Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μα είναι ρεαλισμός να δείχνεις
το Τείχος του Βερολίνου σαν τείχος;»
E.L. DOCTOROW, Το βιβλίο του Ντάνιελ

Είναι συγγραφέας, δουλειά του είναι να γράφει, να διερευνά και να στοχάζεται ζητήματα γλωσσικού ύφους και αφήγησης. Δουλειά του είναι επίσης να επινοεί ιστορίες, όχι οποιεσδήποτε ιστορίες, αλλά ιστορίες που να υπαινίσσονται κάτι περισσότερο από την πλοκή τους, να φλερτάρουν με την αιωνιότητα.
Εδώ και λίγο καιρό ωστόσο, κι αφού ούτε με το τελευταίο του βιβλίο κατάφερε να αγγίξει το πλατύ κοινό, έχει εισέλθει σε φάση αυτοκριτικής, «ενός κριτικού αναστοχασμού», σύμφωνα με την αγαπημένη φράση του αγαπημένου του κριτικού. Τα μέχρι τώρα βιβλία του τού φαντάζουν περίκλειστα, ο εαυτός του και τα διάφορα υπαρξιακά του προβλήματα καταλαμβάνουν υπερβολικά μεγάλο μέρος τους. Η κοινωνία, οι άνθρωποι που τον περιβάλλουν, ο κόσμος που αλλάζει δεν έχουν τραβήξει την προσοχή του όσο θα όφειλε. Αναζήτησε την πρωτοτυπία σε μορφολογικές αναζητήσεις ή στις βαθύτερες διεργασίες που πίστευε (και πιστεύει) ότι μεταλλάσσουν την ανθρώπινη συνείδηση. Ωστόσο, ο απλός άνθρωπος, ο «καθημερινός άνθρωπος», δεν έχει καταφέρει να διαπεράσει την πανοπλία του, να τον αγγίξει βαθύτερα: είναι ένας εστέτ, κλεισμένος στον γυάλινο κόσμο των αριστουργημάτων του. Οι αληθινοί άνθρωποι, ο πραγματικός κόσμος που δονείται κάπου εκεί έξω, του διαφεύγουν. η χλιαρή ανταπόκριση του κοινού είναι, ίσως, η δίκαιη τιμωρία του.
Τούτη την εποχή γράφει ένα βιβλίο με αθηναϊκές ιστορίες. Η δράση τους επικεντρώνεται κυρίως στα πέριξ του Λυκαβηττού, όπου και διαμένει. Τα γνωρίζει αυτά τα μέρη, γνωρίζει ένα μέρος της ανθρώπινης πανίδας τους, πιστεύει ότι έχει «πιάσει» την ατμόσφαιρά τους – «το έχει», που λέει και η έκφραση του συρμού. Άλλωστε, τα μέχρι τώρα βιβλία του λίγο πολύ διαδραματίζονται εκεί γύρω. Κουκιά τρώει, κουκιά μολογάει. Έστω κι αν τα ψωνίζει από την Αγροτική Γωνιά
Έχει μάλιστα αναπτύξει ολόκληρη θεωρία για τη σημασία του λόφου στη φυσιογνωμία της σύγχρονης πόλης. Ο Λυκαβηττός είναι –θα έλεγε ο συγγραφέας– ο ομφαλός της σύγχρονης Αθήνας, ή, γιατί όχι, και της Ελλάδας. το αληθινό της Κέντρο, γύρω από το οποίο οργανώνεται πραγματικά αλλά και συμβολικά η χώρα. Αριστερά, η Νεάπολη και τα Εξάρχεια, τόπος ιδεολογικών ζυμώσεων, μικροεξεγέρσεων, μα και συγχρωτισμού διαφόρων φυλών της πόλης, τόπος κατοικίας συγγραφέων και εικαστικών. Ακριβώς απέναντι, στην άλλη πλευρά του λόφου, δεσπόζουν τα δύο πιο εμβληματικά κτίρια της σύγχρονης Αθήνας: το Μέγαρο Μουσικής, σύμβολο του πολιτιστικού εκσυγχρονισμού της πόλης. και δίπλα του, στα λίγες δεκάδες μέτρα, η Αμερικανική Πρεσβεία, ένα αρχιτεκτονικό επίτευγμα που δίνει τροφή σε κάθε λογής φαντασιοπληξίες, συνωμοσίες, ίντριγκες, σημείο εκβολής κάθε διαδήλωσης που σέβεται το όνομά της. Επίσης, στην πίσω πλευρά του λόφου, δεσπόζει ακόμη, μα όχι για πολύ, το γήπεδο του Παναθηναϊκού, που όσο κι αν η