Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Πίστεψαν ότι έφυγαν στο ίδιο ταξίδι

Είναι φθινόπωρο πια, των καρπών που πέφτουν στο χώμα
και του μεγάλου ταξιδιού προς τη λησμονιά.

D.H. LAWRENCE, «Ship of Death»

Το συγκρότημα των προσφυγικών κατοικιών είναι μια δαιδαλώδης, άναρχη, άσχημη κυψέλη. Ογκώδεις πολυκατοικίες συμπλέκονται σε έναν τυφλό λαβύρινθο στενών δρόμων. Στεγνό, άνυδρο αστικό τοπίο, που βασανίζεται αλύπητα από τον ήλιο. Διαμερίσματα στενά, παραταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, απαγορεύουν την ιδιωτική ζωή. Δεν υπάρχουν μυστικά εδώ. Δεν υπάρχουν φωνές αγνώστων. Όλοι έχουν όνομα. Στον προσφυγικό οικισμό όλοι γνωρίζουν…

ΟΛΓΑ

Ένα κορίτσι ήσυχο και ευγενικό. Κρατούσε το βλέμμα χαμηλά και μιλούσε με ψιθύρους. Απαντούσε λακωνικά στις ερωτήσεις των γειτόνων και απομακρυνόταν γρήγορα, σαν φοβισμένο μικρό ζώο. Κρυβόταν. Ζούσε σε ευαίσθητη ισορροπία με την πραγματικότητα, κινδύνευε διαρκώς να απορροφηθεί από τη μουσική που τη συνόδευε σε κάθε της βήμα. Η Όλγα δεν αποχωριζόταν ποτέ το μικροσκοπικό κασετόφωνο με τα ακουστικά και, όποτε έβρισκε ευκαιρία, αποσυρόταν στον δικό της ιδιωτικό κόσμο των ήχων. Χωνόταν σε κάποια κόγχη του ισογείου και γονάτιζε κλείνοντας τα μάτια, για να κρυφτεί μέσα στο αγαπημένο της τραγούδι. Έβγαινε μόνη τα μεσημέρια στη μικρή πλατεία και καθόταν δίπλα στο σιντριβάνι κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι, σιγοψιθυρίζοντας ένα αγγλικό ρεφρέν. Ήταν ένα μελαχρινό δεκαεξάχρονο κορίτσι, χλομό και μοναχικό. Αμίλητο.
Ζούσε με τους γονείς της στον τρίτο όροφο μιας πολυάνθρωπης κυβόσχημης πολυκατοικίας. Δεν είχε δικό της δωμάτιο, κοιμόταν στο στενάχωρο μικρό χολ, σε έναν πτυσσόμενο καναπέ-κρεβάτι. Δεν είχε αδέρφια. Ήταν κακή μαθήτρια. Ήταν διαρκώς αφηρημένη και αποθαρρυνόταν εύκολα. Τη γνώριζαν όλοι στον συνοικισμό. Τη χαιρετούσαν με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο και η φωνή τους χρωματιζόταν από οίκτο. Δεν είχε φίλους η Όλγα. Περπατούσε μόνη για το σχολείο ακούγοντας μουσική. Και ήταν φορές που περπατούσαν στον δρόμο με τον πατέρα της και εκείνος επέμενε να κρατάει επιδεικτικά την κόρη του από το χέρι.
Τον χειμώνα που έκλεισε τα δεκαεπτά την είδαν ένα πρωί να σπρώχνει έναν καναπέ στον εξωτερικό διάδρομο του τρίτου ορόφου. Ψύχραιμα, χωρίς να βιάζεται, έσυρε το έπιπλο ως το πλάτωμα της σκάλας. Κατόπιν άνοιξε το πτυσσόμενο κρεβάτι, έστρωσε με φροντίδα τα σεντόνια, τέντωσε το πάπλωμα και ακούμπησε απαλά στο κεφαλάρι το μαξιλάρι της. Ώσπου να τελειώσει, είχαν βγει όλοι στον διάδρομο και την παρακολουθούσαν απορημένοι. Η Όλγα όμως δεν απάντησε στις ερωτήσεις τους. Είχε στα αυτιά της τα ακουστικά και κρατούσε στα χέρια ένα πλαστικό μπουκάλι.
