Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η ιδέα να έρθει ο Φάνης για να δούμε το ματς ήταν της Αδριανής. Προσφέρθηκε μάλιστα να μαγειρέψει. Εγώ της πρότεινα να φάμε σουβλάκια, γιατί αυτό είναι το τυπικό όταν βλέπεις ματς στην τηλεόραση, όπως λένε οι βοηθοί μου. «Απόψε αραχτός, σουβλάκια και μπάλα στο γυαλί» ακούω κάθε Τετάρτη τον Δερμιτζάκη, από Σεπτέμβρη μέχρι Μάη. Η Αδριανή όμως μου το ξέκοψε. «Σιγά, μην ταΐσουμε σουβλάκια τον Φάνη. Άσε, θα φτιάξω κάτι χωρίς σάλτσες. Και τρώγεται πιο εύκολα και δε σου πέφτει βαρύ με την αγωνία του αγώνα». Έφτιαξε κεφτεδάκια και κολοκυθόπιτα. Νοστιμότατα, αλλά άλλη βαρύτητα έχει το σουβλάκι, πώς να το κάνουμε.
Ο Φάνης κοιτάζει κάθε τόσο το ρολόι του. «Άλλα πέντε λεπτά, Ελληνάκια! Άλλα πέντε λεπτά και είμαστε στον ημιτελικό!» φωνάζει.
Απέξω ακούγονται εν χορώ ρυθμικά κορναρίσματα που μας ξεκουφαίνουν.
«Τι πανηγυρίζουνε; Μηδένα προ του τέλους μακάριζε!» σχολιάζει η Αδριανή, που βλέπει στο γυαλί να κλοτσάνε ακόμα την μπάλα.
«Είναι σαν τη μαγειρίτσα, που αρχίζουμε να την τρώμε πριν ακουστεί το Χριστός Ανέστη!»
«Σφύρα, αγόρι μου! Σφύρα, λεβεντιά μου!» εκλιπαρεί ο Φάνης. «Είναι ανάγκη να εξαντλήσεις και το τελευταίο δευτερόλεπτο των καθυστερήσεων; Ψείρας Σουηδός, τι περιμένεις;» Φαίνεται πως ο Σουηδός τον άκουσε και πείσμωσε, γιατί τον βασανίζει άλλο ένα λεπτό πριν σφυρίξει.
«Περάσαμε! Περάσαμε! Είμαστε στον ημιτελικό!» Ο Φάνης όρθιος, με τα χέρια ψηλά και τις γροθιές σφιγμένες, χοροπηδάει. Άντε να πιστέψεις ότι ο άνθρωπος αυτός το πρωί έκανε καρδιογραφήματα και έγραφε συνταγές. Με πιάνει από το μπράτσο και αρχίζει να με τραβάει. «Έλα, πάμε!»
«Για πού;»
«Για Ομόνοια, για Σύνταγμα, για οπουδήποτε! Απόψε θα καεί η Αθήνα, αστυνόμε».
«Δε θα καεί, αλλά εμείς τι δουλειά έχουμε;»
Με κοιτάζει σαν να μην πιστεύει στ’ αυτιά του. «Θα μείνεις μέσα τέτοια μέρα;»
«Καλά σου λέει!» σιγοντάρει η Αδριανή. «Πότε γιορτάσαμε νίκη για τελευταία φορά; Μόνο τα χαστούκια που φάγαμε για το Κυπριακό και τα Ίμια να μετρήσω, φτάνει».
Δεν το κάνει τόσο επειδή θέλει να γιορτάσει, αλλά γιατί αντιλαμβάνεται τη συζυγική μας σχέση σαν πρέφα και παίζει πάντα με τον τρίτο εναντίον μου, λες και είμαι εγώ ο τζογαδόρος. Δίνω τόπο στην οργή και αποφασίζω με μισή καρδιά να συμμετάσχω στον εθνικό εορτασμό, πιο πολύ για να μη χαλάσω τη διάθεση του Φάνη.