ύπαρξή του αποτελεί πρόβλημα για την ομαλή λειτουργία της πόλης τις μέρες των ματς, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι εκεί, κι εκεί μόνο, πίσω δηλαδή από τον Λυκαβηττό, είναι η φυσική έδρα της μεγαλύτερης ομάδας της Αθήνας. Τέλος, το Κολωνάκι, με τους νεόπλουτους, τα παλαιά τζάκια, τους ανθρώπους της εξουσίας, μα και τους διανοούμενους, τους συγγραφείς, τους μόδιστρους, τη Δεξαμενή και το Φίλιον, το Da Capo και την Πλατεία, μοιάζει να χύνεται από τον λόφο, όταν δεν χώνεται μέσα σ’ αυτόν· κέντρο εξουσίας (η Βουλή, το Μαξίμου και το Προεδρικό Μέγαρο απέχουν μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα), μα και μήτρα ανεξάντλητων λαϊκών ή τηλεοπτικών φαντασιώσεων.
Τέτοιες σκέψεις, βέβαια, απ’ αυτές που συχνά πυκνά συζητιούνται στα καφενεία, ειδικότερα πέριξ του Λυκαβηττού, δεν έχουν θέση στη λογοτεχνία. Ακόμη χειρότερα, ο συγγραφέας μας δεν είναι πια σίγουρος αν οι σκέψεις του ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα. Η ανθρωπογεωγραφία της πόλης έχει τα τελευταία χρόνια αλλάξει. Χιλιάδες, δεκάδες χιλιάδες αλλοδαποί έχουν εισρεύσει στην πρωτεύουσα, καταλαμβάνοντας γειτονιές, γεμίζοντάς τες με χρώματα και αρώματα άγνωστα μέχρι πρότινος. Συνοικίες που τη μέρα μοιάζουν έρημες, μεταμορφώνονται τη νύχτα σε κόμβους μιας καινούργιας, πολύμορφης και σε διαρκή εξέλιξη ζωής: μπαρ, φαγάδικα, κλαμπ, στέκια, θέατρα ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, αλλάζοντας διαρκώς τη φυσιογνωμία της πόλης και –κυρίως– μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της μακριά από τον αγαπημένο του Λυκαβηττό. Τι να κάνει; Τι μπορεί να κάνει ώστε να μην αποκοπεί από την πραγματικότητα; Τι πρέπει να κάνει ώστε να αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς της πόλης;
Το πρόβλημά του μοιάζει με εξίσωση που δεν έχει λύση. Πιστεύει –κι εμείς δε θα διστάζαμε να συμφωνήσουμε μαζί του– ότι το υλικό της καλής λογοτεχνίας είναι πάντοτε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βιωματικό. Η λογοτεχνία βγαίνει από τα σπλάχνα του συγγραφέα, μέσα από τις έξεις του, τα πάθη, τις εμμονές του. Τότε και μόνον τότε καταφέρνουν να μιλήσουν στην καρδιά του άλλου. Ο «Άλλος». Λέξη-κλειδί πια στη σύγχρονη ζωή, στη σύγχρονη πόλη. Πώς λοιπόν θα καταφέρει να μιλήσει γι’ αυτόν τον άλλον, ο οποίος έχει αλλάξει διά παντός τη φυσιογνωμία της αγαπημένης του πόλης, παραμένοντας ο ίδιος; Πώς να μιλήσει «βιωματικά» για κάτι που αγνοεί;
Σιγά σιγά, μέρα τη μέρα, κι ενώ τέτοια κι άλλα παρόμοια δημιουργικά διλήμματα βασάνιζαν τον συγγραφέα μας, άρχισε να μορφοποιείται μέσα του η απάντηση, που όσο κι αν φαντάζει απλή κι αυτονόητη, αποτέλεσε για τη δική του ψυχή το τέκνο τρομερών ωδίνων: ο Μωάμεθ δεν θα ερχόταν στον λόφο του, έπρεπε ο ίδιος να πάει στον Μωάμεθ. Με άλλα λόγια, αν ήθελε να γράψει για το σημερινό πρόσωπο της πόλης του, όφειλε να αλλάξει τρόπο ζωής, να αλλάξει δέρμα. Έπρεπε να γίνει κι ο ίδιος ένας «άλλος».
