Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Αυτές οι βόλτες με το ταξί, οι νυχτερινές περιπλανήσεις τους, της δίνουν τόσα πολλά, ώστε τις θεωρεί πραγματικά ανεκτίμητες. Πρώτα πρώτα ξαναβλέπει την πόλη, την Αθήνα. Βλέπει τις κολοσσιαίες αλλαγές, τα πλήθη των ξένων μεταναστών, παραδείγματος χάριν. Τα βλέπει διά ζώσης, όχι στα περιοδικά και στις εφημερίδες και στην τηλεόραση.
Βράδυ, καλοκαίρι, να περιφέρονται στην Κυψέλη με το ταξί, και να ακούει τις ομιλίες στα ρώσικα, στα πολωνέζικα, στα ρουμάνικα και στα αλβανικά, να ακούει τα ξέφτια από τις ακατανόητες, τραγουδιστές ή βάρβαρες εκείνες φράσεις, να μπαίνουν από τα ανοιχτά τζάμια. Ή στο Μπουρνάζι, στο Περιστέρι, εκεί που παλιά, πριν από τριάντα, σαράντα χρόνια, ήταν σκέτα χωράφια. Και σήμερα έχει γεμίσει με νυχτερινά μαγαζιά, κλαμπ και καφετέριες. Λας Βέγκας των Αθηνών, το λέει η Ματούλα, μολονότι δεν υπάρχουν ούτε τυχερά παιχνίδια ούτε εγκληματικότητα στην περιοχή. Λας Βέγκας, με την έννοια των πολύχρωμων πινακίδων και των επιγραφών, με την έννοια του συνωστισμού τόσων μαγαζιών που προσφέρουν ψυχαγωγία στη νεολαία.
Όμως, χτες, στη Νίκαια, και πολύ περισσότερο στη Δραπετσώνα και στο Πέραμα, οι εικόνες, η φτώχεια, η ζωή που έβλεπε πίσω από το τζάμι του ταξί, την είχαν επαναφέρει στο ακόμη πιο μακρινό παρελθόν. Τότε που είχαν πρωτοέρθει στον Πειραιά, με τον Διονυσάκη βρέφος, στα χρόνια του ’60. Κι ακόμη πιο πίσω, στα εφηβικά και στα παιδικά της χρόνια στην επαρχία, στην Καλαμάτα… Ναι, οι λαϊκές συνοικίες την βοηθούν να μεταφερθεί νοερά στο παρελθόν, της το θυμίζουν σχεδόν αυτομάτως. Και χτες ειδικά, είχε γλυκάνει η ψυχή της. Οι άνθρωποι στους δρόμους τής φαίνονταν πιο ταπεινοί, και ταυτόχρονα πιο αληθινοί. Ενώ στο Κολωνάκι, ας πούμε, έχει την αίσθηση ότι συναντάει μόνο νευρόσπαστα, μόνο μέτριους ηθοποιούς που υποδύονται ότι ζουν. Και ξαφνικά, της είχαν έρθει όλα εκείνα τα στιγμιότυπα με τον Ιάσονα, τα ερωτικά στιγμιότυπα με τα θαλασσινά τους παιχνίδια, και η Ματούλα είχε χαθεί.
Αχ, αυτό θέλει να κάνει, να μπορέσει να κάνει, και τώρα. Να χαθεί στις σκέψεις της, να χαθεί μέσα στον εαυτό της. Όχι μόνο δεν την ενοχλεί που δεν μιλάνε με τον Χρήστο, και κατ’ ουσίαν τίποτε δεν έκαναν εδώ πέρα, στο 611. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήρθαν τσάμπα. Επ’ ουδενί. Αφού η διάθεσή της έφτιαξε, πέτυχε εκατό τοις εκατό τον στόχο της. Και μόνον οι λίγες εκείνες λαμπρές στιγμές, προηγουμένως, κάτω, όταν δέχτηκε την επιφοίτηση, όχι του Αγίου Πνεύματος, αλλά της Χαράς της Ζωής – της είναι αρκετές.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Η επινόηση της πραγματικότητας, Πατάκης, 2003, σ. 579-581.