Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Κύριος Μάρκου είχε πάρει τον ηλεκτρικό από την πλατεία Βικτωρίας και είχε αλλάξει τρένο σ' εκείνον τον καινούργιο σταθμό, που ξεφύτρωσε σαν μανιτάρι, κυριολεκτικά εν μία νυκτί, λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Άκου Νερατζιώτισσα! Μα τι τους ήρθε και έδωσαν ένα τόσο αναχρονιστικό, επαρχιώτικο όνομα, σε ένα τόσο σύγχρονο, μητροπολιτικό κατασκεύασμα; Α, όλα κι όλα. Ο κύριος Μάρκου μπορεί να γέρασε, σε λίγα χρόνια θα πατήσει τα εβδομήντα, παρακαλώ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τα έχει χαμένα, μπορεί κάλλιστα να διακρίνει το λάθος από το σωστό.
Δεν έχει ξαναέρθει εδώ και προς στιγμήν, μόλις ο συρμός τον εγκαταλείπει στην έρημη πλατφόρμα, έχει την παρανοϊκή αίσθηση ότι βρίσκεται κάπου στο εξωτερικό, σε μια πολύ πιο ανεπτυγμένη χώρα. Φταίνε οι εγκαταστάσεις ασφαλώς που είναι απαστράπτουσες και μοντέρνες, όλο μέταλλο, γυαλί και τσιμέντο. Όσο και το γεγονός ότι ο σταθμός δημιουργήθηκε τόσο βιαστικά − σχεδόν εκ του μη όντος, θα έλεγε ίσως κάποιος −, ακριβώς στο σημείο όπου οι παλιές γραμμές του Ηλεκτρικού σιδηροδρόμου συναντούν την κάθετα διερχόμενη, επίσης νεότευκτη, λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας, την Αττική οδό.
Ο κόσμος αλλάζει, ο κόσμος προχωράει. Παρακάτω. Αλλά τι είναι αυτό το παρακάτω; Καλό ή κακό; Μεγάλος πονοκέφαλος. Φυσικά οι γέροι έχουν σχεδόν υποχρεωτικά, όλοι τους ανεξαιρέτως, αυτή την αίσθηση, ότι ο κόσμος πηγαίνει κατά διαόλου. Και τι άλλο θα μπορούσες να πιστεύεις ότι συμβαίνει, εφόσον εσύ κατευθύνεσαι προς το αναπότρεπτο τέλος σου; Να μη σε ακολουθήσει και ο υπόλοιπος κόσμος δηλαδή; Τι; Θα φύγεις εσύ και θα μείνουν οι άλλοι πίσω σου χωρίς κανένα πρόβλημα; Τι το κάναμε; Ο κύριος Μάρκου αυτοσαρκάζεται, ξέροντας ότι αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Από την άλλη, ακόμη κι αν είναι προκατειλημμένοι οι ηλικιωμένοι, ακόμη κι αν βλέπουν μονίμως το ποτήρι μισοάδειο, ποιος αποκλείει την πιθανότητα να έχουν δίκιο;
Ο κύριος Θέμος, όπως τον φωνάζουν οι οικείοι του, έχει έρθει ως εδώ για πρώτη του φορά, προκειμένου να πάει με τον Προαστιακό σιδηρόδρομο ως το καινούργιο αεροδρόμιο, το «Ελευθέριος Βενιζέλος», στα Σπάτα. Όχι, δεν ταξιδεύει, ούτε και περιμένει κανέναν δικό του. Πάει για να χαζέψει απλώς, να δει και να θαυμάσει, και ίσως να κριτικάρει, γέρος ων. Για να σκοτώσει την ώρα του, που δεν ξέρει τι να την κάνει, από τότε που πήρε τη σύνταξη. Ουφ. Εντάξει, εντάξει, σύμφωνοι, δεν είναι σωστό να γκρινιάζεις, κατ' αρχάς λόγω καλών τρόπων. Κυρίως όμως δεν είναι σωστό να γκρινιάζεις, επειδή μετά γλιστράς και στραβώνεις, και τα βλέπεις από κει και πέρα όλα στραβά. Επειδή κατσουφιάζεις και μαυρίζεις μέσα σου, όχι μόνο προς τα έξω. Τότε όμως δεν θα έπρεπε να κριτικάρεις ποτέ, τίποτε και κανέναν, έτσι δεν είναι;
Ο κύριος Μάρκου σηκώνει μπερδεμένος τους ώμους.

