Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κόκκινα μαύρα γρήγορα κόκκινα. Κλοπ κλοπ. Κόκκινα, μαύρα. Κλοπ κλοπ, ξεροκατάπιε, κλοπ κλοπ. Ήταν μια τέλεια μέρα. Ξάστερη, χλιαρή. Αφημένη στην τύχη της, στην ελεύθερη ροή της λεωφόρου. Όλα τα φανάρια ήταν πράσινα και το αυτοκίνητο γλιστρούσε φτερωτό την Κηφισίας κατεβαίνοντας στον βούρκο της Αθήνας. Ήπιε μια γουλιά καφέ και κοίταξε το ανοιχτό έγγραφο στον υπολογιστή του. Χωρίς γυαλιά οι χαρακτήρες σχημάτιζαν μυρμηγκοφωλιές στις γωνίες της οθόνης, οι λέξεις μεταλλάσσονταν σε γκρίζες κηλίδες.
[…]
Αγαπούσε την Αθήνα, τη σύγχυση, τις πατημένες κουράδες στους δρόμους, άει γαμήσου, μαλάκα, κλπ. Άσχημη πόλη, κάθε μέρα πιο άσχημη κι αυτός ανυπομονούσε να βρεθεί στα σωθικά της. Όλοι φώναζαν, κανείς δεν άκουγε κανέναν. Γουρουνίσια πόλη, υπέροχη. Κλοπ κλοπ. Και η Ακρόπολη, το κερασάκι πάνω στην τούρτα. Κλοπ κλοπ. Με τις θλιμμένες κολονίτσες, ετοιμόρροπες, εκεί ψηλά στον ιερό βράχο, για πόσο καιρό ακόμη; Πόλη χαμαιλέοντας. Το Μέγαρο Μουσικής και το Μετρό, τα νέα σύμβολα της εθνικής περηφάνιας. Ριγούσε στη σκέψη πόσο θα καμάρωναν όλοι τους για τα έργα των Ολυμπιακών αγώνων. Και το αεροδρόμιο στα Σπάτα, ακόμα υπήρχε κόσμος που το επισκεπτόταν όχι για να ταξιδέψει αλλά για να θαυμάσει τις εγκαταστάσεις! Βρωμοέλληνες. Γριούλες, μικρά παιδιά και μάγκες με λαδωμένο μαλλί που περιεργάζονταν τις κυλιόμενες σκάλες και τα counters περήφανοι, μιλώντας στους ρεπόρτερ σαν να εκθειάζουν το καινούργιο τους αυτοκίνητο.
Αυτή η πόλη είχε απίστευτη ενέργεια. Τα βράδια ήταν λιώμα αλλά είχε γεμίσει τις μπαταρίες του, και καθώς το αυτοκίνητο λοξοδρομούσε μέσα από μπλοκαρισμένους δρόμους και πορείες, και τελικά ξέφευγε και γλιστρούσε ανεμπόδιστο στην Κηφισίας, οδηγώντας τον στην κρυφή όαση του σπιτιού του, αντιλαμβανόταν πόσο τυχερός ήταν. Ήταν μια απόλαυση εντελώς προσωπική που δεν θα ομολογούσε εύκολα σε άλλον, το πέρασμα από τη γλύκα του βούρκου στο καθαρτήριο της μποτιλιαρισμένης λεωφόρου και τελικά η ησυχία, ο καταπράσινος κήπος, ο καναπές του κι η γυναικούλα του να τον περιμένει με κάποιο ωραίο φαγητό.
Στη μυστική μου ζωή είμαι πολύ περισσότερο ζωώδης, σκέφτηκε με ικανοποίηση. Συνήθως στη διαδρομή δούλευε στον υπολογιστή, διάβαζε εφημερίδες, δεν πρόσεχε τι γινόταν έξω. Αλλά υπήρχαν πρωινά σαν σήμερα, πρωινά που ένιωθε έτσι. Ο κόσμος κυλούσε μαζί του. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν. Το δέρμα του ήταν χλιαρό, οι χτύποι της καρδιάς κανονικοί. Χωρίς να υπάρχει στόχος, χωρίς να το επιδιώξει, όλα συνηγορούσαν υπέρ του. Αρκούσε η καλή διάθεση για να νιώθει έτσι; Δεν ήταν σίγουρος. Όμως αυτό το κάτι υπήρχε, ο λαμπρός προορισμός του. Ήταν σαν όλες οι λεπτομέρειες, ακόμα και οι πιο ασήμαντες, από την καλημέρα του οδηγού ως την κίνηση των δρόμων, να συντονίζονται για να τον συνοδεύσουν αρμονικά στο γραφείο του. Ο λαμπρός προορισμός του δεν ήταν στόχος, δεν ήταν αποτέλεσμα στρατηγικής. Ήταν μάλλον μια ουδέτερη διάταξη πραγμάτων, μια ευνοϊκή συγκυρία. Κλοπ κλοπ.

Έρση Σωτηροπούλου, Δαμάζοντας το κτήνος, Κέδρος, 2003, σ. 32-34.