Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Σε μια χαμηλή πόρτα, που είχε μπροστά της ένα πλατύσκαλο και τρία σκαλιά, μας υποδέχτηκε ένας υπηρέτης με ευρωπαϊκή αμφίεση, με εξαίρεση το κόκκινο φέσι που είναι υποχρεωτικό, και, αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας και φορέσαμε τα συρτοπάπουτσα που είχαμε φροντίσει να πάρουμε μαζί μας, μας ανέβασε στον πρώτο όροφο όπου βρισκόταν το σελαμλίκ (διαμέρισμα των αντρών), που είναι πάντα ξεχωριστό από το ονταλίκ (διαμέρισμα των γυναικών) στη διαρρύθμιση των τουρκικών σπιτιών, πλούσιων ή φτωχών, μεγάλων ή μικρών.
Βρήκαμε τον τέως πασά μέσα σ’ ένα πολύ απλό δωμάτιο, με μια ξύλινη οροφή βαμμένη γκρίζα και τονισμένη με γαλάζια γύψινα στολίδια, με μοναδικά έπιπλα δυο ερμάρια, μια αχυρόπλεκτη ψάθα Μανίλας και ένα ντιβάνι ντυμένο με τσίτι, στην άκρη του οποίου καθόταν ο οικοδεσπότης, ξεκουκίζοντας κάτω από τα δάχτυλα του ένα κομπολόι από σανταλόξυλο.
Η γωνία του ντιβανιού είναι η τιμητική θέση που ο κύριος του σπιτιού δεν εγκαταλείπει ποτέ, εκτός αν τον επισκεφτεί ένα πρόσωπο που έχει υψηλότερη θέση από τη δική του.
Αυτή η απλότητα δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Το σελαμλίκ είναι, κατά κάποια τρόπο, ένα εξωτερικό διαμέρισμα, ένα είδος εντευκτηρίου, ένας προθάλαμος, ένα όριο που οι ξένοι δεν μπορούν να υπερβούν και που είναι αφιερωμένο στη δημόσια ζωή. Όλη η χλιδή φυλάγεται για το χαρέμι. Εκεί ξετυλίγονται τα χαλιά του Ισπαχάν και της Σμύρνης, στοιβάζονται τα μαξιλάρια από μπροκάρ, απλώνονται τα μαλακά μεταξοσκέπαστα ντιβάνια, λάμπουν τα τραπεζάκια με το ένθετο σεντέφι, καπνίζουν τα δικτυωτά θυμιατά από χρυσό και ασήμι, λαμπυρίζουν οι βενετσιάνικοι καθρέφτες, ανθίζουν τα σπάνια λουλούδια μέσα σε χωνοειδή ανθοδοχεία Κίνας, και κουδουνίζουν ιδιότροπα τα μουσικά εκκρεμή·εκεί ξεχύνονται στις οροφές τα περίπλοκα αραβουργήματα· κρέμονται, σαν σταλακτίτες, τα τζάκια από μάρμαρο του Μαρμαρά, και κελαρύζουν πάνω στις λευκές λεκάνες τους κλωστές αρωματισμένου νερού. Μέσα σ’ αυτό το μυστηριώδες άσυλο εκτυλίσσεται η αληθινή ζωή, η ζωή της ηδονής και των τρυφερών στιγμών, όπου κανένας συγγενής, κανένας φίλος δε διεισδύει.
Ο τέως πασάς του Κουρδιστάν φορούσε το φέσι, τη ρεντιγκότα του Νιζάμ κουμπωμένη δεξιά, κι ένα φαρδύ λευκό παντελόνι από λινάτσα. Το πρόσωπο του, αδύνατο, φίνο, κάπως κουρασμένο, που κατέληγε σε μια γενειάδα στην οποία είχαν γλιστρήσει ήδη κάποιες ασημένιες πινελιές, είχε μια αριστοκρατικότητα, και αν μια αγγλική έκφραση μπορούσε να χαρακτηρίσει έναν Τούρκο, θα έλεγα ότι ο πασάς είχε τον αέρα ενός τέλειου τζέντλεμαν.
Ο φίλος μου του μετέφρασε τις φιλοφρονήσεις μου, κι εκείνος ανταπάντησε με πολύ ευγενικό τρόπο· ύστερα μου ένευσε να καθίσω δίπλα του. Η ευκολία μου να σταυρώνω τα πόδια με τον ανατολίτικο τρόπο, στάση πολύ δύσκολη για τους Γάλλους, του έκανε καλή εντύπωση, φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη του.
Νύχτωνε· τα τελευταία πορτοκαλιά χρώματα του δειλινού έσβησαν στα πέρατα του ουρανού, και η πολυπόθητη κανονιά αντήχησε χαρμόσυνα στον αέρα· η νηστεία είχε διακοπεί, και οι υπηρέτες πρόβαλαν φέρνοντας πίπες, ποτήρια νερό και λιγοστά γλυκά· σκοπός του ελαφρού αυτού γεύματος είναι να επιβεβαιώσει ότι oι πιστοί μπορούν νομίμως να φάνε.
