Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Κάθε καρυδιάς καρύδι. Γυναίκες με μακριά παλτά, που φτάνουν ως τον αστράγαλο, και μαντίλες που φτάνουν ως τα φρύδια, τουρίστριες με σορτσάκια και έκφραση χαζοχαρούμενη, στρατιές ανδρών, άλλοι με γραβάτα, άλλοι με μπουφάν και άλλοι με γενειάδα και σκούφο… Πωλητές και καταστηματάρχες, που τρέχουν και σε βουτάνε από το μανίκι. Και εμπορεύματα αραδιασμένα παντού: σε ράφια, σε ντάνες, ψηλά και χαμηλά, μέσα και έξω από τα μαγαζιά, σκορπισμένα στις βιτρίνες, στοιβαγμένα στο οδόστρωμα ή κρεμασμένα από τους τοίχους σαν αρμαθιές ή σα σφαχτάρια.
Είμαστε στο Καπαλί Τσαρσί, στην κεντρική, κλειστή αγορά της Πόλης, και βρίσκομαι σε πλήρη σύγχυση. Τα μαγαζιά είναι φύρδην μίγδην με ό,τι χωράει ο νους σου: τρία κοσμηματοπωλεία στη σειρά και δίπλα ένα μαγαζί που πουλάει κεραμεικά και πιάτα τοίχου με αραβική γραφή. Το διπλανό του έχει μακό μπλουζάκια, πουκαμίσες και κελεμπίες, αρκετές για να ντύσουν όλη τη δύναμη του ΝΑΤΟ στη Βοσνία και στο Κόσοβο, ενώ το επόμενο είναι ένα κατάστημα γυαλικών, με ποτήρια νερού, τσαγιού και κρασιού, καράφες παντός είδους, αλλά και κολιέδες και χάντρες.
Μας έφερε εδώ η Κουρτίδου, γιατί η Αδριανή ήθελε να ψωνίσει για την Κατερίνα: ρόμπες, πουκαμίσες, παντόφλες και ψηλές κάλτσες, μάλλινες, που τις φοράει συχνά στο σπίτι ή με τζιν στον δρόμο. Όταν της είπα ότι όλα αυτά τα βρίσκεις και στην Αθήνα, η αντίδρασή της ήταν ακαριαία, τύπου ΜΑΤ ή αντιτρομοκρατικής:
«Σ’ αυτές τις τιμές, Κώστα μου; Από πότε έχεις να ψωνίσεις; Άσε που είναι ευκαιρία ν’ αγοράσουμε κι ένα δερμάτινο για τον Φάνη. Δεν είναι σωστό να πάμε με άδεια χέρια. Βέβαια, αν το βρούμε σε λογική τιμή» συμπληρώνει με ένα ύφος που θέλει να υπογραμμίσει το αυτονόητο.
Εμένα όμως η λογική τιμή με βάζει σε σκέψεις, γιατί, ως γνωστόν, η λογική είναι υποκειμενική, και αυτό που η Αδριανή θεωρεί λογικό, εγώ μπορεί να το θεωρώ για τα σίδερα.
[…]
Έχουμε φτάσει σε ένα σταυροδρόμι. Μπροστά μας ανοίγονται τρία καντούνια. «Πάμε αριστερά» λέει η Κουρτίδου. «Από κει είναι τα καλά ρούχα και τα υφάσματα».
Ένας πωλητής που μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά, υποδέχεται την Αδριανή με ένα «κυρία, κυρία, καλημέρα» και κάνει μια προσπάθεια να τη ρίξει με σπασμένα ελληνικά, ώσπου η Κουρτίδου του τραβάει ένα χεσίδι στα τούρκικα και ο πωλητής αποσύρεται.
