Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Πολύτιμα σμαράγδια από περιδέραιο, που κάποτε έσπασε και σκορπίσθηκε επάνω στη θάλασσα της Προποντίδος, τα Πριγκηπόνησα φαντάζουν στην ασημογάλανη λεκάνη της σαν τα ωραιότερα στολίδια της Πόλης. Είναι εννέα εν όλω νησιά, τα τέσσερα κατοικημένα, η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη, η Πρίγκηπος, τα πέντε ερημονήσια, ακατοίκητα μα πάντα καταπράσινα, σκεπασμένα από μιαν οργιαστική βλάστηση, χειμώνα καλοκαίρι. Χιλιάδες γλάροι φωλιάζουν στα βραχάκια τους, και τα βουνά τους είναι γεμάτα κυνήγι. Είναι η Πλάτη, η Οξειά, η Πήττα, η Αντιρόβιθος, η Νηάντρος. Η Πλάτη και η Οξειά έχουν την ιστορία τους. Η πρώτη είναι γνωστή ως σήμερα ως το «νησί του Μπούλβερ». Ο αδελφός του γνωστού άγγλου συγγραφέως που έγραψε τις Τελευταίες ημέρες της Πομπήιας σερ Μπώλβερ Λάυττον, πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας στην Υψηλή Πύλη κατά τα μέσα του περασμένου αιώνος, αγάπησε τόσο πολύ το ωραίο αυτό νησάκι, ώστε τ’ αγόρασε από την Οθωμανική Κυβέρνηση κι έχτισε ένα ωραίο λευκό παλάτι. Έτσι η Πλάτη γνώρισε για λίγον καιρό δόξες και υποδοχές και κοσμικές συγκεντρώσεις για να μείνει πάλι σε λίγα χρόνια το ίδιο ερημονήσι με τα λευκά ερείπια του παλατιού του Μπούλβερ ως μόνο σημάδι του περάσματος μιας ζωής επάνω του.
Της Οξειάς η ιστορία είναι πολύ δραματικότερη. Στον καταπράσινο αυτό κωνικό βράχο, που ήταν περίφημος για την εξαγωγή των ωραίων στρειδιών της παραλίας του, και που υψώνεται μυτερός κατάντικρα στην επίπεδη Πλάτη (απ’ το ιδιόρρυθμο σχήμα τους πήραν τα ονόματά τους τα δυο αυτά ερημονήσια) είχαν εξορίσει κατά το 1910 οι Νεότουρκοι όλα τα κοπάδια των σκύλων της Πόλης. Οι σκύλοι αυτοί που αποτελούσαν από αμνημονεύτων χρόνων το κυριότερο διακοσμητικό στοιχείο των δρόμων της Σταμπούλ, ζούσαν αδέσποτοι, ξένοιαστοι κι ευτυχισμένοι, θρεμμένοι πλουσιοπάροχα απ’ τη φιλανθρωπία των αστών κι απ’ τα σκουπίδια των δρόμων, τους οποίους καθάριζαν μ’ ευσυνειδησία ανώτερη δημαρχιακών οδοκαθαριστών. Το σκυλίσιο αυτό «κράτος εν κράτει» της Πόλης, είχε τας παραδόσεις του, τους νόμους του, τα ήθη και έθιμά του, την ποίηση του – υποβλητικότατη κατά τις σεληνόφωτες νύχτες, όταν αντηχούσαν απ’ τα στενά σοκάκια τα επαναστατημένα γαυγίσματα των σκύλων προς την Πανσέληνο, που ήταν ένα φόβητρο για τα δεισιδαίμονα τετράποδα· ή όταν, η συμφωνική τους ορχήστρα συνόδευε με ουρλιάσματα τις εξαγγελτικές φωνές «Γιαγκίν βαρ!…» του νυχτόβιου μπεχτσή, που έτρεχε από γειτονιά σε γειτονιά, απαίσιος εξάγγελος της φωτιάς που ρήμαζε ολόκληρα τετράγωνα της Πόλης, φωτίζοντας τις άκρες του ορίζοντος με τραγικές αναλαμπές… Οι σκύλοι της Πόλης ήταν τ’ αγαθότερα ζώα του κόσμου. Δεν πείραζαν ποτέ κανένα διαβάτη, είχαν το μερτικό τους από την καθημερινή ζωή, και –το περιεργότερο απ’ όλα– δεν λύσσιαζαν ποτέ, ίσως γιατί ζούσαν σε μιαν απόλυτη ελευθερία ενστίκτων.
