Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο συνταξιούχος δικηγόρος της ιστορίας μας δούλευε ακόμα γιατί είχε συγγενικές υποχρεώσεις.
Το γραφείο του –που μοιραζόταν με δύο ακόμα συναδέλφους– ήταν στην Λυκούργου. Απ’ το μεσημέρι φρόντιζε να αγοράζει και λίγα φρούτα ή κηπευτικά απ’ την λαϊκή αγορά της Βαρβακείου.
Αχ αυτές οι τσάντες με τα φρούτα. Ανελλιπώς τις κουβαλάει από νεαρός δικηγόρος ακόμα.
Το δειλινό έβλεπες έναν ευγενή, ψηλό κύριο να ανηφορίζει τη Σταδίου για τη στάση του τρόλεϊ. Ήταν τόσο αβρή η σιλουέτα του που φαινόταν ότι φορούσε ακριβά ρούχα. Εύκολα δε, διέκρινες πίσω απ’ τις επιστρώσεις του χρόνου, τον ευγενικό και ντροπαλό νέο που ήταν κάποτε.
Εκείνο το απόγευμα οι δρόμοι ήταν άδειοι από αυτοκίνητα και από χαμηλά απ’ την Ομόνοια άκουγε φωνές διαδηλωτών.
Ανάμεσα στις φωνές άκουγε ρυθμικούς, βροντερούς τυμπανισμούς.
Είδε την πορεία να ανεβαίνει. Ήταν μετανάστες και φώναζαν διάφορα συνθήματα για τα δικαιώματά τους. Στη μέση περίπου της πορείας ήταν μια ευάριθμη ομάδα με Αφρικανούς που χτυπούσαν τύμπανα. Μερικοί φορούσαν κελεμπίες.
Κάτι γυναίκες τους λικνίζονταν χορευτικά σε μικρές παραβολές και ημικύκλια. Στο ύψος της στάσης του τρόλεϊ η πορεία σταμάτησε για λίγο και ο ηλικιωμένος χάζευε τους διαδηλωτές.
«Οι μετανάστες είναι της γης οι κολασμένοι». «Αλληλεγγύη στους μετανάστες. Solidarity to the immigrants» άκουγε και διάβαζε στα πανό.
Εντύπωση του έκανε μια μαύρη γυναίκα αρκετά εύσωμη που φορούσε ένα φόρεμα με λουλουδάκια.
Ενώ χόρευε με μπρίο και ορμή το πρόσωπό της ήταν σοβαρό, ανέκφραστο. Ευγενική φυσιογνωμία, αξιάγγιχτο το πρόσωπό της. Στα συνθήματα δεν συμμετείχε.
Κάποια στιγμή τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν και είδε ότι τα μάτια της ήταν πολύ λυπημένα.
Ξεκίνησε πάλι η διαδήλωση και ο δικηγόρος περίπου ασυνειδήτως, σαν να τον μαγνήτιζαν οι τυμπανισμοί, ακολούθησε παραλλήλως, απ’ το πεζοδρόμιο. Εφαπτόταν σχεδόν στους διαδηλωτές.
Θυμήθηκε τις λιτανείες στη γενέθλια πόλη του, ιδίως την περιφορά της Μεγάλης Παρασκευής.
Με τον πατέρα του βάδιζαν πάντα μπροστά απ’ τον Επιτάφιο, μπροστά από τον κόσμο, στο ύψος της μπάντας. Δεν χόρταιναν τα θλιμμένα εμβατήρια ιδίως τα Μαραμένα Φύλλα. Κάθε χρόνο ο πατέρας του διασφάλιζε απ’ τον αρχιμουσικό ότι θα παίξουν και τα Μαραμένα Φύλλα.
Του φαινόταν πως έκαναν με τον πατέρα του παρανομία που δεν πήγαιναν πίσω απ’ τον Επιτάφιο. Αλλά ο πατέρας του φρόντιζε να μισοκρύβονται σε κανένα υπόστεγο, πίσω από κανένα αυτοκίνητο, πάντα σε απόσταση διακριτικότητος απ’ την φιλαρμονική.
Μόλις σταματούσε η περιφορά για ν’ αρχίσουν οι ψαλμωδίες τραβούσαν γρήγορα πιο πάνω για να περιμένουν τη φιλαρμονική.
Έτσι και τώρα ο συνταξιούχος φρόντιζε να προπορεύεται λίγο για να περάσει από μπροστά του η αυτοσχέδια μπάντα.
Στην Κλαυθμώνος είδε ότι το βλέμμα της Αφρικάνας στάθηκε πάνω του λίγο παραπάνω. Φαίνεται πως κι αυτή τον παρατήρησε. Κατέβασε τα μάτια του.
Στο Σύνταγμα, στη στροφή για τη Βουλή είχαν παραταχθεί πολλοί αστυνομικοί και η πορεία σταμάτησε.
Ο χορός και οι τυμπανισμοί εντάθηκαν. Παρατήρησε ότι η γυναίκα που χόρευε δεν σήκωνε πια τα μάτια να τον δει. Όμως ξαφνικά, απρόσμενα τον πλησίασε και τον τράβηξε απαλά απ’ το μπράτσο προς την αυτοσχέδια πίστα.
Δεν αντιστάθηκε. Άφησε τις δυο πλαστικές τσάντες στο ρείθρο και ακολούθησε. Προσπάθησε να κινηθεί στον ρυθμό. Η γυναίκα με φροντίδα τού έκανε χώρο και τον ενθάρρυνε κοιτώντας τον στα μάτια.
Δεν μπόρεσε να αφεθεί –όπως θα ’θελε– στον έντονο ρυθμό. Ίσα που τον κρατούσε λιγάκι ασυντόνιστα με τα πόδια του.
Δειλά επιχείρησε να αποχωρήσει αλλά τον απέτρεψαν τα μάτια της γυναίκας που είχαν γεμίσει δάκρυα. Τότε αφέθηκε κι αυτός σε μια παράξενη συγκίνηση που από ώρα τον είχε καταλάβει.
Άρχισε να ανεβαίνει προς τα ουράνια η προβολή τους και σχημάτισαν οι δυο τους ένα μακρινό, δίδυμο άστρο.

Σωτήρης Δημητρίου, «Σταθερές συντεταγμένες», Τα ζύγια του προσώπου, Πατάκης, 2009, σ. 39-42.