Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος. Το τζάμι προς τον ακάλυπτο έτριξε κι ο απόηχος έμεινε στ' αυτιά του για δυο τρία δευτερόλεπτα. Αμέσως άρχισαν ν' ακούγονται φωνές. Ενώ ο Πιπ τιττύβιζε σαν τρελός, έτρεξε ως την εξώπορτα και βγήκε στον δρόμο. Στα μπαλκόνια της Χαριλάου Τρικούπη είχαν βγει αρκετοί άνθρωποι που έμοιαζαν σαν να είχαν πεταχτεί μόλις απ' τον ύπνο. Όλοι τους κοίταζαν προς την κατεύθυνση της Ακαδημίας. Έτρεξε προς τα 'κει. Όσο πλησίαζε, τόσο η μυρωδιά του καμένου μετάλλου γινόταν πιο έντονη. Στη γωνία της Καλλιδρομίου, στο ύψος του αστυνομικού τμήματος, αντίκρισε μιαν εστία φωτιάς στο δεξί πεζοδρόμιο κι ανθρώπους σκυμμένους στη μέση του δρόμου. Φτάνοντας στο σημείο, είδε δυο αστυνομικούς με πυροσβεστήρες στα χέρια να προσπαθούν να σβήσουν ένα φλεγόμενο αυτοκίνητο, ακριβώς απέναντι απ' το τμήμα, του οποίου τα τζάμια είχαν θρυμματιστεί. Στο έδαφος ήταν πεσμένα δυο άτομα: πάνω τους είχαν σκύψει άλλοι τρεις.
Πλησίασε. Ήταν μια κοπέλα κι ένας αστυνομικός. Το κορίτσι ήταν ντυμένο στα μαύρα και το έντονο σκούρο μακιγιάζ είχε διαλυθεί στα αίματα που της γέμιζαν το πρόσωπο. Μες στο μαυροκόκκινο άστραφταν τέσσερα σκουλαρίκια: δυο στα φρύδια, ένα στη μύτη κι ένα στα χείλη.
«Πήρες το ασθενοφόρο;» φώναξε ένας αστυνομικός.
«Έρχεται!» απάντησε ένας άλλος. Απ' το κτήριο είχαν βγει κι άλλοι συνάδελφοί τους, ενώ από κάθε κατεύθυνση ακούγονταν φωνές:
«Αντιτρομοκρατική! Αντιτρομοκρατική!»
«Σήμα κεντρικά εστάλη!»
«Πυροτεχνουργός!»
«Ο Νικολάου, εντάξει, εξωτερικά τραύματα». Ένας τύπος, ντυμένος κι αυτός στα μαύρα, με σκισμένο πουκάμισο, προφανώς ο συνοδός της κοπέλας, σε σοκ ακόμα, πήγε να την σηκώσει.
«Μην την μετακινείς. Δεν κάνει!» του φώναξε ο Θάνος.
Ένας αστυνομικός τον κοίταξε.
«Ποιος είσαι εσύ; Φύγε από 'δω! Κωνσταντίνου, ασφάλισε την περιοχή!»
Επικρατούσε πανικός. Οι γείτονες κοιτούσαν απ' τα μπαλκόνια, ενώ άλλοι περίοικοι που 'χαν βγει απ' τα σπίτια τους παρακολουθούσαν τα συμβάντα από απόσταση, φοβούμενοι να πλησιάσουν περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή, η κοπέλα κάτι μουρμούρισε. Ο αστυνομικός που του 'χε απευθύνει τον λόγο, σαστισμένος μες στο πανδαιμόνιο, ασχολιόταν τώρα με τον σύντροφό της, ο οποίος έμοιαζε να τα 'χει εντελώς χαμένα. Ο Θάνος βρήκε την ευκαιρία να σκύψει. Μόλις πέντε δευτερόλεπτα. Αρκετά να την ακούσει τι μουρμούριζε:
«Τη… μάνα μου… θέλω τη μάνα μου…»
«Έρχεται, μην ανησυχείς», είπε.
Ξαφνικά, απ' τη γωνία της Ασκληπιού κατέβηκε μια ομάδα ανθρώπων ντυμένων με μαύρες στολές. Σε λίγα δευτερόλεπτα είχαν αναλάβει τα πάντα. Ένας απ' αυτούς του 'δωσε μια σπρωξιά.
«Απομακρυνθείτε, όλοι κάτω απ' την Ιπποκράτους!» Την εξέλιξη των γεγονότων την παρακολούθησε πλέον από μακριά: Το ασθενοφόρο να παραλαμβάνει τους δυο τραυματίες, τους αστυνομικούς να σβήνουν τη φωτιά, τους τύπους με τα μαύρα να οριοθετούν την περιοχή με ασπροκόκκινη ταινία, τον πρώτο εικονολήπτη που έφτασε μαζί μ' ένα δημοσιογράφο. Ταυτόχρονα άκουγε τα σχόλια απ' το πλήθος.
«Τρομοκρατικό χτύπημα, εκατό τα εκατό».
«Δυο χτυπημένοι είναι».
«Αστυνομικοί;»
«Ένας αστυνομικός και μια κοπέλα».
«Δεν ήταν τόσο μεγάλη η έκρηξη, τραυματίστηκαν μόνο».
«Ο Επαναστατικός Αγώνας ήτανε».
Κάνα τέταρτο αργότερα, η περιοχή είχε γεμίσει βαν και δημοσιογράφους. Αποφάσισε να γυρίσει. Κάπου στην Ιπποκράτους είδε ένα καφενείο που διανυκτέρευε, με μερικούς αγέρωχους γέροντες να παίζουν ακόμα πρέφα σχολιάζοντας ταυτόχρονα τα νέα στην ανοιχτή τηλεόραση. Μπήκε και παρήγγειλε ένα αναψυκτικό.
«…Αυτοκίνητο εξερράγη μπροστά στο αστυνομικό τμήμα της Καλλιδρομίου. Υπάρχουν δυο τραυματίες, ένας αστυνομικός ελαφρά και μια νεαρή σοβαρότερα. Όλα συγκλίνουν στο ότι πρόκειται για τρομοκρατική ενέργεια. Καμία οργάνωση δεν έχει αναλάβει έως αυτή την ώρα την ευθύνη…»
Ξανάφερε στον νου του την εικόνα της χτυπημένης κοπέλας. Μια γκοθού, παράπλευρη απώλεια στον κλεφτοπόλεμο κατά της «αστικής δημοκρατίας».

