Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στην Αλεξάνδρεια ζάχαρη και στο Μισίρι ρύζι

Τα τρία κορίτσια ετοιμάστηκαν και περίμεναν τον Μιχάλη για να ξεκινήσουν την εξερεύνηση της πόλης. Η Δάφνη παρακάλεσε να περάσουν από τον Σπυράγγελο, στο Καρτιέ Γκρεκ. Διατηρούσε ακόμα την αρχοντιά της η περιοχή. Τα περισσότερα σπίτια ήταν κι εδώ κλειστά. Πέρασαν μπροστά από το σπίτι των Μπενάκηδων. Είδαν κάποια παράθυρα ανοιχτά. Περπάτησαν λίγα μέτρα ακόμη και σταμάτησαν μπροστά στο τρίπατο σπίτι του Σπυράγγελου. Ανέβηκε μόνη της η Δάφνη. Τον έλεγε νόνο. Δεν είχε ζήσει τους πραγματικούς της παππούδες. Συνέχισαν στην παλιά γειτονιά της Παναγιώτας. Το Σαλάχ Ελ Ντιν. Το ζήτησε η Ελιάνα. Είχε γνωρίσει αυτή τη γειτονιά μέσα από τις διηγήσεις της μητέρας της. Σήμερα έμοιαζε με αραβική συνοικία. Είδε το σπίτι που έμενε παιδί η μάνα της με την οικογένειά της. Μόνο η Μπιλιώ δεν είχε αναμνήσεις από την οικογένειά της. Το σπίτι όπου έμεναν ήταν από την εποχή των παππούδων της. Ο πρώτος μακρινός εκείνος παππούς, από την πλευρά του πατέρα της, ήρθε λίγο μετά τα γεγονότα του Οράμπι πασά. Δεν ήξερε πολλά για τη μητέρα της. Δεν ήθελε να μιλήσει…

Τη γειτονιά του Ατταριού τη γνώριζαν από μερικές συμμαθήτριές τους. Μία από αυτές ήταν η Στέλλα. Το έκρυβε ότι έμενε εκεί, σαν να ήταν αμαρτία. Ίσως γιατί οι συνθήκες και το χρηματιστήριο ευνόησαν την οικογένειά της να μετακομίσει στις ευρωπαϊκές γειτονιές, ακυρώνοντας το παρελθόν της, τα παιδικά της παιχνίδια και τις σκανδαλιές.

Σταμάτησαν για λίγο. Τις πλησίασαν μερικά αραπόπουλα και τους ζήτησαν λιλά, προτείνοντας το χέρι.

Η Δάφνη άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου και τους έδωσε ό,τι ψιλά είχε. Είδαν τον Μιχάλη να μπαίνει σ’ ένα αράπικο καφενείο. Κρατούσε δυο σακούλες, μία φαρμακείου και μία άλλη πιο βαριά, και κάτι χρήματα στο χέρι. Μίλησε μ’ ένα ατημέλητο άνθρωπο που είχε την ηλικία του Μανώλη. Του άφησε ό,τι κρατούσε. Όταν έφυγε, εκείνος τον ακολούθησε ως την πόρτα του καφενείου.

«Θα ’ρθει να σε δει ο Κωστής. Του έχω μιλήσει», άκουσαν τον Μιχάλη να του λέει.

Όταν γύρισε στα κορίτσια, βλέποντας ότι η Ελιάνα ήθελε να μάθει, τους διηγήθηκε την ιστορία αυτού του ανθρώπου. «Υπάρχουν συμπατριώτες μας που δε ζουν σαν εμάς. Τους γνωρίσαμε το 1947-48, όταν είχαμε την επιδημία της χολέρας. Οι γιατροί της πόλης οργάνωσαν ομάδες πρόνοιας και ενημέρωσης. Τότε ανακάλυψαν ότι κάποιοι ομογενείς ζούσαν σε συνθήκες έσχατης φτώχειας. Δεν ήταν πουθενά καταγεγραμμένοι ως άποροι για να τους συντρέξουν τα διάφορα φιλανθρωπικά σωματεία. Η απώλεια της αξιοπρέπειας ήταν μεγαλύτερο πρόβλημα από αυτό της επιβίωσής τους. Αυτός που είδατε», συνέχισε, «είναι ο φίλος μου ο Λεωνίδας. Θύμα κι αυτός του χρηματιστηρίου. Δεν είναι πάνω από σαράντα χρόνων και δείχνει πιο μεγάλος κι από τον πατέρα μου».

Και δεν ήταν ο μόνος που είχε φτάσει σ’ αυτό το σημείο εξαιτίας αυτής της αδυναμίας του. Μπορούσε κανείς να αλλάξει κοινωνική τάξη σε λίγες στιγμές. Τους έβλεπε κι ο Αλέξανδρος όταν πήγαινε στην οδό Ταχυδρομείου να πάρει την αλληλογραφία του. Από την εποχή του Καβάφη, όταν επέστρεφε κι αυτός από το ναό του χρήματος, όπως τον έλεγαν κάποιοι, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όμως, η τέχνη, η ποίηση φαίνεται ότι βάζει τα δικά της όρια.