Μα ο εκπολιτιστικός νεοπλουτισμός των Νεοτούρκων τους εθεώρησε ως ένα στίγμα για την Πόλη. Και τους εξόντωσε κατά τον φρικωδέστερο τρόπο. Ειδικά συνεργεία από χαμάληδες και μαούνες μετέφεραν κάθε μέρα φορτία ολόκληρα σκύλων στην Οξειά που βρίσκεται σε απόσταση δώδεκα μιλίων απ’ την Πόλη, και τα εγκατέλειπαν εκεί επάνω στο έρημο νησί, χωρίς τροφή, χωρίς νερό, για να ψοφήσουν. Πολλά απ’ τα δυστυχισμένα ζώα ζήτησαν να σωθούν κολυμπώντας, μα πνίγηκαν στα κύματα. Τ’ άλλα ηύραν τον απαισιότερο των θανάτων επάνω στους έρημους βράχους, όπου τα κοπάδια των καταδίκων πλήθαιναν κάθε μέρα με νέα φθασίματα –χιλιάδες χιλιάδων ζώων– μεταβάλλοντας το ποιητικό νησί της Προποντίδος σε δαντικό τοπίο κολάσεως. Έτσι και ο τελευταίος σκύλος της Πόλης εξοντώθηκε και η Οξειά έγινε θέατρο φρίκης και σπαραγμού, προμηνώντας τις φρίκες του Μεγάλου Πολέμου. Από την τραγωδία αυτή των σκύλων εμπνέεται τον καιρό του Πολέμου ο Εδμόνδος Ροστάν ένα από τα ωραιότερά του ποιήματα, στο οποίον οραματίζεται την Οξειά, το μοιραίο «σκυλονήσι» ως τον μόνο κατάλληλο τόπο για την εξορία του Κάιζερ και όλων των Χοεντζόλλερν.
[…]
Η Χάλκη είναι από τα ποιητικότερα νησιά του κόσμου. Είναι η ίδια ένα γραμμένο ποίημα ειδυλλιακό, γαλαζοπράσινο, αφροστεφανωμένο, μα και δραματικό μαζί – την ώρα που πέφτει στον ορίζοντα η τραγική αμφιλύκη, και βαρησκιώνουν οι ουρανοί και τα πεύκα θρηνολογούν δαντικούς αντιλάλους «dell’ altra riva» που αντιβοΐζουν, θα ’λεγε κανείς, απ’ την αντίπεραν όχθη των ασφοδελών λειμώνων. Έτσι, το παναρμόνιο αυτό νησί, ντύνεται από τη μια πλευρά του με γελαστή πασίχαρη όψη – προς την Αντιγόνη, που σέρνεται να την αγγίξει χαϊδευτικά με τις απαλόγραμμες καμπύλες της ακρογιαλιάς της. Γιατί ένα κύμα τα χωρίζει κι ένα κύμα τα ενώνει τα δυο αγαπημένα αυτά Πριγκηπόνησα. Ενώ από την άλλη πλευρά, η σκηνογραφία απότομα αλλάζει. Μετά τον γραφικότατο όρμο του «Τσαμλιμανιού», τον βυθισμένο μέσα σε πυκνότατες σκιές, που αντιφεγγίζουν στα κοιμισμένα βαθυπράσινα νερά του τα φουντωμένα δάση των πεύκων που πλαισιώνουν, τις δυο του όχθες, το τοπίο παίρνει έξαφνα μιαν όψη αγριεμένη. Η μαλακότατη παραλία κόβεται σαν βραχύβιας χαράς στιγμή. Ένας οργισμένος Εγκέλαδος έσχισεν εδώ με τα πελέκια του τους φλογισμένους βράχους κι άνοιξε μιαν άβυσσο που κατεβαίνει κάθετα από την κοκκινόχρωμη βουνοπλαγιά προς τη δίνη των αφρισμένων κυμάτων. Απάνω στο μονοπάτι του γκρεμνού, μια λιτανεία μαύρων κυπαρισσιών παίρνει τον δρόμο προς το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, σαν κολασμένοι καλόγηροι