Τον περιμένει μια έκπληξη, μόλις φτάνει στην πλατφόρμα του Προαστιακού. Ο Ηλεκτρικός είναι από πάνω, και όσο κι αν ακούγεται κι εκεί η βουή του αυτοκινητοδρόμου, δεν συγκρίνεται μ' αυτό που παθαίνεις όταν βρεθείς κάτω χαμηλά, στο επίπεδο της Αττικής οδού. Ο κύριος Μάρκου ακολουθεί το σύμπλεγμα από κυλιόμενες σκάλες και έτσι όπως βυθίζεται, νιώθει σαν να κατεβαίνει μέσα σε ένα πηγάδι από δυσοίωνους, εφιαλτικούς ήχους, που σου μαστιγώνουν αλύπητα τα αυτιά. Βλέπει τα αυτοκίνητα να σκίζουν την παρακείμενη λεωφόρο ταχείας κυκλοφορίας και ακούει εκείνο το οξύ, διαπεραστικό, βάρβαρο «βρουουούμ!» που αφήνουν πίσω τους περνώντας, λες και πρόκειται για τίποτε υπερφυσικά έντομα.
Ο ηλικιωμένος νιώθει ένα ανεπαίσθητο γαργάλημα στις πατούσες και στις παλάμες του, ένα ελαφρύ μυρμήγκιασμα, από τη μεγάλη του χαρά. Α, πώς του αρέσει να βλέπει τα καινούργια, επερχόμενα πράγματα, το μέλλον! Πρόκειται για μια λεπτεπίλεπτη, σχεδόν διεστραμμένη αγαλλίαση. Να βλέπεις αυτό που θα υπάρχει και μετά από σένα, αυτό το οποίο εσύ μόλις που προφταίνεις, όχι να το γευτείς, αλλά να το υποψιαστείς απλώς. Σε λίγα χρόνια, οι νέοι θα έχουν βιώματα συνδεδεμένα με φρεσκοφτιαγμένα δημόσια έργα, όπως το Μετρό ή ο Προαστιακός. Θα τους θυμίζουν το ένα ή το άλλο που τους συνέβη εκεί. Η ζωή θα έχει προχωρήσει παρακάτω. Και ο κύριος Μάρκου, μαζί με τους υπόλοιπους επιζήσαντες από τη γενιά του, θα έχουν μείνει πίσω. Θα έχουν περιέλθει σ' εκείνο το στάδιο που έλεγε και το σύνθημα των αναρχικών στους τοίχους: ΥΠΑΡΧΕΙ ZΩH ΠΡΙΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ; Μμμ. Καλή ερώτηση.
Παρατηρεί με περιέργεια τον υπάλληλο με τη στολή, ένα είδος σταθμάρχη, ο οποίος κινείται προς τις πόρτες του συρμού, όταν επιτέλους ο Προαστιακός καταφθάνει και σταματάει. Τα βαγόνια είναι προκλητικά καινούργια, και άδεια τέτοια ώρα. Επί τη ευκαιρία, είναι Τρίτη πρωί, καθημερινή δηλαδή, και πόσοι θα μπορούσαν να πηγαίνουν από τον σταθμό της Νερατζιώτισσας προς το αεροδρόμιο; Για όνομα του θεού. Μη λέμε και ό,τι θέλουμε. Ο κύριος Μάρκου βολεύεται πλάι σε ένα παράθυρο, το οποίο πιάνει σχεδόν από πάνω ως κάτω, τα δύο τρίτα του τοίχου. Και το τοπίο, που διακρίνεται σε λίγο πάνω από τα προστατευτικά τειχία της Αττικής οδού, ξετυλίγεται μεγαλοπρεπώς πίσω από το τζάμι. Λες και βλέπεις σινεμασκόπ!