Στην Πρωτεσιλάου τα πράγματα είναι ακόμα ήσυχα. Μόνο μερικά αυτοκίνητα κορνάρουν ρυθμικά. Τα κορναρίσματα αρχίζουν να ανεβάζουν στροφές από την Ιφικράτους προς τη Φιλολάου. Μαζί πληθαίνει και ο κόσμος που αλαλάζει και κουνάει σημαίες. Με τα πολλά, καταφέρνουμε να φτάσουμε ως τον κινηματογράφο Παλλάς, αλλά εκεί η κίνηση πεζών και τροχοφόρων σταματάει τελείως.
«Προσοχή, μη χαθούμε!» φωνάζει η Αδριανή και γαντζώνεται στο μπράτσο μου. Στα πέντε μέτρα μπροστά μου βλέπω τον Φάνη να μας κουνάει το χέρι.
Μερικοί νεαροί, που έχουν φορέσει την ελληνική σημαία σαν κελεμπία, περνάνε δίπλα μου φωνάζοντας: «Έστειλες τους Γάλλους για μπανάκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη». Ο ένας μου δίνει μια στην πλάτη. «Κοίτα να δεις, θηρίο ο παππούς! Βγήκε κι αυτός να γιορτάσει! Μπράβο, ρε παππού!»
Ένας συνομήλικός μου, που μια τον σπρώχνουν μπρος και μια τον τραβάνε πίσω, σχολιάζει συγκινημένος: «Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος, κύριέ μου. Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος».
Δεν ξέρω αν είναι ο ενθουσιασμός του Έλληνα όταν νικάει, ακόμα και στο τάβλι, ή ο ενθουσιασμός του μπάτσου για την ειρηνική διαδήλωση, πάντως αρχίζω να διασκεδάζω. Το ’χει όμως η μοίρα μου, εννιά στις δέκα φορές η αρχή της διασκέδασης να σημαίνει και το τέλος της, γιατί νιώθω την Αδριανή να μου τραβάει το μανίκι.
«Χτυπάει το κινητό σου».
Κάτι η επιμονή της Αδριανής, κάτι τα παράπονα της υπηρεσίας και οι φωνές του Γκίκα ότι παριστάνω τον δεινόσαυρο με μπίπερ, τελικά αγόρασα ένα κινητό, για να ησυχάσω. Συνήθως το ακούν η Αδριανή ή οι βοηθοί μου. Να δεις που στο τέλος θ’ αγοράσω και Χιουντάι για να μην παριστάνω τον δεινόσαυρο με Μιραφιόρι.
Φέρνω το ακουστικό στο αυτί μου, ενώ με το δάχτυλο κλείνω το άλλο αυτί, μπας και καταφέρω ν’ ακούσω. Η φωνή του Βλασόπουλου έρχεται από το υπερπέραν.
«Κύριε αστυνόμε, πρέπει να πάτε αμέσως στο Ολυμπιακό Στάδιο. Είναι εξαιρετικά επείγον».
«Γιατί, γκρέμισε η στέγη Καλατράβα;»
«Μπορεί, δεν έχω ιδέα. Ξέρω μόνο ότι είναι εντολή του διευθυντή. Έρχεται κι αυτός».
«Έλα να με πάρεις με περιπολικό. Θα σε περιμένω γωνία Φορμίωνος και Υμηττού. Αλλιώς, δε θα φτάσω ποτέ με τόσο κόσμο».
Αφήνω την Αδριανή υπό την επίβλεψη του Φάνη και φεύγω. Η απόσταση από το «Παλλάς» στη γωνία της Φορμίωνος είναι πέντε τετράγωνα, αλλά μου παίρνει τρία τέταρτα για να φτάσω. Το περιπολικό είναι ήδη εκεί και με περιμένει.
«Πώς κι έφτασες τόσο γρήγορα;» τον ρωτάω απορημένος.
«Ζήτησα περιπολικό από την Τροχαία Καισαριανής».