Ένα από τα πρώτα μέτρα που πήρε ήταν να αλλάξει καθημερινές συνήθειες. Τέρμα οι καφέδες στο Φίλιον, στο Σκουφάκι και στο Rosebud. Τέρμα οι ώρες καλοκαιρινής χαύνωσης και οι μπιροποσίες στη Δεξαμενή. Κομμένα μαχαίρι τα νυχτερινά σουλατσαρίσματα στον πεζόδρομο της Χάριτος, ειδικότερα το καλοκαίρι, οπόταν ορδές από τα βόρεια προάστια αλλοιώνουν ακόμη περισσότερο την πληθυσμιακή σύνθεση. Ποτέ ξανά φαγητό στου Φιλίππου, κι όσο για το Rockn’ Roll, εννοείται πως ούτε απέξω δεν θα ξαναπερνούσε.
Επρόκειτο βέβαια για τα πρώτα μέτρα. Υπήρχαν και άλλα: Το Carrefour-Μαρινόπουλος στην Ξενοκράτους αλλά και το Bazaar λίγο παραπέρα ήταν αληθινοί παραμορφωτικοί φακοί μέσα από τους οποίους έφτανε σ’ αυτόν μια εξωραϊσμένη εικόνα της σύγχρονης Αθήνας. Πότε άλλωστε ήταν η τελευταία φορά που συνάντησε Αλβανό στην Αγροτική Γωνιά; Ή Πακιστανό; Ή έστω ένα φιλήσυχο Νιγηριανό; Μονάχα τίποτε Αμερικανάκια από κείνα που μένουν στα ισόγεια της Κλεομένους, άντε και καμιά κομψευόμενη Γαλλίδα από το Ινστιτούτο. Όχι, στο εξής τα ψώνια του θα τα έκανε από κάποιο σουπερμάρκετ της πραγματικής Αθήνας, από το Champion-Μαρινόπουλος της Αθηνάς, για παράδειγμα. Θα ήταν βέβαια υποχρεωμένος να τα κουβαλά όλο αυτόν το δρόμο, αλλά μήπως θα ήταν ο μόνος που υποχρεώνεται καθημερινά να περπατάει στους αφιλόξενους δρόμους της μεγαλούπολης;
Στο μοναδικό ζήτημα που δεν ένιωθε έτοιμος για παραχωρήσεις ήταν της κατοικίας. Το δυάρι του στη Δεινοκράτους, λίγα μέτρα από τη Δεξαμενή, ήταν η μοναδική του κληρονομιά, το τελευταίο του αποκούμπι. Εκεί, στους τέσσερις τοίχους τού ασφυκτικά γεμάτου από βιβλία γραφείου του, είχε συγγράψει όλα του τα έργα. ήταν το λημέρι, η φωλιά του. Σε τελική ανάλυση, αν αγνοούσε κανείς τους δρόμους που διέσχιζε μέχρι να βγει από τα όρια του Κολωνακίου, το διαμέρισμά του, ανήλιαγο και γερασμένο, βρόμικο και υγρό, δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από αντίστοιχα διαμερίσματα στην Κυψέλη ή στα Κάτω Πατήσια.