Την επόμενη στιγμή το κρεβάτι τυλιγόταν στις φλόγες. Τα στρωσίδια λαμπάδιασαν έξαφνα. Υψώθηκε μια κατακόκκινη φωτιά που λικνιζόταν και σάλευε χορευτικά. Οι φλόγες γιγαντώθηκαν, έγλειφαν το ταβάνι και πυκνός καπνός ελισσόταν στο κλιμακοστάσιο, μαυρίζοντας τα πολύχρωμα γκράφιτι που απλώνονταν στους ραγισμένους τοίχους. Η Όλγα στεκόταν παρέκει και κοιτούσε με ολάνοιχτα μάτια που αντανακλούσαν το φέγγος της πυράς. Τα μάγουλά της κοκκίνισαν από τη θερμότητα. Η αναπνοή της κοβόταν από τον καπνό που γλιστρούσε πικρός μέσα στο μισάνοιχτο στόμα της. Ήταν ευτυχισμένη με έναν τρόπο μυστηριακό και απόκοσμο. Κουνούσε το δεξί πόδι στον ρυθμό που υπαγόρευε η μουσική στα αυτιά της. Είχε τις γροθιές σφιγμένες. Πλημμυριζόταν από ένα αίσθημα ανακούφισης, λες και τιμωρούσε το άσπλαχνο έπιπλο για συνενοχή. Θαρρείς ότι έβλεπε τα σημάδια στο στρώμα να καίγονται. Μυρωδιές, γνώριμα βουλιάγματα, κηλίδες.
Η πολυκατοικία αναστατώθηκε. Αλαφιασμένη κάποια γειτόνισσα έτρεξε να ειδοποιήσει τους γονείς του κοριτσιού. Οι συγκεντρωμένοι διαγκωνίζονταν για να κοιτάξουν καλύτερα το παράλογο αυτό θέαμα. Ένα κρεβάτι να φλέγεται στον διάδρομο και γύρω του να στέκουν αποσβολωμένα πρόσωπα, φωτισμένα από το απαύγασμα της φωτιάς, σιωπηλά, μαγεμένα, έκθαμβα. Δεν ακουγόταν ψυχή, παρά μόνον ο τριγμός του ξύλου που καιγόταν. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει το εκστασιασμένο κορίτσι. Τρία μικρά αγόρια άρχισαν να χορεύουν, μιμούμενα τον στροβιλισμό του καπνού. Ήταν ένα μουντό, υγρό πρωινό. Σύννεφα κάλυπταν τον ασθενικό ήλιο και το άρωμα του καμένου ξύλου ταίριαζε όμορφα με το νοτισμένο χώμα που μύριζε γλυκά εκείνον τον Δεκέμβρη. Ο καπνός απλωνόταν στο ταβάνι σαν ένα αντεστραμμένο, παχύ, ολόμαυρο χαλί…
Σαστισμένος όπως όλοι, ο Έκτορας στεκόταν ακίνητος με τα μάτια ορθάνοιχτα και χόρταινε το χρυσό λαμπύρισμα στους τοίχους. Ξαφνικά πέρασε τον κλοιό των σιωπηλών γειτόνων, πλησίασε την Όλγα και κάθισε στο πάτωμα, δίπλα της. Εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Μόνο παρέμεινε ασάλευτη, όρθια στη θέση της, χτυπώντας ρυθμικά το πόδι στο τσιμέντο.
Όταν έφτασαν οι γονείς της, οι συγκεντρωμένοι έκαναν χώρο σιγοψιθυρίζοντας. Η μητέρα της ούρλιαξε και σωριάστηκε στα γόνατα, κρύβοντας το πρόσωπο μέσα στα χέρια της. Ο πατέρας της Όλγας έχασε το μυαλό του. Κοίταξε πανικοβλημένος την απίστευτη σκηνή που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια του, κοντοστάθηκε για λίγο και τράβηξε βίαια το κορίτσι από το μπράτσο χωρίς να πει λέξη. Η μητέρα έτρεξε πίσω τους σε απόγνωση. Κλείστηκαν στο διαμέρισμα αδιαφορώντας για το λαμπαδιασμένο έπιπλο. Κάποιοι γείτονες ανέλαβαν, αδιαμαρτύρητα, να σβήσουν τη φωτιά.

