Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τα καθαυτό τζαμιά της Πόλης δεν είναι όμως τα βυζαντινά μοναστήρια και οι Ναοί που μετετράπησαν σε τεμένη. Είναι τα μνημειώδη δημιουργήματα της αραβικής τέχνης που έχτισαν κατά καιρούς οι Σουλτάνοι στα πλέον περίβλεπτα σημεία της Πόλης. Το Σουλτάν-Αχμέτ, το Σουλεϋμανιέ, το Νούρι Οσμανιέ, το Φατήχ, το Βαγιαζήτ, το Λαλελή, το Σαχ-ζαδέ, το Γενή-τζαμί κ.ά. Απ’ τα περίφημα αυτά για την αρχιτεκτονική και τη διακοσμητική τους τέχνη μνημεία, επισκεφθήκαμε σήμερα τα δύο ωραιότερα: το Σουλεϋμανιέ και το Σουλτάν-Αχμέτ.
Το Σουλεϋμανιέ-τζαμί είναι το αριστούργημα του αρχιτέκτονος Σινάν, του διασήμου για τις δημιουργίες του τούρκου καλλιτέχνου που ακμάζει στα μέσα του 16ου αιώνος. Μετά τις νικηφόρες εκστρατείες του στην Ουγγαρία ο Σουλεϋμάν ο Μεγαλοπρεπής τον εκάλεσε και τον διέταξε να χτίσει ένα μνημείον-σύμβολον του χρυσού αιώνος της Αυτοκρατορίας. Και ο Σινάν έβαλε στο τέμενος αυτό όλη την ψυχή του και την τέχνη του. Ο Σινάν θέλησε να υψωθεί αντιμέτωπος και αντίζηλος του Ανθεμίου μέσα στους αιώνες.
Και στο εξωτερικό σχέδιο του Σουλεϋμανιέ και στην εσωτερική του διάταξη πρωτοστατεί η ευγένεια και ο πλούτος της αραβικής τέχνης. Το πλήθος εκείνο των ημιθολίων που επισωρεύονται το ένα επάνω στ’ άλλο για να προσκυνήσουν τη χρυσή Ημισέληνο του κεντρικού μνημείου, φανερώνει μια δική του σφραγίδα, μια δύναμη επιβολής και όλη την κυριαρχία της τέχνης επάνω στο πλούσιο συσσωρευμένο υλικό. Η ώρα που μπαίνομε μέσα στο ιστορικό αυτό τέμενος είναι η υποβλητικότερη ώρα της μεσημεριάτικης προσευχής. Μας φορούν στα πόδια τα υποχρεωτικά σανδάλια. Πριν μπούμε από την κεντρική μεγάλη Πύλη, μας σταματά μια εικόνα, που θα σκηνοθετούσε ξεπίτηδες εκεί αυτή τη στιγμή ένας μεγάλος καλλιτέχνης για να εξάρει τη βαθειά σημασία του ιερού προσκυνήματος. Ένας τυφλός ζητιάνος ανέβηκε με το ραβδί του τις μαρμάρινες βαθμίδες, ηύρε την είσοδο ψηλαφώντας με τα χέρια του τον αέρα, σταμάτησε κι έβγαλε τα παπούτσια του στο σημείο ακριβώς που άρχιζε το αγιασμένο χαλί του τζαμιού, και μπήκε μέσα. Ήταν γέρος και τα ρούχα του κρέμονταν ξεσχισμένα. Η μορφή του ήταν τραγική. Τα μάτια του, το πρόσωπό του όλο, ρημαγμένα, αυλακωμένα από σημάδια φωτιάς, καταστροφής ή αρρώστιας… Μα την τραγική αυτή μορφή ανάδευε μια φλόγα Αγιοσύνης, όλη η φλόγα της Πίστης που νίκησε το Μοιραίο. Ακολουθούμε με συντριβή τον ηθικόν αυτόν Ήρωα μέσα στο τέμενος. Και γνωρίζομε για πρώτη φορά ένα θαύμα.
Το θαύμα του Ισλάμ. Αυτό το ανείπωτο μυστήριο περιλούζει τον επισκέπτη του Σουλεϋμανιέ με μια μέθη, μια γλύκα θανατερή και ακαθόριστη. Δεν είναι ο μηδενισμός της βουδικής Νιρβάνας, που πνίγει τελειωτικά τη δοκιμασμένη ψυχή των θνητών. Είναι μια υπόσχεσις άγνωρων παραδείσων, που τους ανιστορεί σε μιαν ατελείωτη μονότονη ψαλμωδία ο αθέατος ιμάμης μέσα στο αιθέριο ημίφωτο του αχανούς τεμένους. Απάνω απ’ τα πλήθη των γονατισμένων πιστών ένα ονειρεμένο δάσος από αψίδες αραβικού ρυθμού απλώνεται σαν σκέπη και σαν ευλογία. Τα χρώματα των μαρμάρων, των γλυπτών ξύλων, των απέραντων περσικών χαλιών, που σκεπάζουν τα δάπεδα, είναι όλα σκιερά, πολύτιμα και ακαθόριστα. Η ατμόσφαιρα που σε περιβάλλει εκεί μέσα είναι γεμάτη ευαισθησία. Η ακουστική –ένα θαύμα εντατικότητος– αποδίδει σε μύριες δονήσεις και τον θαμπότερο ελιγμό της φωνής του ιμάμη. Και δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί ιδεωδέστερο «πιανίσιμο» από τις ευγενικές αναπάλσεις της συγκρατημένης αυτής φωνής, της απόκοσμης, που αντηχεί μέσα στ’ απέραντο εκείνο δάσος των αψίδων – παθητικότατο σόλο, και διεισδύει ως την τελευταία εσχατιά του τζαμιού μέσα στην απέραντη σιωπή και στην απέραντη ανυπαρξία των πιστών που προσεύχονται βουβά συσπειρωμένοι κατά γης.

Σοφία Κ. Σπανούδη, Γράμματα από την πόλη, Αλέξιος Σαββάκης (επιμ.), Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2008, σ. 137-139.