Αλλά και σε ό,τι αφορούσε τους γύρω δρόμους, εκείνους που διέσχιζε καθημερινά μέχρι να βρεθεί στο «νέο κέντρο», υπήρχαν περιθώρια βελτίωσης. Πρώτα απ’ όλα, μπορούσε να χαράξει καινούργια διαδρομή. Η μέχρι πρότινος πορεία του, να διασχίζει δηλαδή τη Δεξαμενή, να κατεβαίνει την Ηρακλείτου και στη συνέχεια να πιάνει τη Σκουφά, με κατεύθυνση είτε κάποιο από τα καφέ είτε τον εκδοτικό του οίκο λίγο παρακάτω, θα άλλαζε. Στο εξής, θα ανέβαινε ένα δρόμο πιο πάνω, μέχρι το Σεντ Τζορτζ Λικαμπέτους, κι από εκεί θα έπαιρνε τον περιφερειακό προς τη Νεάπολη. Στην αρχή της Δοξαπατρή θα κατηφόριζε προς τα αριστερά, έτσι που σύντομα θα πάταγε την Ασκληπιού, κι από εκεί θα πορευόταν είτε ευθεία προς Εξάρχεια, είτε διαγωνίως προς Ομόνοια. Ο «άλλος» μέσα του είχε αρχίσει να γεννιέται. ήταν ώρα για δράση!
Μια μεγάλη βόλτα στις καινούριες συνοικίες με τα αθλητικά του, ελαφρό ντύσιμο και λίγα ψιλά στην μπροστινή τσέπη –δεν υπάρχει λόγος να προκαλούμε–, στάθηκε αρκετή για να εντοπίσει μερικούς πρώτους σταθμούς της νέας γεωγραφίας του. Δεξιά της Πειραιώς, όταν πέφτει το σκοτάδι, είχε εντοπίσει, πέρα από ορισμένα μοδάτα εστιατόρια, μερικά αυθεντικά καφενεία στα οποία έμοιαζε να συχνάζουν αποκλειστικά μετανάστες. Το ίδιο και στις παρόδους της Ευριπίδου, ή στα στενά πίσω από την Αθηνάς, στο ύψος του Δημαρχείου. Αλλά και η πλατεία Κουμουνδούρου, ως ακραία εκδοχή πολιτισμικών ανταλλαγών, έπρεπε να είναι καθημερινός σταθμός. Λίγα μέτρα πιο πάνω, άλλωστε, έχει πια την έδρα της η «Εστία», ο παλιότερος εκδοτικός οίκος της χώρας. Ήταν μήπως τυχαίο που ακόμη κι ένας τόσο παραδοσιακός οίκος είχε αφήσει τις ευκολίες της Σόλωνος και είχε μεταφέρει τα γραφεία του στο νέο κέντρο της πόλης; Δεν ήταν κι αυτό δείγμα, ένα ακόμη, της μεγάλης ροής που οδηγούσε το παιχνίδι μακριά από τον δικό του λόφο προς τα πεδινά πέριξ της Ομόνοιας;
Λίγες μόλις μέρες μετά τις πρώτες εξορμήσεις του, δέχτηκε κιόλας την επίσκεψη της μούσας. Ένα διήγημα είχε ήδη αρχίσει να μορφοποιείται μέσα του, επηρεασμένο εμμέσως από τις νέες του παραστάσεις. Το στόρι είχε περίπου ως εξής: νέος συγγραφέας, μαθημένος στη φωτεινή πλευρά της πόλης, σε φάση δημιουργικής κρίσης, επισκέπτεται μέρη όπου συχνάζουν μετανάστες. Εκεί, σ’ ένα μπαρ όπου υπάρχει η υποψία πως διακινείται ηρωίνη, ερωτεύεται νεαρή Ιρανή –προτιμά να αφήσει το ζήτημα της ηλικίας της ελαφρώς φλου, πάντως θα είναι πολύ νεαρή– κι ένας άλλος κόσμος τού αποκαλύπτεται. ένας κόσμος ζεστασιάς και βαθιάς σοφίας, κρυμμένος πίσω από τον παραπλανητικό μανδύα της φτώχειας και της ανέχειας.
Τώρα το διήγημα βρίσκεται στη φάση που ο ήρωας, έχοντας επιτέλους ξεμοναχιάσει την Αζάρ (στην πορεία ίσως αλλάξει το όνομα, τώρα δεν του έρχεται δυστυχώς τίποτε άλλο), στην πίσω πλευρά ενός καταστήματος μπαχαρικών, ετοιμάζεται να κάνει έρωτα μαζί της ανάμεσα σε τεράστια τσουβάλια με μεθυστικά μπαχάρια και μυρωδικά. Σ’ αυτό το σημείο έχει όμως κολλήσει ελαφρώς. φοβάται μήπως είναι λιγάκι νωρίς για σεξ, μήπως η ερωτική επαφή με την Αζάρ –που σίγουρα θα έχει κάτι το πρωτόγονα αποκαλυπτικό και συνάμα απείρως τρυφερό– θα ήταν καλύτερα να προκύψει ως επιστέγασμα κάποιου κατορθώματος, για παράδειγμα της εξάρθρωσης μιας σπείρας κινεζικής μαφίας που λυμαίνεται την περιοχή. Να σώσει ενδεχομένως την Αζάρ από τα νύχια ενός κιτρινιάρη. κάτι που ταυτόχρονα θα αποτελούσε και σχόλιο για την επέλαση του «κίτρινου πυρετού».