ΕΚΤΟΡΑΣ

Όταν κρύωσαν τα αποκαΐδια, ο Έκτορας έσκυψε προσεκτικά και ξεδιάλεξε μια γωνιά του μαξιλαριού της που είχε απομείνει άθικτη ανάμεσα στις στάχτες –ένα μικρό κεντητό λουλούδι της γαλάζιας μαξιλαροθήκης. Έκρυψε το καψαλισμένο ύφασμα στην τσέπη του παντελονιού του και κατέβηκε τις σκάλες γελώντας τρανταχτά.
Ο Έκτορας, στα τριάντα του πλέον, εξακολουθούσε να γυρίζει όλο τον κόσμο. Είχε φωτογραφίες από τα πιο μακρινά μέρη. Από τις πυραμίδες της Αιγύπτου. Από τα ερείπια της πόλης Ουρ. Είχε δει τις κορυφές του Μάτσου-Πίκτσου, τους κοραλλιογενείς υφάλους της Πολυνησίας. Μπορούσε να εξηγήσει με λεπτομέρειες την ιαπωνική τελετή του τσαγιού.
Βέβαια, ο Έκτορας δεν είχε περάσει ποτέ τον περίβολο του προσφυγικού οικισμού. Ούτε απέδρασε ποτέ από την άγρυπνη, αμείλικτη επιτήρηση αυτής της άτεγκτης κλειστής κοινωνίας. Όσο για τις φωτογραφίες; Καρτ-ποστάλ και εικόνες που ξεσήκωνε από περιοδικά. Είχε κι ένα δικό του μικρό ενσταντανέ, το είχε κόψει ακολουθώντας άτσαλα το περίγραμμα, και κολλούσε με σελοτέιπ τον εαυτό του πάνω στο εξωτικό φόντο. Και ήταν πάντα το ίδιο είδωλο του Έκτορα, με κοντομάνικο κόκκινο μπλουζάκι και γκρίζο παντελόνι. Μια παλιά φωτογραφία που είχε ξεφτίσει στις άκρες και είχε τσαλακωθεί από τη χρήση. Ένας παχύς άντρας με αφελές χαμόγελο, πεταχτό στομάχι και κυρτούς ώμους. Με τα μαλλιά του αχτένιστα να πέφτουν στο μέτωπο. Μόνο το φόντο άλλαζε. Ο Έκτορας στη Φινλανδία. Ο Έκτορας στον Καναδά. Και έτσι όπως εμφανιζόταν απαράλλαχτος παντού, ήταν σαν να γύρισε τον κόσμο μέσα σε μια στιγμή.
Δεν ήταν καθόλου αληθοφανείς οι «φωτογραφίες» του Έκτορα. Ήταν τσαπατσούλης. Έτσι όπως στραβοκολλούσε τον εαυτό του πάνω στα εξωτικά τοπία, ποιον μπορούσε να ξεγελάσει; Οι διηγήσεις του εντούτοις είχαν το πάθος του αληθινού ταξιδευτή. Τον ανέχονταν στα προσφυγικά, διασκέδαζαν με την αφέλεια και το πείσμα του. Και εκείνος πολλές φορές κατάφερνε να τους παρασύρει με τις ιστορίες του. Κάποια απογεύματα οι περίοικοι αναζητούσαν τη συντροφιά του: «Πες μας, Έκτορα, για τότε που ταξίδεψες στην Αμερική».
Ο Έκτορας δεν έμοιαζε με την Όλγα. Εκείνος βρισκόταν πάντοτε ανάμεσα σε κόσμο. Τα απογεύματα, όταν η μικρή τετράγωνη πλατεία πλημμύριζε από αργόσχολους νεαρούς, από ομάδες γερόντων που μαζεύονταν στα παγκάκια, από γιαγιάδες που βολτάριζαν τα εγγόνια τους, ο Έκτορας γυρνούσε από παρέα σε παρέα κρατώντας τα τσαλακωμένα χαρτιά του. Είχε μόλις γυρίσει από ένα ακόμα ταξίδι. Μιλούσε για κάποιον μακρινό προορισμό και την ίδια στιγμή ο νους του ταξίδευε. Ο Έκτορας ακροβατούσε. Αν και τα πόδια του παρέμεναν καρφωμένα στην πόλη που δεν άφησε ποτέ, η φαντασία του ψηλαφούσε την ελευθερία μιας ιδανικής φυγής. Ο Έκτορας ζούσε εδώ και αλλού. Συγχέοντας τα μονοπάτια του χρόνου. Όταν τον συναντούσες στον δρόμο, σε αποχαιρετούσε γιατί θα έφευγε σύντομα για ένα ακόμα ταξίδι. Έλεγε στη μάνα του: «Μη μου στρώσεις τραπέζι, θα φάω στο λιμάνι» και πήγαινε να περπατήσει πάνω κάτω στο πεζοδρόμιο της πολύβουης λεωφόρου πίσω από τις προσφυγικές πολυκατοικίες. Έμενε εκεί όλη τη νύχτα. Κοιτώντας τα φώτα των αυτοκινήτων, ο Έκτορας έβλεπε τα φανάρια περαστικών καραβιών.