Η διαδρομή κρατάει συνολικά κανένα μισάωρο. Ο ηλικιωμένος αποβιβάζεται σαν μεθυσμένος από το ξάφνιασμα. Η αίσθηση ότι βρίσκεται εκτός Ελλάδος, κάπου στο εξωτερικό, κάπου σε κάποια κεντροευρωπαϊκή πόλη μάλλον, εξακολουθεί να είναι παρούσα. Νέα συμπλέγματα από κυλιόμενους τάπητες και σκάλες. Αναγγελίες από αόρατα ηχεία, φωτεινές διαφημίσεις, χρώματα και επιγραφές. Έχει θαμπωθεί. Στο τέλος θα βρεθεί στον απέραντο χώρο της αίθουσας αναχωρήσεων του αεροδρομίου και θα αρχίσει να τον διασχίζει ρίχνοντας ματιές δεξιά κι αριστερά του.
Κόσμος πλημμυρίζει τα γκισέ κουβαλώντας τσάντες και βαλίτσες σε τρέιλερ, οι πίνακες ανακοινώσεων των πτήσεων μεταβάλλουν κάθε λίγο τα στοιχεία τους, και τόσο από τους φεγγίτες ψηλά στο πλάι, κοντά στην οροφή της αίθουσας, όσο και από τις ατελείωτες τζαμαρίες που βλέπουν προς το πάρκινγκ, εισβάλλει το λαμπρό φως της μέρας. Ο ηλικιωμένος αισθάνεται σαν να βρίσκεται σε μια απέραντη, ανατριχιαστικά μοντέρνα, σκεπαστή πλατεία της πόλης. Και βολτάρει με το πάσο του. Θα πρέπει να έχουν περάσει περίπου ένα εκατομμύριο αιώνες, όταν φτάνει επιτέλους στα καταστήματα και κάθεται να ξαποστάσει σε κάποιο καφέ.
Πίνοντάς τον παρατηρεί εξονυχιστικά τους υπόλοιπους θαμώνες. Και σκέφτεται ότι σχεδόν όλοι τους έχουν την έξαψη του ταξιδιώτη αποτυπωμένη στα πρόσωπά τους. Ένα είδος αύρας τους περιβάλλει ή την εκπέμπουν, σαν να σου λένε «είμαι και δεν είμαι εδώ, αυτή τη στιγμή». Ναι, αυτό το… υπ' ατμόν, που ασφαλώς νιώθουν όλοι τους, δεν κρύβεται. Με αποτέλεσμα ο κύριος Μάρκου να αναρωτιέται τι φαίνεται στο δικό του πρόσωπο. Έχει άραγε την όψη αυτού ακριβώς που είναι, δηλαδή του περαστικού; Του ανθρώπου που ήρθε εδώ για να χαζέψει και να περάσει την ώρα του; Ή μήπως οι ταξιδιώτες είναι τόσο απασχολημένοι με το επικείμενο ταξίδι τους, ώστε είναι ανίκανοι να παρατηρήσουν οτιδήποτε έξω από τον εαυτό τους;
Σε λίγο θα σηκωθεί και θα πάρει τον δρόμο του γυρισμού. Θα επιστρέψει στην Αθήνα, στο διαμέρισμά του. Και θα πέσει να κοιμηθεί. Σπανίως το χάνει το μεσημεριάτικο υπνάκι του. Μετά θα είναι απόγευμα, όταν σηκωθεί, κι αν έχει αρκετό κουράγιο και όρεξη, θα πάει σινεμά. Α, ναι, θα πάει όντως σινεμά, αλλά αυτό ακόμη δεν είναι σε θέση να το ξέρει μετά βεβαιότητος. Ο κύριος Μάρκου έχει μεν την πρόθεση, ίδωμεν όμως. Και ασφαλώς, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζει ότι την ίδια εκείνη μέρα η ζωή του πρόκειται να αναποδογυρίσει, ή τουλάχιστον να βρεθεί στην κρισιμότερη καμπή της.
Εκεί μέσα στη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου.

Βαγγέλης Ραπτόπουλος, Απέραντα άδειο σπίτι, Κέδρος, 2009, σ. 173-179.