Στο μεταξύ, η πραγματική ζωή για άλλη μια φορά μιμούνταν τη μυθοπλασία. Σε μια από τις νυχτερινές εξορμήσεις του στη σκοτεινή πλευρά της πόλης, κι ενώ έπινε το τρίτο του μοχίτο στο Guru (όπου κατέφυγε για να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουν οι νεαροί Έλληνες τις κουλτούρες της Ανατολής, μέσω της μουσικής αλλά και του φαγητού), τον πλησίασε μια εξαίσια θηλυκή ύπαρξη – αφρικανικής καταγωγής, όπως μαρτυρούσε το εβένινο δέρμα της και οι έντονες καμπύλες της. Ασυνήθιστος καθώς ήταν σε τέτοιες συναλλαγές, δεν παραξενεύτηκε ούτε από την αμεσότητα ούτε από το ύφος της συνομιλίας. Δίχως καλά καλά να καταλάβει πώς, βρέθηκε να ερωτοτροπεί μαζί της στον πρώτο όροφο του κλαμπ. Όταν τα πράγματα ζόρισαν, και ζόρισαν γρήγορα, βγήκαν έξω για να συνεχίσουν σε διπλανό ξενοδοχείο – ακόμη μια ευκαιρία να ανακαλύψει ο συγγραφέας μας το άλλο πρόσωπο της Αθήνας, τα στέκια του εφήμερου έρωτα.
Το ίδιο απόγευμα είχε πάρει τις αποφάσεις του για τη σειρά των γεγονότων στο διήγημά του (για το οποίο είχε τώρα βρει και προσωρινό τίτλο: «Η μαύρη καρδιά της πόλης»). Ο ήρωάς του θα έκανε τελικά αμέσως έρωτα με την Αζάρ, ανάμεσα στα τσουβάλια με τα μπαχάρια και τα μυρωδικά, διότι στο διήγημα αυτό η αληθινή κορύφωση δεν ήταν το σεξ. Η αδιαμφισβήτητη κορύφωση θα προέκυπτε στο τέλος της ιστορίας και θα ήταν βέβαια η αγάπη και η αμοιβαία αναγνώριση που θα ερχόταν ως συμπλήρωμα του σαρκικού έρωτα. Το δε κατόρθωμα του ήρωα δεν θα αφορούσε κάτι κοινότοπο, όπως η εξάρθρωση κάποιου παράνομου δικτύου πορνείας, αλλά την υπέρβαση των προκαταλήψεων ανάμεσα σ’ εκείνον και τα αδέλφια της Αζάρ, που ήταν φυσικά μουσουλμάνοι. Και μάλιστα, θα έριχνε το βάρος του στις προκαταλήψεις του ήρωά του, για τα ήθη και τη νοοτροπία των μουσουλμάνων, έναντι των οποίων αισθάνεται –αδικαιολόγητη, πράγματι– πολιτισμική ανωτερότητα. Έτσι, το διήγημά του, που πια φαινόταν ότι θα μπορούσε να λάβει την έκταση νουβέλας ή, γιατί όχι, μικρού μυθιστορήματος, δεν θα αναλωνόταν σε ανώφελες σκηνές δράσης, που παραπέμπουν σε αμερικάνικες ταινίες και φτηνά νουάρ, αλλά θα ήταν μια πανανθρώπινη αλληγορία. ένα σταυροδρόμι, γιατί όχι, συνάντησης πολιτισμών τόσο διαφορετικών και ταυτόχρονα τόσο κοινών. Μήπως Χριστιανισμός και Ισλάμ δεν έχουν την ίδια ρίζα; Δεν είναι παραπόταμοι του ενός και μεγάλου ποταμού, παιδιά του ενός και μοναδικού Θεού;