Η ζωή εδώ, στον τόπο όπου έζησαν οι πρόσφυγες, είναι ζωή ελεγχόμενη. Εδώ οι οικογένειες είναι στρατόπεδα ασφαλή και περίκλειστα και οι πύλες τους φυλάσσονται νυχθημερόν. Δεν υπάρχουν μυστικά εδώ, υπάρχει όμως σιωπή. Οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα πάντα, μα αποστρέφουν πρόθυμα το βλέμμα. Υπάρχουν ιεραρχίες εδώ. Οι κώδικες της επιβολής παραμένουν άθικτοι και οι ηθικοί νόμοι απαράβατοι. Τα κορίτσια παίζουν ξέχωρα από τα αγόρια. Τα παιδιά δεν ξεμακραίνουν στη φωτισμένη πόλη που περιβάλλει αυτή τη γειτονιά. Οι πόρτες των διαμερισμάτων είναι, θαρρείς, διάφανες, μα παραμένουν ερμητικά κλειστές. Οι γυναίκες εδώ μιλούν αναμεταξύ τους στα μπαλκόνια και κάνουν βιαστικά τον σταυρό τους όποτε περνούν έξω από την εκκλησία. Οι νεαροί οδηγούν μηχανάκια. Οι άντρες παίζουν λαχεία και καπνίζουν. Το πρώτο κόσμημα των κοριτσιών είναι ένα χρυσό σταυρουδάκι. Όλοι ξέρουν, μα κανείς δεν μιλά.