Προχώρησαν λίγο ακόμη με το αυτοκίνητο και έφτασαν μέχρι τις γειτονιές του τελωνείου Μπαμπ Σίθρα. «Η πόρτα του πιπεριού», είπε η Ελιάνα ξαφνιάζοντας τον Μιχάλη. Τους μίλησε ακόμη για το νησί Φάρος. «Εκεί που βγήκε η Ελένη ακολουθώντας τον Πάρη προτού φύγει για την Τροία. Το λένε μάλιστα “νησί των Κρητικών”. Έκαναν οι τελευταίοι εμπόριο εκεί με τις ευλογίες των Αιγύπτιων φαραώ. Έφερναν λάδι, σταφίδες, κρασί. Μετά την καταστροφή της Κνωσού, το εμπόριο πέρασε στα χέρια των Μυκηναίων».

Ο Μιχάλης θυμήθηκε την άποψη του Καζαντζάκη για το Μισίρι. Τη μετέφερε η γυναίκα του, η Ελένη. «Πίστευε ότι το ίδιο πηκτό αίμα συνδέει Κρητικούς και Αιγύπτιους».

«Θέλετε να πάμε στο Ρωμαϊκό Μουσείο;» τις ρώτησε.

Η Ελιάνα και η Δάφνη του θύμισαν ότι τις είχε πάει άλλες δυο φορές. Την τελευταία ήταν μαζί τους κι η Ζαφειρένια. Είχαν δίκιο, σκέφτηκε ο Μιχάλης. Του ήρθαν στη μνήμη τα λόγια της Μικρασιάτισσας όταν βγήκαν από το μουσείο. Την άκουσε να λέει το συλλογισμό της: «Μέσα τα έργα των ανθρώπων κι όξω τα έργα του Θεού». Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν συμβαίνει το αντίθετο. Όμως είδε πως λειτούργησε η τέχνη στα μάτια της. Πάντοτε πίστευε ο Μιχάλης ότι ο καθένας μπορεί, πλησιάζοντας την τέχνη, να αποκομίσει κάτι από αυτήν. Να αλλάξει η ματιά του απέναντι στα καθημερινά πράγματα.

«Δε θέλω να σας κάνω μάθημα Ιστορίας, μόνο να γνωρίσετε αυτές τις γειτονιές, που κάποτε είχαν πολύ Ελληνισμό», είπε ο Μιχάλης. Κατέβηκαν πάλι να περπατήσουν. Έκλεισαν οι λοκάντες. Έμεινε ένα ελληνικό μαγειρείο κι αυτό πέρασε σε ξένα χέρια, όπως έμαθε. Άφησαν πίσω τους τα σοκάκια του τελωνείου, εκεί που άλλοτε έστηναν οι παλιοί μετανάστες το μαγαζάκι τους, και προχώρησαν στο Αμφούσι. Συνάντησαν κι εκεί αρκετούς Έλληνες στα καφενεία. Γέρους και νέους. Χωρίς δουλειά πλέον. Περίμεναν κι αυτοί να φτάσουν τα χαρτιά τους, για να φύγουν στην Αυστραλία ή όπου αλλού…

Τις είδε κουρασμένες. «Πού θέλετε να πάμε;» τις ρώτησε. «Στου Βενιαμίν», είπαν με μια φωνή. Περίμενε να του ζητήσουν να πάνε σ’ ένα ευρωπαϊκό μαγαζί, στη Σάντα Λουτσία που αγαπούσαν ή στου Ελίτ που ήταν ελληνικό.

Άκουσε την Μπιλιώ να λέει: «Έχει την καλύτερη μολοχία». «Και τις ωραιότερες φελάφελ και τα νοστιμότερα φούλια», πρόσθεσαν τα άλλα δυο κορίτσια. Πράγματι, ο Βενιαμίν υπήρξε το στέκι των Ευρωπαίων γι’ αυτούς που αγαπούσαν την ντόπια αυθεντική κουζίνα. Ο ιδιοκτήτης του, ένας ευφυής Αιγύπτιος, που κάποιοι πίστευαν ότι είναι άλλης εθνικότητας, αυτό το «φαγητό των φτωχών», όπως το έλεγαν πολλοί, το ανέδειξε σε εκλεκτό έδεσμα.