Όλα αυτά είχαν λοιπόν αποφασιστεί το απόγευμα, και το ίδιο βράδυ, μετά τη νυχτερινή του εξόρμηση, θα γίνονταν πράξη στο εργαστήρι του συγγραφέα μας, αν τα γεγονότα που ακολούθησαν την έξοδό του από το Guru δεν άλλαζαν τον ρου των πραγμάτων. Διότι, βγαίνοντας από το πολυπολιτισμικού ύφους κλαμπ συνοδεία της νεαρής Αφρικανής, ο συγγραφέας μας βρέθηκε να ακούει σε σπαστά ελληνικά τρεις νεαρούς να διατείνονται ότι είναι αδέρφια της. Με μια πρώτη ματιά, οι μαντραχαλάδες όχι απλώς ανήκαν σε διαφορετική tribe από τη νεαρή, ούτε ήταν απλώς από άλλη χώρα, αλλά προφανώς προέρχονταν από διαφορετική ήπειρο. Οι νεαροί, ινδικής ή πακιστανικής προέλευσης (αν όχι έλληνες αθίγγανοι, σκέφτηκε κάποια στιγμή), δεν ήταν δυνατόν να έχουν την παραμικρή συγγένεια εξ αίματος με το κορίτσι που ’χε παχιά χείλη και πεταχτά οπίσθια. Όμως, ακόμη κι αν ήταν αδέλφια εξ αγχιστείας, ποιοι ήταν εκείνοι που θα εμπόδιζαν την ελεύθερη συνεύρεση δύο νέων ανθρώπων, αποφασισμένων να υπερβούν σύνορα και φραγμούς;
Την πρώτη κλωτσιά τη δέχτηκε λίγο κάτω από το στομάχι και είχε ως άμεσο αποτέλεσμα να του κοπεί εντελώς η αναπνοή. Ακολούθησαν μερικές ακόμη, προειδοποιητικές, καθώς εκείνος λύγιζε στα δυο. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε τη νεαρή να τον κοιτά, μάλλον αδιάφορα και καθόλου πανικόβλητη. Οι αθίγγανοι (ή Ινδοί ή Πακιστανοί) συνέχιζαν το τροπάρι τους περί αδελφής, που είχε δήθεν ατιμαστεί, και τον προέτρεπαν να τους δώσει ό,τι είχε πάνω του για να μην πάθει χειρότερα. Εκείνος, δυστυχώς, δεν είχε παρά καμιά τριανταριά ευρώ, τα οποία και τους παραχώρησε ολοπρόθυμα, καθώς και το κινητό του, αλλά δεν αρκούσαν για να επανορθώσουν το κακό που είχε προξενήσει στη μαύρη αδελφή τους. Εκείνη έμοιαζε να συμφωνεί ότι 30€ + Sony Ericsson K810 δεν ήταν τιμή για την τιμή της και αργοκουνούσε το κεφάλι της όπως κάτι ράπερ σε βίαια βίντεο κλιπ. Λίγες δεκάδες μέτρα παραπέρα, ένα τσούρμο μαύρες κοπέλες περιφέρονταν ημίγυμνες στο πεζοδρόμιο, κάνοντας την κατάστασή του να φαντάζει ακόμη πιο παράδοξη.
Τώρα ακουγόταν ξανά και ξανά η λέξη «κάρτα», κάτι που δυστυχώς είχε την απρονοησία να κουβαλάει στην τσέπη του, για την περίπτωση που… Και πάλι όμως, τα οκτακόσια ευρώ που ήταν το όριο της κάρτας του δεν τους ήταν αρκετά, οι νεαροί τον πίεζαν να τραβήξει κι άλλα, και δυστυχώς έμοιαζαν να μην σκαμπάζουν γρυ από ΑΤΜ, όρια ανάληψης και τα συναφή. Ήθελαν μονάχα λεφτά, λεφτά, τα λεφτά του, κάτι που επαναλάμβαναν με ικανοποιητική προφορά καθώς κοπανούσαν το κεφάλι του στο ΑΤΜ της Εμπορικής. Η περιπέτειά του έλαβε τέλος με την είσοδο στη σκηνή ενός περιπολικού που σταμάτησε λίγα μέτρα μακριά του αναβοσβήνοντας τους φάρους, ενώ από το εσωτερικό του ακούστηκαν βαριεστημένες αντρικές φωνές που αναρωτιόνταν αν –ο ήρωάς μας– ήταν Έλληνας ή όχι. Κάπου εκεί, προσπαθώντας να δώσει ένα νόημα στο ερώτημα, έχασε τις αισθήσεις του.
