπω στο βλέμμα σου. Αλλοδαπή πουτάνα και ακούει Μπραμς; Εντάξει, τώρα δεν τον ακούω. Ξέρω όμως ότι μπορώ να ακούω. Τον είχα ζητήσει στη δεύτερη εγκυμοσύνη μου. Η κυρία είχε συγκινηθεί: «Α, το παιδί μας θα ακούει Μπραμς! "Σας αρέσει ο Μπραμς;"». Ταινία, λέει, με την αγαπημένη της ηθοποιό…
Χάνω τη συνέχεια… Έλεγα για τη δουλειά. Τίποτα δεν ήθελα. Τι μου έμενε; Να γίνω καθαρίστρια; (Κι εδώ βίντεο γουόλ…) Τη βλέπεις εκείνη; Καθαρίστρια. Αν ήθελε ζήσει κανονικά, τίποτα δε θα της περίσσευε. Αλλά θέλει μαζέψει λίγα χρήματα και να φύγει. Και ζει σ' ένα υπόγειο…
Όλες οι υπόγες της Αθήνας με ξένους. Όπως ποντίκια στους υπονόμους. Αλλά οι μετανάστες δεν είναι ποντίκια. Θέλουν κι αυτοί περπατήσουν τη μέρα. Με το κεφάλι ψηλά. (Σηκώνεται, μουσική…) Μεγάλη παρέλαση, πολύχρωμη. Όλες οι φυλές, όλοι οι λαοί. Με τις σημαίες τους. Τις μουσικές τους. Και βλέπω μεγάλες φωτιές. Να περπατούν ανάμεσα στις φωτιές οι μετανάστες και να μην καίγονται.
Εντάξει, υπάρχουν και καλοί Έλληνες. Πώς να το λέω; Όχι καλοί, με φόβο μέσα τους. Πρέπει να υπάρχει φόβος στον άνθρωπο. Ούτε νόμος ούτε τίποτα δεν τον συγκρατεί αν δεν έχει φόβο μέσα του. (Παύση.)
Πώς το είπες; Αν-θρω-πιά; Ναι, αλλά τι είναι αν-θρω-πιά; Αλλάζει η αν-θρω-πιά, κάθε εποχή έχει τη δική της αν-θρω-πιά. Αυτό δε λένε; Σήμερα έτσι, αύριο αλλιώς. Να σου πω τι πιστεύω; Ο άνθρωπος πρέπει να έχει κάτι μέσα του και να φοβάται πως αν το χάσει αυτό το κάτι δε θα είναι πια άνθρωπος… (Παύση.) Καλά, εσύ με βλέπεις σαν υλικό. Μια αλλοδαπή που μιλάει. Θέλεις τη συνέχεια…

Απόσπασμα από τον μονόλογο που γράφτηκε το 2001 για την ηθοποιό Κάτια Γέρου, προκειμένου να ενταχθεί στην πολύτροπη σύνθεση του ζωγράφου Κυριάκου Κατζουράκη Ο δρόμος προς τη Δύση, με θέμα τον ξεριζωμό στην εποχή μας. Είναι το παραμιλητό μιας Ουκρανής, που αναζητώντας τον παράδεισο, οδηγήθηκε στην πορνεία.

Μάρω Δούκα, «Σας αρέσει ο Μπραμς;», στο Σταύρος Κασιώτης (επιμ.), Ο δρόμος για την Ομόνοια, Καστανιώτης, 2005, σ. 74-81.