Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ποτέ δεν έχω ονειρευτεί ότι παίρνω μέρος σε κάποιο αγώνα, σκέφτηκε ο Π. Περνούσε μπροστά από το Ολυμπιακό Στάδιο και για μια στιγμή φαντάστηκε τον εαυτό του να μπαίνει στον στίβο, με το κορμί χαλαρό και την ψυχή στο στόμα, ή μάλλον το αντίθετο, με την καρδιά να χτυπάει ήρεμα στη γνωστή θέση και τους μυς τσιτωμένους να δείχνουν τα δόντια τους. Για λίγα λεπτά οδήγησε αφηρημένος στην αριστερή λωρίδα. Το υλικό των ονείρων του τον είχε απορροφήσει εντελώς. Κάποιος πίσω του άρχισε να κορνάρει.
Ποτέ δεν έχω φορέσει Adidas και Nike στον ύπνο μου, σκέφτηκε πάλι ο Π., ούτε έχω τρίψει τα χέρια μου με κιμωλία. Αυτή η διαπίστωση για κάποιο λόγο ήταν δυσάρεστη. Προσπάθησε να αλλάξει λωρίδα για να στρίψει στο επόμενο φανάρι. Ένα Πεζώ του μπήκε από δεξιά και του έκλεισε τον δρόμο. Γιατί δεν βλέπω αθλητικά όνειρα; αναλογίστηκε και πάτησε επίμονα την κόρνα. Δεν έφταιγε το γεγονός ότι ήταν καθιστικός τύπος κι είχε περάσει τη μισή ζωή του πίσω από γραφείο, γιατί παραδείγματος χάριν, έβλεπε συχνά στον ύπνο του ότι οδηγούσε αεροπλάνο, ακόμα και διαστημόπλοιο χωρίς κανένα πρόβλημα, ενώ στην ξύπνια του ζωή τον έλουζε κρύος ιδρώτας κάθε φορά που έπρεπε να παρκάρει. Στα όνειρά του είχε δοκιμάσει όλα τα επαγγέλματα, είχε ταξιδέψει σε απρόσιτες χώρες, είχε ριψοκινδυνέψει και είχε πεθάνει αντιμετωπίζοντας ψύχραιμα τις πιο δύσκολες καταστάσεις. Γιατί όχι αθλητής; αναρωτήθηκε. Ούτε μια φορά δεν είχε ζήσει την τρέλα του δρομέα, την απόλυτη έκσταση του μαραθωνοδρόμου που πλησιάζει το τέρμα, είναι όρθιος αλλά νομίζει ότι προχωρεί έρποντας, βλέπει μπροστά του ένα νοερό σημείο στην ομιχλώδη ζέστη κι ακούγοντας τις ιαχές του πλήθους κάτω απ’ τον ήλιο, το στομάχι του μυρμηγκιάζει στην πρώτη αίσθηση της νίκης, στη γεύση ενός θριάμβου που μοιάζει σχεδόν βέβαιος και ξαφνικά κάποιος τον προσπερνάει και χάνει τα πάντα την τελευταία στιγμή, αλλά τίποτα δεν είναι ακόμα σίγουρο γιατί όλα συμβαίνουν σε αργή κίνηση μέσα σ’ ένα όνειρο τρομαχτικής εξουθένωσης.
Στη γειτονιά που έμενε ο Π. όλοι είχαν ξεσαλώσει με την υπόθεση των αγώνων. Το καλοκαίρι είχε ξεκινήσει με το σύνθημα «Σήκωσέ το, το τιμημένο» που τώρα βρισκόταν στα στόματα όλων στην πιο χυδαία του εκδοχή. Η γυναίκα του και η κόρη του το χρησιμοποιούσαν σαν φράση πασπαρτού για όλες τις περιπτώσεις. Το ίδιο και η ψιλικατζού και ο αόμματος γέρος με το ακορντεόν που στεκόταν κοντά στο παρκάκι μόλις νύχτωνε κι έπαιζε αξιοθρήνητα τραγούδια.
«Ξέρεις να κάνεις γέφυρα;» έλεγαν τα παιδάκια στο πάρκο.
Ο αόμματος μειδιούσε πίσω από τα μαύρα γυαλιά.
«Κάνε μας γέφυρα», ζητούσαν.
Αυτό το καλοκαίρι ο Π. μισούσε τα παιδάκια.
Και ο τυφλός φαινόταν ότι έβλεπε καλύτερα από λαγό.
Εκείνο που θα προτιμούσε μέσα σε όνειρο ήταν οι αγώνες κολύμβησης. Τα μαγικά σώματα με τις τεντωμένες φτέρνες που σκίζουν το νερό, αυτές οι υδάτινες φιγούρες με τις ψαρίσιες συσπάσεις που χτυπούν στιγμιαία το κράσπεδο της πισίνας, παίρνουν μια γρήγορη ανάσα και βυθίζονται ξανά σαν πλάσματα ενός άλλου κόσμου. Σε τέτοιο αγώνα θα ήθελε να συμμετάσχει στον ύπνο του. Μόνο στη συγχρονική κολύμβηση δεν θα ήθελε ποτέ να λάβει μέρος. Όχι μόνο επειδή ήταν γυναικείο άθλημα, αλλά του φαινόταν τόσο γελοίο, τόσο άχαρο, που θα πέθαινε από ντροπή, ακόμα και κοιμισμένος, αν βρισκόταν έστω μια φορά ανάμεσα σ’ αυτές τις κουρδισμένες πάπιες με το μανταλάκι στη μύτη που πασχίζουν να είναι χαριτωμένες.