Στην πορεία πρόσθεσε στο μαγαζί του και άλλες αιγυπτιακές γεύσεις, γνωστές σ’ όλη την Ανατολή, που την έκαναν διάσημη έξω από τα όριά της. Όλες με βάση το ταχίνι. Υπήρχαν κι άλλα μικρά πιάτα που ταίριαζαν μεταξύ τους. Στην απλή τους μορφή ονομάζονταν φουλφελάφελ. Σε κάθε αραβική συνοικία υπήρχαν δυο τρία από αυτά τα μαγαζιά. Αργότερα επεκτάθηκαν και στα κοντινά προάστια του Ράμλι. Τα έλεγαν φουλάδικα. Σιγόβραζαν τα φούλια σε μεγάλα μπακιρένια καζάνια, καλά γανωμένα. Τις φελάφελ τις τηγάνιζαν επί τόπου. Οι μυρωδιές τους έφταναν μέχρι τα κοντινά σπίτια.

Και τα τρία κορίτσια είχαν ξανάρθει στο μαγαζί όταν ήταν μικρότερες. Μετά τη διάλυση των ευρωπαϊκών παροικιών όμως, είχε αλλάξει. Κράτησε την ποιότητά του και το στιλ υποδοχής προς τον καλό πελάτη. Είδαν αρκετά ταρμπούς εφεντάδων και λιγότερους Ευρωπαίους. Αυτούς τους λίγους ο σοφράγκι τους οδηγούσε σ’ άλλο σημείο.

Τους πλησίασε ο διευθυντής με το δικό του ανατολίτικο τρόπο, με λόγια σπάνια, όμορφα, σαν αυτά που διάβαζε η Ελιάνα στα αραβικά ποιήματα.

Η Ελιάνα παρατήρησε ότι οι περισσότεροι πλούσιοι Αιγύπτιοι ήταν παχύσαρκοι. Θυμήθηκε όμως κι αυτούς που ήταν στις ταράτσες των σπιτιών, και το αναίρεσε. Αυτοί οι τελευταίοι ήταν αδύνατοι, με λεπτά πόδια και όχι πολύ ψηλοί. Ύστερα έφερε στο νου της τον Σελίμ, με το μακρύ λαιμό του και το κωνικό σχήμα του προσώπου. Είχε ρωτήσει τον Μιχάλη κάποια άλλη φορά. «Ίσως και να είναι αυτοί οι αληθινοί απόγονοι της ράτσας», της είχε πει. «Να μην έχουν αναμιχθεί μέσα στις γενιές τους άλλες ράτσες».

Ο Μιχάλης, βλέποντας τον ενθουσιασμό των κοριτσιών, τους είπε: «Έχω δυο προτάσεις να σας κάνω. Ή να πιούμε τον καφέ μας σ’ ένα ήσυχο καζίνο, το Σαν Τζοβάνι ή το Σαν Στέφανο, ή να με ακολουθήσετε σε κάτι που θέλω να κάνω πριν φύγω. Να πάμε στο Ελ Αλαμέιν. Νομίζω ότι αξίζει κι εσείς να δείτε και να μάθετε όσα έγιναν προτού γεννηθείτε». Ήταν αρκετά έξυπνες για να καταλάβουν ότι, έτσι όπως τέθηκε η ερώτηση, έπρεπε να επιλέξουν τη δεύτερη πρόταση. Εκείνες θα προτιμούσαν να βρεθούν στο δικό τους στέκι, στην καφετέρια του Ρουαγιάλ. Να συναντήσουν κάποιο φίλο ή τον Βασίλη. Κανείς από την παρέα τους δεν είχε νέα του.

Πέρασαν σε λίγο μπροστά από του Ελίτ. Εκεί σύχναζε ο κριτικός Γιάννης Χατζίνης, υπάλληλος στο προξενείο της Αλεξάνδρειας. Ο Μιχάλης θυμήθηκε τη συνάντησή τους πριν από λίγο καιρό. Μόλις είχε πληροφορηθεί ο κριτικός το θάνατο του Καραγάτση από τις εφημερίδες. Γνώριζε ότι ο «κακός αυτός επισκέπτης είχε ήδη αφήσει το επισκεπτήριό του παλαιότερα όταν είχε αρχίσει να κλονίζεται η υγεία του», όπως είπε. Φαινόταν συγκλονισμένος από τον πρόωρο χαμό του συγγραφέα. Ο Χατζίνης θεωρούσε «άδικο να κόβεται στη μέση η ζωή, να αχρηστεύεται το υπόλοιπο που ήταν προορισμένο να λάμψει, να δημιουργήσει».

Προτού τραβήξουν προς τα δυτικά, ο Μιχάλης σταμάτησε μπροστά σ’ ένα μπακαλικάκι, να αφήσει «κάτι». Η Ελιάνα κατάλαβε τι σήμαινε αυτή η μικρή στάση.

Έλεν-΄Ελλη Γκιάλη, «Στις γειτονιές των Ελλήνων», Στην Αλεξάνδρεια ζάχαρη και στο Μισίρι ρύζι, Κέδρος 2011(2), σ. 568-572.