«Να μη δείχνετε ποτέ ότι ενδιαφέρεστε να αγοράσετε, κυρία Χαρίτου» συμβουλεύει η Κουρτίδου την Αδριανή. «Θα λέτε ότι είσαστε περαστική και μπήκατε τυχαία να ρίξετε μια ματιά. Και θα κοιτάτε σα να χάνετε τον χρόνο σας με την παλιατσαρία που βλέπετε. Αυτοί θ’ αρχίσουν αμέσως τα σκόντα, για να σας κάνουν ν’ αλλάξετε γνώμη, και εσείς θ’ αρχίσετε τα παζάρια από εκεί που αυτοί θα έχουν ρίξει την τιμή».
Το καντούνι είναι στενό και ανηφορικό. Αντί για τη συνηθισμένη εικόνα της Αθήνας, με αυτοκίνητα παρκαρισμένα στις δυο πλευρές του δρόμου, που αφήνουν σκάρτη μια λωρίδα ελεύθερη, εδώ είναι παρκαρισμένα υφάσματα, παπούτσια, ναργιλέδες, ώστε να περισσεύει και εδώ η ίδια στενή λωρίδα και να ακροβατούμε για να περάσουμε. Οι δυο κυρίες προπορεύονται, σταματάνε στα μαγαζιά, κοιτάνε ένα-ένα τα ρούχα, τα παζαρεύουν και μετά αφήνουν σύξυλους τους καταστηματάρχες και πάνε παρακάτω. Όσο για μένα, έχω την αίσθηση ότι αγνοείται η τύχη μου, αφενός γιατί έχω χαθεί μέσα στη λαοθάλασσα, αφετέρου γιατί οι δύο κυρίες δεν μου δίνουν καμιά σημασία.
[…]
Στέκομαι στη μέση της αυλής και προσπαθώ να τιθασεύσω τη βαρεμάρα και τον εκνευρισμό μου, γιατί η επιθεώρηση προθηκών, τα δερμάτινα και τα ψώνια με αφήνουν αδιάφορο, όπως άλλωστε και ο εσωτερικός αυλόγυρος που δεν εντάσσεται στα αξιοθέατα.
Η Αδριανή με την Κουρτίδου αποφασίζουν τελικά σε ποιο κατάστημα θα χαρίσουν την εύνοιά τους και μπαίνουν για να επιθεωρήσουν τα δερμάτινα, εξ επαφής αυτή τη φορά. Εγώ επιμένω να μένω καρφωμένος στη μέση της αυλής, ενώ σκέφτομαι να τις παρατήσω και να πάω μια βόλτα, αλλά φοβάμαι μη χαθώ μέσα στα στενά και στα καντούνια, που τα βλέπω όλα ίδια. Ούτως ή άλλως, το ενδεχόμενο του περιπάτου ακυρώνεται, γιατί η Αδριανή μού κάνει νόημα να προσέλθω στο μαγαζί.
Με υποδέχεται με ένα δερμάτινο τζάκετ και μου το δίνει. «Έλα, φόρεσέ το».
«Άσε με, δε σκοπεύω να αγοράσω δερμάτινο» της λέω εκνευρισμένος.
«Δεν είναι για σένα. Είναι για τον Φάνη, αλλά έχετε την ίδια κοψιά». Το φοράω, ενώ συνειδητοποιώ το λάθος μου να μην αποχωρήσω εγκαίρως.
[…]
«Πόσο κάνει;» ρωτάει η Αδριανή.
Η Κουρτίδου μεταφέρει την ερώτηση στον καταστηματάρχη. Ακούει την απάντησή του, πετάει ένα έξαλλο και μακρόσυρτο «Νεεεεεεεεε;» και λέει στην Αδριανή «Πάμε να φύγουμε». Κάνει μια έξοδο αλά Βέμπο και μας αναγκάζει να την ακολουθήσουμε.
Ο καταστηματάρχης τρέχει πίσω μας, ρωτάει κάτι την Κουρτίδου, εκείνη του απαντάει, οπότε ο καταστηματάρχης σηκώνει τα χέρια, σα να άκουσε κάτι εξωφρενικό, και επιστρέφει στο μαγαζί του.