Είχε φτάσει στο τετράγωνο του σπιτιού του κι άρχιζε ο αγώνας του παρκαρίσματος. Μια θέση άδειαζε εκείνη τη στιγμή μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας του κι αντί να χαρεί, βλαστήμησε μέσα του. Θα προτιμούσε να κάνει μερικούς γύρους και να παρκάρει σε κάποιο απόμερο σημείο, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα. Στάθηκε δίπλα στην κενή θέση κι επανέλαβε μέσα του τις βασικές οδηγίες. 1 2 3… Προχώρησε μισό μέτρο κι έβαλε αργά όπισθεν.
«Πάρε όλο το τιμόνι αριστερά», φώναξε η ψιλικατζού που είχε εντωμεταξύ πεταχτεί έξω από το μαγαζί της. Κάθε φορά που έπρεπε να παρκάρει, όλη η γειτονιά συμμετείχε στον άθλο του.
Πήρε όλο το τιμόνι αριστερά. Το αυτοκίνητο κλότσησε και η μηχανή έσβησε.
«Τράβα το χειρόφρενο. Στρίψε όλο το τιμόνι. Βάλε μπρος κι άρχισε ν’ αφήνεις αργά το χειρόφρενο.»
Είμαι για κλάματα, σκέφτηκε. Η ψιλικατζού είχε κάνει τον γύρο του αυτοκινήτου κι έσκυψε στο παράθυρο κοιτάζοντάς τον. Έμεινε ακίνητος κι εκείνη τη στιγμή, σαν ελαφρός καταδύτης που τινάζεται αέρινα και βουτάει στο νερό, μια φαεινή ιδέα γλίστρησε στο μυαλό του.
«Πρέπει ν’ ανέβω σπίτι να πάρω κάτι και ξαναφεύγω αμέσως», είπε.
Άνοιξε την πόρτα, έσπρωξε ευγενικά τη γυναίκα κι έτρεξε στην πολυκατοικία.
Στον καθρέφτη του ασανσέρ χαμογέλασε στον εαυτό του. Αθλητής μικρών ψεμάτων, σκέφτηκε με ικανοποίηση.
Η γυναίκα του και η κόρη του έβλεπαν τηλεόραση θωρακισμένες στο σαλόνι με το αναμμένο αιρ κοντίσιον.
«Έχει πίτσα», φώναξε η γυναίκα του πίσω από την κλειστή πόρτα.
Αυτό ήταν το καλοκαίρι της πίτσας.
Από το σαλόνι ακούστηκε μουσική, ύστερα ομιλίες, ύστερα ανάκατες φωνές και κάτι σαν ποδοβολητό αλόγων σε πλακόστρωτο.
«Σήκωσέ το, το γαμημένο!» ούρλιαξαν κι οι δύο γυναίκες μαζί.
Ο Π. βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε κάτω.
Η ψιλικατζού στεκόταν ακόμα δίπλα στο σταματημένο αυτοκίνητο που έκλεινε τον μισό δρόμο.
«Μπαμπά», φώναξε η κόρη του κι ύστερα πιο δυνατά, «τι κάνεις, μπαμπά;»
Ο Π. μπήκε πάλι στο σπίτι και στάθηκε κοντά στην πόρτα εξόδου.
«Πρέπει να γυρίσω στο γραφείο», είπε.
«Η πίτσα είναι στο φούρνο», είπε η γυναίκα του.
«Έλα να σου πω, ρε μπαμπά», είπε η μικρή.
«Δεν θ’ αργήσω», είπε ο Π.
Από το τζαμωτό της πόρτας μπορούσε να διακρίνει τις σκιές τους, σκούρες και ρευστές σαν φτερούγες σε μακρινό ορίζοντα.
«Έχω δουλειά», είπε περισσότερο στον εαυτό του.
Αντί να φύγει βγήκε πάλι έξω στο μπαλκόνι.
Η ψιλικατζού είχε γυρίσει στο μαγαζί της. Ο δρόμος είχε σκοτεινιάσει, βυθισμένος σε λήθαργο. Μόνο το αυτοκίνητό του με την άσπρη σκεπή και τη μουσούδα να κλείνει τον δρόμο φαινόταν έτοιμο να ξεκινήσει.
Κοίταξε το απέναντι κτίριο. Ήταν ακόμα σκεπασμένο με λινάτσες. Πίσω απ’ αυτές, υπήρχαν εξέδρες και σκαλωσιές, πάνω στις οποίες δούλευαν την ημέρα σκαρφαλωμένοι άνθρωποι, χωρίς να φαίνονται. Τώρα υπήρχε απόλυτη σιωπή. Τα πρωινά ακουγόταν θόρυβος από σφυριά, αξίνες, κομπρεσέρ. Ο Π. συχνά τους άκουγε να τσακώνονται σε άγνωστες γλώσσες. Καμιά φορά όταν πέρναγε ένα κορίτσι σφύριζαν. Ποτέ δεν τους έβλεπε. Άλλοι δούλευαν τις νύχτες σκάβοντας δρόμους. Άνοιγαν τρύπες και περνούσαν καλώδια. Το πρωί τα πεζοδρόμια ήταν ξηλωμένα κι η παχιά σκόνη σηκωνόταν σαν σύννεφο. Αναρωτήθηκε τι θα συνέβαινε όταν τα έργα τελείωναν. Πού θα πήγαιναν αυτοί οι άνθρωποι, αν θα τους κατάπιναν οι μεγάλες τρύπες.

Έρση Σωτηροπούλου, «Αθλητής μικρών ψεμάτων», Αχτίδα στο σκοτάδι, Κέδρος, 2005, σ. 191-196.