Το περιστατικό βέβαια έμελλε να έχει επιπτώσεις στο διήγημά του, με πρώτη και σημαντικότερη –δεν το είχε ακόμη αποφασίσει οριστικά– να «λερώσει» ελαφρώς το αμόλυντο μέχρι εκείνη τη στιγμή προφίλ της αισθησιακής Αζάρ. Ως νέος και άκαπνος στον πραγματικό κόσμο, είχε αναμφίβολα εξωραΐσει την ηρωίδα του, όμως τώρα θα της προσέθετε στοιχεία που θα την έκαναν πιο αληθινή, πιο γήινη… Όλα αυτά βέβαια θα είχε τον χρόνο να τα σκεφτεί με την ησυχία του καθώς θα ανάρρωνε. Για την ώρα, μετρούσε φίλους στο επισκεπτήριο του Ευαγγελισμού –αποδείχθηκαν εντυπωσιακά λίγοι για κάποιον που ζει τριάντα πέντε χρόνια σε τούτη την πόλη–, ενώ ακόμη κι ο εκδότης του, ιδιαίτερα θερμός σε άλλες περιστάσεις, αρκέστηκε σε ένα κουτί γλυκά και μια κάρτα με τις ευχές του για ταχεία ανάρρωση.
Προς το παρόν, πράγματι, προείχε η ανάρρωση, καθώς και η διεξαγωγή ορθών συμπερασμάτων από την περιπέτειά του. Δεν έπρεπε, αναμφίβολα, μια ατυχής στιγμή να τον οδηγήσει σε οπισθοδρόμηση, συντηρητισμό ή, ακόμη χειρότερα, ξενοφοβία. Τα βασικά του συμπεράσματα για τη μετάλλαξη της σύγχρονης Αθήνας ήταν σωστά, και δεν έπρεπε να κλονιστούν. Ίσως έπρεπε να επέλθουν ορισμένες βελτιώσεις στον τρόπο με τον οποίο χωνεύονται τα γεγονότα της ζωής του στα κείμενά του, στο πώς δηλαδή επεξεργάζεται λογοτεχνικά το βιωματικό του υλικό. Κι άρα, για άλλη μία φορά, τα συμπεράσματα οδηγούσαν στην ίδια αιώνια προτροπή: δουλειά, δουλειά, δουλειά…
Το επόμενο πρωί, κουτσαίνοντας και με το πρόσωπο ακόμη πρησμένο, βάλθηκε να ανηφορίζει τη Μαρασλή. Εντούτοις, μια μικρή παράκαμψη μέχρι το Libro, στην Πατριάρχου Ιωακείμ, κρίθηκε απαραίτητη. Με το Στρίψιμο της βίδας του Χένρι Τζέιμς ανά χείρας πήρε πια οριστικά τον δρόμο για τη Δεινοκράτους. Η τεχνοτροπία με την οποία ο αμερικανός στυλίστας κατάφερνε στο συγκεκριμένο έργο να συγκεράσει τον κόσμο των ζωντανών με τον κόσμο των νεκρών θα αποδεικνυόταν ίσως χρήσιμος μπούσουλας στις αναζητήσεις του. Χρειαζόταν μεγαλύτερη λεπτότητα στους χειρισμούς, βαθύτερη επεξεργασία του υλικού, περισσότερο «κέντημα». Τα βασικά συμπεράσματα ήταν όμως ορθά. δεν έπρεπε επουδενί να κλονιστούν.

Κώστας Κατσουλάρης, «Αυτός ο άλλος», Μικρός δακτύλιος. Νέες αθηναϊκές ιστορίες, Φωτογραφίες: Καμίλο Νόλλας, Ελληνικά Γράμματα, 2007, σ. 101-119.