«Πόσα ζήτησε;» απορεί η Αδριανή.
«Διακόσια ευρώ» απαντάει η Κουρτίδου.
Η απορία της Αδριανής μεγαλώνει. «Μα δεν είναι πολλά. Στην Αθήνα αυτό το δερμάτινο δεν το παίρνεις κάτω από τριακόσια ευρώ και δε θα είναι τόσο καλής ποιότητας».
«Αφήστε την Αθήνα, εδώ είμαστε στην Πόλη. Τον είπα πως, αν τ’ αφήσει για εκατό, θα το πάρουμε».
Η Αδριανή την κοιτάζει άναυδη. «Ξέρετε, μου άρεσε και δε θέλω να το χάσω» λέει στην Κουρτίδου ελαφρώς ενοχλημένη.
«Έννοια σας, δε θα το χάσετε. Πάμε να φύγουμε, και να διείτε που θα τρέξει πίσω μας».
Μόλις φτάνουμε στα πέτρινα σκαλιά, γυρίζω και βλέπω τον καταστηματάρχη να μας πλησιάζει σαν βολίδα. Κάτι λέει απολογητικά στην Κουρτίδου, εκείνη του απαντάει με ένα κατηγορηματικό «γιοκ ολμάζ» και σκηνοθετεί ξανά την αποχώρησή της. Ο καταστηματάρχης την καμακώνει πάλι, για να της πει κάτι τελευταίο, συνοδευόμενο με μια χειρονομία που σημαίνει «ως εδώ και άι στο διάολο».
«Μας το αφήνει για εκατόν πενήντα ευρώ, αλλά μη δείξετε ικανοποιημένοι» δηλώνει η Κουρτίδου.
«Γιατί να μη δείξουμε ικανοποιημένοι; Σκοπεύετε να του κόψετε κι άλλα;» τη ρωτάω.
«Όχι, αλλά δεν είναι σωστό. Θα καταλάβει ότι τον κοροϊδέψαμε και θα τον προσβάλουμε τον άνθρωπο».
Αυτό είναι, λέω από μέσα μου. Όλα όσα διαβάζουμε τα τελευταία χρόνια στις εφημερίδες περί μάνατζμεντ, στρατηγικής αγορών, τάργκετ γκρουπ, αυτοί τα πέταξαν στα σκουπίδια και προτίμησαν τη δοκιμασμένη συνταγή τού «τράβα με κι ας κλαίω».
«Η μητέρα μου με έμαθε πώς να κάνω παζάρια» μας εξηγεί η Κουρτίδου, όταν βγαίνουμε επιτέλους από το μαγαζί με το δερμάτινο του Φάνη στην πλαστική σακούλα. «Κάθε φορά που ερχόμασταν για ψώνια στο τσαρσί, έλεγε τη μισή τιμή απ’ αυτή που πρότεινε ο έμπορος. Αυτός άρχιζε τα “Μα τι λέτε, αποκλείεται, δε βγάζω ούτε το κόστος”. “Άμα θέλεις, δε σ’ το παίρνω με το ζόρι” έλεγε η μαμά μου και έφευγε. Στο τέλος συμφωνούσαν κάπου στη μέση. Εγώ ντρεπόμουνα στην αρχή. “Βρε μαμά, ρεζίλι γινόμαστε” την έλεγα. “Ρεζίλι θα γίνεις, αν το πάρεις στην τιμή που σ’ το δίνει. Θα σε περάσει για τασραλού”. Το “τασραλού” θα πει επαρχιώτισσα. Στο τέλος το έμαθα κι εγώ. Πρέπει όμως να προσέχεις, να μη δείχνεις ότι τους περνάς για βλάκες, γιατί προσβάλλονται. Και τώρα πάμε να σας δείξω το μπεντεστένι, που είναι το παλιό τσαρσί».

Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, σ. 219-220, 221-222, 224-227.