Χαμογελάει και περιμένει έπαινο για την ευφυΐα του, αλλά δεν τον έχω. Ο οδηγός παίρνει τη διαδρομή προς Ζωγράφου, για να βγει ψηλά στην Κηφισίας και να πιάσει από Μαρούσι τη Σπύρου Λούη. Ευτυχώς, η άνοδος είναι σε όλο το μήκος της ανοιχτή, η Σπύρου Λούη έχει τη συνηθισμένη κίνησή της κι έτσι σε ένα τέταρτο είμαστε στο ΟΑΚΑ.
Στην είσοδο με περιμένει ένας ψηλός πενηντάρης με ηλιοκαμένο πρόσωπο. Είναι τόση η αγωνία του, που τρέχει και μου ανοίγει την πόρτα του περιπολικού σαν θυρωρός ξενοδοχείου.
«Καλαβρύτης, μηχανικός».
«Αστυνόμος Χαρίτος. Εσείς μας ειδοποιήσατε;»
«Ναι. Ελάτε να σας δείξω γιατί».
Με μπάζει προπορευόμενος στις ολυμπιακές εγκαταστάσεις και στο σκοτάδι διακρίνω τον όγκο του σταδίου και από πάνω το σκέπαστρο του Καλατράβα. Αριστερά μας είναι κάτι πρόχειρες κατασκευές στη σειρά που μοιάζουν λιγάκι με σκοπευτήρια των λούνα παρκ.
«Αυτά προορίζονται για καντίνες» μου εξηγεί ο Καλαβρύτης. Μετά μου δείχνει κάτι σαν τεράστιο φράχτη. «Αυτός είναι ο τοίχος των εθνών. Πάνω του θα πέφτουν προβολές και θα μοιάζει σαν να μετακινείται».
«Δεν αφήνουμε την ξενάγηση γι’ αργότερα;» του λέω.
Συνέρχεται αμέσως από το κατασκευαστικό παραλήρημά του.
«Έχετε δίκιο. Φτάσαμε».
Μπροστά μου απλώνεται μια τεράστια λίμνη με πίδακες στη μέση. Είναι άδεια και γύρω γύρω σκαμμένη. Απότομα, οι προβολείς στον πυθμένα ανάβουν και ο χώρος φωτίζεται.
«Κοιτάξτε» μου λέει ο Καλαβρύτης και μου δείχνει ένα σημείο έξω από τη λίμνη.
Μέσα από το σκαμμένο χώμα εξέχει ένα χέρι, όρθιο και με την παλάμη ανοιχτή, σαν να μας μουτζώνει.
«Κάλεσε τη σήμανση» λέω στον Βλασόπουλο που στέκεται δίπλα μου. «Και την ιατροδικαστική». Ο Βλασόπουλος φεύγει τρέχοντας κι εγώ γυρίζω στον Καλαβρύτη. «Ποιος τον βρήκε;»
«Οι αλβανοί εργάτες που σκάβουν για να φυτέψουν τα δέντρα». Και μου δείχνει μερικά τζούφια δέντρα μέσα σε στρογγυλά στόμια σαν να έχουν φυτέψει δέντρα σε πηγάδια. «Είδαν το χέρι να βγαίνει από το νερό και με φώναξαν αμέσως. Αύριο θα ρίχναμε μπετόν για να φτιάξουμε τη γύρω πλατεία, απέναντι από τον τοίχο των εθνών, που σας έλεγα. Σταμάτησα αμέσως τη δουλειά, τους κλείδωσα σε ένα τροχόσπιτο, για να μη μιλήσουν σε άλλους, και σας ειδοποίησα».
«Κάνατε πολύ καλά. Φέρτε τώρα δύο εργάτες για να σκάψουν».
«Δε θέλετε να περιμένετε τον διευθυντή σας; Είπε ότι έρχεται».
«Γιατί να τον περιμένω; Σας είπε ότι θέλει να σκάψει αυτός;»
«Όχι, αλλά… μήπως θα ήθελε να είναι παρών όταν θα βγει το πτώμα».
«Πού ξέρετε ότι θα βρούμε πτώμα;» Με κοιτάζει ξαφνιασμένος. «Μπορεί να φύτεψαν μόνο το χέρι και από κάτω να μην υπάρχει τίποτα» του εξηγώ.