που βαδίζουν προς εξιλασμό και για συμπλήρωμα της μαύρης μελαγχολίας του τοπίου, το φοβισμένο μάτι ξανοίγει στον παραπάνω λόφο τους άσπρους σταυρούς των μνημάτων του βουνού ν’ ανθίζουν –θανατερά λουλούδια– ανάμεσα στο δάσος των μαύρων κυπαρίσσων. Μόλις στρίψεις την τραγική αυτή καμπή, ο μεγάλος δρόμος του Νησιού που φέρνει προς τα Λειβαδάκια, αρχίζει να διαγράφεται γεμάτος ζωή και κίνηση με τους ανθόκηπους των ωραίων εξοχικών σπιτιών του, που βομβούν χαρμόσυνα σαν μελίσσια. Μια λιθόστρωτη κατωφέρεια φέρνει προς το γραφικό λιμάνι και τη σκάλα του βαποριού. Ο περιφερικός δρόμος του Νησιού αριστερά, χωρίζεται σε τρεις διακλαδώσεις –προς την Αγία Τριάδα, στον ορμίσκο του Μύλου, μιαν αχτιδόχαρη γελαστή παραλία και προς τα υψώματα της σκήτης του Μακαρίου και της σκήτης του Αρσενίου– δυο ασύγκριτες σκοπιές απ’ τις οποίες τ’ αχόρταγο μάτι βυθίζεται στην έκσταση του αναπεπταμένου ορίζοντος της Προποντίδος απ’ το μακρυσμένο ανατολικό πανόραμα των ακτών της Βιθυνίας ως την ολόχρυση σιλουέτα της Σταμπούλ που αστράφτει στον δυτικό ορίζοντα.
[…]
Η Πρίγκηπος είναι το κοσμικότερο νησί, που παρουσιάζει δικαιωματικά τις μεγαλύτερες αξιώσεις. Διεκδικεί τα πρωτεία της αριστοκρατικής ζωής με τα Θεραπειά του Βοσπόρου. Τα ξενοδοχεία της, που είναι χτισμένα στις ωραιότερες τοποθεσίες των κλιμακωτών λοφίσκων της, θυμίζουν τα ονομαστά ξενοδοχεία της Κυανής Ακτής. Μα και η όλη εν γένει η διαδρομή της Πριγκήπου δίνει μια μικρογραφία των καλλονών της Ριβιέρας, με τις κομψές και πλούσιες εξοχικές επαύλεις που στολίζουν τους δρόμους της αμφιθεατρικά χτισμένες με τους κρεμαστούς κήπους της που κατεβαίνουν ως τη θάλασσα, με τους θαυμάσιους πευκώνας και τα δάση που στεφανώνουν το κάθε της τοπίο. Ο γύρος της Πριγκήπου είναι η ζωντανότερη κινηματογραφική ταινία που ξετυλίγεται μέσα σε μιαν αδιάκοπη μαγεία των αισθήσεων και της ψυχής. Είναι ευτύχημα ότι τ’ αυτοκίνητα δεν κατέστρεψαν ακόμη με τη βάρβαρη επιδρομή τους τις ρομαντικές καλλονές του ωραίου νησιού. Οι αμαξάδες και οι γαϊδουριάρηδες με τα χαριτωμένα τους τετράποδα, φανταχτερά στολισμένα με βελουδένιες σέλλες και με κουδουνάκια, διατηρούν ακόμη ακέραια όλα τα δικαιώματά τους. Έτσι ο μαγεμένος ταξιδιώτης δεν εκβιάζει τις εντυπώσεις του με τον ασθματικό ίλιγγο της βενζίνας, και βρίσκει όλο τον καιρό ν’ αποταμιεύσει άνετα τις ασύγκριτες εικόνες που ξετυλίγονται εμπρός του.

Σοφία Κ. Σπανούδη, Γράμματα από την πόλη, Αλέξιος Σαββάκης (επιμ.), Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2008, σ. 45-47, 51-52 & 56-57.