Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στη γέφυρα του Γαλατά. Η Κωνσταντινούπολη του χθες και του σήμερα

Πέντε φορές μέσα σε ενάμιση αιώνα η γέφυρα απέκτησε διαφορετικό πρόσωπο. Το πρόσωπο της παλιάς Ισταμπούλ κατέρρεε, τα ξύλινα σπίτια σάπιζαν και γίνονταν παρανάλωμα του πυρός, το ένα μετά το άλλο, και με γρήγορους ρυθμούς μεγάλα τμήματα της παλιάς πόλης καλύπτονταν από άτσαλα σκορπισμένες πολυκατοικίες. Από την τεράστια οθωμανική πρωτεύουσα του 16ου και του 17ου αιώνα δεν σώζεται ούτε μια ξύλινη κατοικία. Το 1854, ο Τεοφίλ Γκωτιέ ταξίδεψε με καράβι στον Βόσπορο περνώντας από μια ατέλειωτη σειρά θερινά ανάκτορα, βαμμένα στο πράσινο του μήλου, σκιασμένα από πλατάνια, το ένα ακόμα πιο θελκτικό από το άλλο. Έναν αιώνα αργότερα, ο νεαρός Ορχάν Παμούκ έβλεπε μια ξύλινη βίλα μετά την άλλη να γίνεται βορά της φωτιάς, ο ίδιος και οι φίλοι του πήγαιναν στοιβαγμένοι σε αυτοκίνητα στις ακτές του Βοσπόρου για να μην χάσουν τίποτα από το θέαμα, έπαιζαν Creedence Clearwater Revival, έπιναν τσάι και μπίρα, έτρωγαν τοστ και στο μεταξύ έβλεπαν τα τελευταία απομεινάρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας να πηγαίνουν κατά διαβόλου.
Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της πόλης διαβρωνόταν όλο και πιο πολύ. Τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν οι εντάσεις γύρω από το νησί της Κύπρου είχαν κλιμακωθεί τόσο πολύ που υπήρχε κίνδυνος να ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, «εξαπέλυσαν» τον όχλο για τελευταία φορά.
Στους δρόμους του Πέραν κάθε μη τουρκικό μαγαζί λεηλατήθηκε από το πλήθος που τραγουδούσε, κατέβαζαν ψυγεία –σημάδι εκείνον τον καιρό μεγάλης ευκαιρίας– από τις πλαγιές, τα μεγάλα στρογγυλά τυριά των ελλήνων μπακάληδων κυλούσαν προς τα κάτω, όταν όλα τελείωσαν η γειτονιά άστραφτε από τα σπασμένα γυαλιά. Ύστερα απ’ αυτό, περισσότεροι Έλληνες εγκατέλειψαν την πόλη απ’ ό,τι μετά το 1453. Από τους διακόσιους πενήντα χιλιάδες Έλληνες που ζούσαν εδώ το 1914, το 2006 είχαν απομείνει μόλις δύο χιλιάδες. Η τελευταία ελληνική εφημερίδα της Ισταμπούλ, η Απογευματινή, έχει ακόμη, σύμφωνα με τον ηλικιωμένο και άμισθο αρχισυντάκτη της, ακριβώς πεντακόσιους είκοσι αγοραστές.
«Τίποτα δεν μένει όπως είναι, ούτε καν η καρδιά μας» γράφει ο Αχμέτ Μουχίπ Ντιρανάς σε ένα ποίημα. «Αλλά πώς μπορεί μια πόλη θρεμμένη με αιώνες / Πιο γρήγορα κι από μια ανθρώπινη ζωή / Να χαθεί τόσο γοργά;» Η Ισταμπούλ ήταν πάντα η πόλη του εφήμερου, πόλη που κοιτούσε μόνο μπροστά, που είχε, όπως έγραψε ο Γιόζεφ Μπρόντσκι, «μια κάποια ανευθυνότητα ως προς το παρελθόν», πόλη με σπίτια μιας χρήσης και γειτονιές μιας χρήσης. Τον 20ό αιώνα αυτή η μανία για μόνιμη αλλαγή και προσαρμογή έγινε αξία από μόνη της. Μέσα σε μόλις εκατό χρόνια η παραδοσιακή, πολυεθνική, πολυθρησκευτική οθωμανική αυτοκρατορία μεταμορφώθηκε σε σύγχρονο, κοσμικό έθνος-κράτος, και η πόλη άλλαξε κι αυτή. Αυτή η επανάσταση προωθήθηκε από μια ελίτ που προσπαθούσε με κάθε τίμημα να αγκαλιάσει τον δυτικό πολιτισμό και προτιμούσε να αφανίσει κάθε θύμηση της Ανατολής.
Το κατά πόσο πέτυχαν όλα αυτά τα σχέδια για μια «καινούργια Τουρκία», είναι κάτι που μπορεί να αμφισβητηθεί, αλλά η φιλοδοξία και η προσαρμοστικότητα της πόλης και της χώρας ήταν και είναι αξιοθαύμαστες. Για τις χώρες γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα, η Ισταμπούλ είναι ξανά «η Πόλη», οι δυνατότητες είναι τεράστιες, και αν ποτέ η Τουρκία γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εύκολα μπορεί να εξελιχθεί σε νέο Βυζάντιο, σε «μητρόπολη» της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής.
Θα είναι όμως μια πόλη που, εξαιτίας αυτού του ριζικού εκσυγχρονισμού, θα έχει αποκοπεί σε μεγάλο μέρος από την ίδια της την ιστορία.
Σχετικά μ’ αυτό, η Ελίφ Σαφάκ μίλησε για «συλλογική αμνησία», μια στάση ζωής που διευκόλυνε κοινωνικές αλλαγές αλλά ταυτόχρονα ματαίωνε κάθε ιστορική συνείδηση – για να μην μιλήσουμε για την ικανότητα κριτικής ανασκόπησης. Ο Παμούκ μίλησε για τις «ολισθηρές, διαφορετικές και αντιφατικές σκέψεις του για την πόλη»: «Δεν αισθάνομαι απόλυτα σαν κάποιος αποδώ, αλλά ούτε τελείως παρείσακτος».
Γι’ αυτό και η φτώχεια σ’ ετούτη την πόλη έχει διαφορετικό χαρακτήρα από τη φτώχεια των μεγαλουπόλεων. Αφού χίλιες και μία λεπτομέρειες -παλάτια, αλλά και τα τελευταία σάπια απομεινάρια των κάποτε πανέμορφων επαύλεων- φέρνουν τους κατοίκους καθημερινά αντιμέτωπους με την οδυνηρή απώλεια μας, ούτως ή άλλως, εντυπωσιακής αυτοκρατορίας και ενός ξεχωριστού πολιτισμού. Όποιος παραπέμπει στον πολιτιστικό πλούτο και την ποικιλομορφία των Οθωμανών συχνά αποδοκιμάζεται: είναι μια «δεξιά» αντίληψη, λέει η αριστερά, δεν είναι «μοντέρνα», λέει η δεξιά, δεν είναι «σωστή», λένε σχεδόν όλοι. Τέλος της συζήτησης. Εδώ τα ιστορικά αντικείμενα –εκτός από μερικά επίσημα μνημεία– δεν είναι καύχημα. Είναι οδυνηρές αλήθειες, σουβλιές νοσταλγικές, ανάμεσα στις οποίες ο κόσμος σιάζει όσο πιο καλά μπορεί τη σημερινή ύπαρξη.

Μακ Χέιρτ, Στη γέφυρα του Γαλατά. Η Κωνσταντινούπολη του χθες και του σήμερα, Μεταίχμιο, 2008, σ. 222-227.