Η σκέψη τον ανακουφίζει εμφανώς και το «μακάρι» του βγαίνει σαν βαθιά ανάσα. Ξεκινάει για να φέρει τους εργάτες, αλλά τον σταματάω.
«Προτιμώ εργάτες που να μη μιλάνε ελληνικά».
Βάζει τα γέλια. «Κανείς δε μιλάει ελληνικά. Τους κουβαλάμε νύχτα με πούλμαν από την Αλβανία και το πρωί πιάνουν δουλειά, για να προλάβουμε τα ολυμπιακά έργα. Πότε να μάθουν ελληνικά;»
Τώρα που έμεινα μόνος εξετάζω το χέρι πιο προσεκτικά. Η πρώτη μου σκέψη δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Γύρω το χώμα είναι σκαμμένο αρκετά βαθιά και, αν ήταν φυτεμένο μόνο το χέρι, μάλλον θα είχε πέσει ή, τουλάχιστον, θα είχε γείρει. Πολύ φοβάμαι πως, όταν σκάψουμε λίγο ακόμα, θα βρούμε και το σώμα που στηρίζει το χέρι. Φέρνω μια γύρα τη λίμνη. Η απέναντι πλευρά της συνορεύει με μια μεταλλική αψίδα που απλώνεται παράλληλα με το σκέπαστρο Καλατράβα, κάτι σαν μακρύς σκεπαστός περίπατος. Τα έργα στην άλλη πλευρά φαίνεται να έχουν τελειώσει. Ξαφνικά, μου περνάει η σκέψη ότι αυτοί που φύτεψαν το χέρι δεν το άφησαν να εξέχει κατά λάθος, αλλά επειδή ήθελαν να το ανακαλύψουμε. Γιατί όμως; Γιατί θέλεις να τραβήξεις την προσοχή σε κάποιον που πιθανότατα έχεις σκοτώσει και σίγουρα έχεις θάψει παράνομα; Ίσως μάθω περισσότερα όταν ξεθάψουμε τον νεκρό.
Ο Καλαβρύτης ξεφυτρώνει μέσα από τη μεταλλική αψίδα ακολουθούμενος από δυο Αλβανούς με αξίνες και φτυάρια. Τους δείχνω πώς να σκάψουν γύρω από το χέρι, για να μη χτυπήσουν κατά λάθος με την αξίνα το σώμα και το σμπαραλιάσουν. Μετά από λίγο αρχίζει να σκάει μύτη ένα σώμα που εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ανδρικό.
«Ατυχήσαμε!» μου λέει απογοητευμένος ο Καλαβρύτης. «Υπάρχει πτώμα».
Δεν του απαντώ, γιατί εγώ είχα αλλάξει στο μεταξύ γνώμη και το περίμενα. Παίρνω ένα φτυάρι και δείχνω στους δυο Αλβανούς πώς να φτυαρίσουν το χώμα πάνω από το πτώμα χωρίς να το πειράξουν. Φτάνουμε έτσι στα αποκαλυπτήρια ενός ολόγυμνου άντρα γύρω στα τριάντα πέντε, με μαύρα σγουρά μαλλιά. Τα μάτια του είναι κλειστά και το αριστερό μπράτσο του είναι κολλημένο στον μηρό του. Αυτό που είχαμε δει να μας μουτζώνει είναι το δεξί.
Πάνω στη γυμνή κοιλιά του νεκρού έχουν γράψει με μαύρη μπογιά: «AL-QAIDA».
«Όχι!» ψιθυρίζει δίπλα μου ο Καλαβρύτης. «Θε μου, όχι αυτό!»
Εγώ δε λέω τίποτα. Εξακολουθώ να κοιτάζω ένα γυμνό θύμα της Αλ Κάιντα που μας μουτζώνει.

Πέτρος Μάρκαρης, «Άγγλοι, Γάλλοι Πορτογάλοι…», Αθήνα πρωτεύουσα των Βαλκανίων, Γαβριηλίδης, 2004, σ. 11-22.