[…]

Το βράδυ βρήκε να ξεσκάσει σ' ένα μπαράκι στη Διδότου, χαμηλά. Στο διπλανό τραπέζι αναγνώρισε δυο τύπους από μιαν αναρχική ομάδα που είχε περάσει παλιά για λίγο. Αυτοί βέβαια δεν ήταν για εκρήξεις τύπου Καλλιδρομίου, κάτι γκαζάκια το πολύ. Μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ο ένας κάποια στιγμή τού ένευσε. Σηκώθηκε και τους πλησίασε.
«Χάθηκες, ρε Θάνο. Με θυμάσαι;»
«Ναι. Ο Βαγγέλης, ε; Πώς πάει;»
«Καλά, εσύ πού γυρνάς;»
«Α, εδώ, γενικά».
Ο τύπος τον κοίταξε εξεταστικά.
«Κατάλαβα», σχολίασε σέρνοντας τα φωνήεντα. «Σκατά, ε;»
«Όπως το πάρει κανένας».
Ο συνομιλητής του έκανε μια κίνηση στον Θάνο με τα δάχτυλα, υπονοώντας να πλησιάσει. Εκείνος δεν κουνήθηκε.
«Έχουμε μια συνάντηση στις δύο τη νύχτα», είπε σχεδόν ψιθυριστά. «Είσαι;»
«Κίνηση;» ρώτησε ο Θάνος.
«Κίνηση».
«Μπα, όχι».
Ο άλλος, ένας παχουλούτσικος με μούσι, που τον έλεγαν Στράτο, χαμογέλασε.
«Φλώρεψες, ρε;»
Πήγε να πει κάτι, αλλά συγκρατήθηκε.
«Οι τελευταίοι των αληθινών», είπε ο Στράτος, «είμαστε οι τελευταία των αληθινών. Έλα, κάτσε λίγο». Έμοιαζε πιωμένος. Ο Θάνος παρέμεινε όρθιος.
«Κάτσε σου λέω», επανέλαβε ο Στράτος, «έχει σημασία».
«Δε βρίσκω κανένα νόημα», είπε εκείνος.
«Το νόημα είναι στην ίδια την πράξη. Κι εσύ το ξέρεις το γιατί. Απόγνωση, τίποτα. Εναντία σ' αυτό. Σκύψε να σου πω».
Ο Θάνος έκανε μιαν ελαφριά κίνηση προς το μέρος του.
«Τον βλέπεις αυτόν εκεί στην άκρη του μπαρ;» είπε ο Στράτος κι έδειξε ένα γεροδεμένο άντρα μ' ένα τσιγάρο στο χέρι να κοιτάζει αόριστα κάπου πίσω απ' την μπάρα. «Την ξέρεις την άποψη του για τον κόσμο. Είναι γραμμένη πάνω του, παντού. Το 'χει αφήσει όλο στην τύχη. Δεν ξέρει ότι είναι ένας κρίκος σε μια πανάρχαια αλυσίδα. Δε θ' αντιδράσει, δε θα κινηθεί ποτέ, κατάλαβες; Είναι χαμένος. Εμείς όμως, όχι».
«Κατάλαβα», είπε ο Θάνος και γυρίζοντάς του την πλάτη πήγε προς την μπάρα. Πλήρωσε το ποτό του κι έριξε μια μάτια στον άντρα του μπαρ.
Εκείνος γύρισε και του χαμογέλασε φιλικά.
«Καλά;» ρώτησε ο Θάνος.
«Καλά», είπε εκείνος.
«Πιο πίσω είναι δυο τύποι που σε κοροϊδεύουνε. Λένε ότι είσαι ένα ανθρωπάκι, χαμένος. Ένας παχουλός με μούσι κι ο φίλος του», είπε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Είχε φτάσει στην παρακάτω γωνία όταν άκουσε το θόρυβο.

Αλέξης Σταμάτης, Βίλα Κομπρέ, Καστανιώτης, 2008, σ. 169-172 & 213-215.