Στον διάδρομο του τρίτου ορόφου είχε μείνει μια μαύρη κηλίδα να υπενθυμίζει εκείνο το πρωινό του Δεκεμβρίου. Η Όλγα παρέμεινε κλεισμένη στο διαμέρισμα για κάμποσες μέρες. Ο πατέρας της συμπεριφερόταν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η μάνα της σιωπούσε και κλείδωνε την πόρτα πίσω της κάθε φορά που έβγαινε από το σπίτι. Ένα πυκνοϋφασμένο πέπλο σιωπής κάλυψε την οικογένειά τους. Ίδιο σαν το πέπλο που σκίαζε ολόκληρη την προσφυγούπολη. Κάποιο απόγευμα ένα φορτηγό σταμάτησε μπροστά στο κλιμακοστάσιο και δυο άντρες ανέβασαν στον τρίτο όροφο έναν καναπέ τυλιγμένο σε διάφανο πλαστικό.
Δεν κράτησε για πολύ ο εγκλεισμός της Όλγας. Σύντομα την άφησαν να βγει και πάλι από το σπίτι. Ήταν σιωπηλή, όπως πάντα, και απέφευγε να μιλήσει. Την έβλεπαν να περιφέρεται σαν ξωτικό στα τσιμεντένια υπόστεγα για να προστατευτεί από τις τελευταίες μπόρες του χειμώνα. Στεκόταν με τα ακουστικά στ’ αυτιά, κοιτώντας τη βροχή να ξεπλένει τα πεζοδρόμια. Διέσχιζε τα στενά ανάμεσα στις πολυκατοικίες με γοργό αθόρυβο βήμα. Τα μαλλιά της είχαν μακρύνει και τα χρησιμοποιούσε σαν πέπλο για να κρύβει το πρόσωπό της. Ήταν σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Της χαμογελούσαν και πάλι με συμπάθεια και με ένα υποκριτικό ίχνος οίκτου στα χείλη. «Τι κάνει ο μπαμπάς σου, Όλγα;» τη ρωτούσαν οι πιο θαρραλέοι.
Ο Έκτορας επέστρεψε από ένα ακόμα ταξίδι και έφυγε πάλι την ίδια μέρα, για να γυρίσει την επομένη. Γυρνούσε και αυτός σαν αλυσοδεμένο σκυλί σε αυτόν τον τόπο των προσφύγων, όπως και η Όλγα. Δυο έγκλειστοι σε διαφορετικά κελιά. Δυο δορυφόροι με ασύμπτωτες τροχιές. Δυο φυγάδες που κανείς τους δεν άφησε ποτέ τον γενέθλιο τόπο του.
Ο χειμώνας τελείωνε, οι βροχές αραίωσαν, οι μπουγάδες άστραφταν στον ήλιο. Ένα καθάριο μεσημέρι του Μαρτίου, ψίθυροι απλώθηκαν από παράθυρο σε παράθυρο. Χωρίς αναταραχή. Μια μικρή στακάτη πρόταση. Αναπάντεχη και γαλήνια. Σαν να εκπληρώνεται ευκολονόητος οιωνός. Σαν αναμενόμενη είδηση. Όπως ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη.
Η Όλγα ξεψύχησε αδειασμένη από αίμα και ζωή. Ο πατέρας της βρήκε αυτό το παγωμένο σώμα που γνώριζε τόσο καλά να επιπλέει μέσα σε μια κατακόκκινη λίμνη από νερό και αίμα. Είχε γεμίσει την μπανιέρα με νερό. Είχε ξαπλώσει μέσα με τα ρούχα. Είχε ανοίξει τις φλέβες και των δυο χεριών με τρεις βαθιές ξυραφιές σε κάθε μπράτσο. Επέπλεε νεκρή μέσα στο αίμα της, με τα ακουστικά στ’ αυτιά. Η κασέτα είχε φτάσει στο τέλος και το κασετόφωνο μούγκριζε σιγανά, ακουμπισμένο στο πάτωμα, προσπαθώντας μάταια να προχωρήσει την τυλιγμένη ταινία. Έτσι έφυγε από εδώ η Όλγα. Αυτόν τον τρόπο βρήκε για να ξεφύγει από τα χέρια και τα χείλη του πατέρα της.

Την είχαν κηδέψει μόλις το προηγούμενο πρωί. Το αγγελτήριο της κηδείας πετάριζε πρόχειρα κολλημένο στον τσιμεντένιο στύλο των ηλεκτρικών συρμάτων. Στον μικρό, σιδερένιο κάδο απορριμμάτων ήταν σφηνωμένη μια εφημερίδα, ανοιγμένη στη σελίδα των κοινωνικών αναγγελιών. Κάποιος είχε κόψει το ασπρόμαυρο πορτρέτο από το νεκρώσιμο και μια τετράγωνη οπή έχασκε τώρα πάνω από το όνομα της νεκρής.
Ο Έκτορας επέστρεψε από ένα ακόμα ταξίδι. Στεκόταν, με το ίδιο κοντομάνικο μπλουζάκι του και το γκρίζο παντελόνι, στις όχθες ενός μακρινού ποταμού. Το νερό ήταν ακίνητο, σαν αστραφτερή ασημένια λωρίδα. Στο βάθος υψωνόταν ένα θεόρατο τείχος από ουρανοξύστες. Κάποια μαούνα κατέβαινε προς τη θάλασσα. Σε μια γωνιά, πίσω από την ατσαλένια γέφυρα που δρασκέλιζε το ποτάμι, ξεπρόβαλε το ασπρόμαυρο πρόσωπο της νεκρής Όλγας. Σοβαρό, αγέλαστο. Κολλημένο πρόχειρα πάνω στην τσαλακωμένη φωτογραφία του Έκτορα. Αυτήν τη φορά είχαν ταξιδέψει μαζί.

Χρήστος Χρυσόπουλος, Περίκλειστος κόσμος, Καστανιώτης, 2003, 53-62.