Ύστερα ακούμπησαν δίπλα στο ντιβάνι ένα μεγάλο κίτρινο μπακιρένιο δίσκο στιλβωμένο με φροντίδα και γυαλιστερό σαν χρυσή ασπίδα, πάνω στον οποίο ήταν τοποθετημένα διάφορα εδέσματα μέσα σε πορσελάνινες γαβάθες. Οι δίσκοι αυτοί, που στηρίζονται πάνω σ’ ένα χαμηλό πόδι, χρησιμεύουν στην Τουρκία για τραπέζια και μπορούν να κάτσουν γύρω τους τρεις ή τέσσερις συνδαιτυμόνες. Τα λευκά είδη για το σώμα και για το τραπέζι είναι μια άγνωστη πολυτέλεια στην Ανατολή. Τρώνε χωρίς τραπεζομάντιλο, αλλά σου δίνουν, για να σκουπίζεις τα χέρια σου, μικρά τετράγωνα πετσετάκια από μουσελίνα, χρυσοποίκιλτα, παρόμοια με τις πετσέτες του τσαγιού που συνηθίζονται στις αγγλικού τύπου εσπερίδες μας, πρόνοια που δεν είναι ανώφελη, γιατί το μόνο σερβίτσιο που χρησιμοποιούν στα γεύματα αυτά είναι τα δάχτυλα τους. Ο οικοδεσπότης, ευγενέστατος και πολύ περιποιητικός, ήθελε, διαισθανόμενος την αμηχανία μου, να μου δώσουν, όπως λέει ο Καστίλ Μπλαζ,

Το ασημένιο κουτάλι του φαγητού·

αλλά τον ευχαρίστησα, επιθυμώντας να συμμορφωθώ πλήρως με τους κανόνες της τουρκικής γαστρονομίας.
Αν ήταν εδώ όλοι οι Μπριγιά-Σαβαρέν, οι Κυσί, οι Γκριμό ντε λα Ρενιέρ και οι Καρέμ, θα έβρισκαν την τουρκική μαγειρική τέχνη πολύ βάρβαρη και πατριαρχική. Οι Τούρκοι παντρεύουν υλικά εντελώς ασυνήθιστα και κάνουν συνδυασμούς αλλόκοτους για έναν παριζιάνικο ουρανίσκο, από τους οποίους όμως δε λείπει η εκζήτηση και δε φτιάχνονται στην τύχη. Τα πιάτα, από τα οποία παίρνεις λίγες μπουκιές με τα δάχτυλα, είναι πολυάριθμα και το ένα διαδέχεται γρήγορα το άλλο. Περιέχουν κομμάτια αρνιού, μερίδες κοτόπουλου, ψάρια σε λάδι, αγγούρια ωμά, γεμιστά, που γαρνίρουν το πιάτο με παντοίους τρόπους· κομματάκια κολλώδους λαγόχορτου, παρόμοιου με τις ρίζες της νερομολόχας που εκτιμώνται πολύ για τις στομαχικές τους ιδιότητες· ρυζοκεφτέδες τυλιγμένους μέσα σε αμπελόφυλλα· κολοκυθοπουρέ με ζάχαρη· πίτες με μέλι· όλα ραντισμένα με ροδόνερο, καρυκευμένα με μέντα και αρωματικά χόρτα και γαρνιρισμένα από το μυσταγωγικό πιλάφι, εθνικό έδεσμα σαν το ισπανικό πουτσέρο, σαν το αραβικό κουσκούς, σαν το γερμανικό σουκρούτ, σαν την αγγλική πουτίγκα, που φιγουράρει υποχρεωτικά σε κάθε τραπέζι μες στο παλάτι και μες στην αχυροκαλύβα. Για ποτό, πίναμε νερό, σερμπέτι και βυσσινάδα που αντλούσαν μέσα από μια γαβάθα μ’ ένα κουτάλι από ταρταρούγα με φιλντισένια λαβή.
Όταν τελείωσε το φαγοπότι, πήραν το μπακιρένιο δίσκο και πλύναμε τα χέρια μας, τελετή απαραίτητη όταν μοναδικό σερβίτσιο με το οποίο γευματίζεις είναι τα δέκα σου δάχτυλα· μας σερβίρισαν καφέ, και ο τσιμπουκτσής πρόσφερε σε κάθε συνδαιτυμόνα μια όμορφη πίπα με χοντρό κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μαρκούτσι από ξύλο κερασιάς λείο σαν ατλάζι και με λουλά γεμισμένο με μια όμορφη ξανθιά τούφα μακεδονικού καπνού, που καπνίσαμε μονορούφι, ακουμπισμένο πάνω σε μια στρογγυλή μεταλλική βάση τοποθετημένη καταγής, για να προστατεύεται η ψάθα από τα κάρβουνα και τις στάχτες που θα μπορούσαν να πέσουν από την εστία του.
Η κουβέντα που αρχίσαμε ήταν όσο ζωηρή θα μπορούσε να είναι μια κουβέντα όταν μιλάς μόνο μέσω διερμηνέα. Ο τέως πασάς, που έμοιαζε αρκετά ενήμερος για την ευρωπαϊκή πολιτική, μου έκανε πλήθος ερωτήσεις σχετικά με το πραξικόπημα της δευτέρας Δεκεμβρίου, το οποίο επιδοκίμαζε θερμά, καθώς η αφηρημένη ιδέα της Δημοκρατίας μετά δυσκολίας μπορεί να χωρέσει σ’ ένα κεφάλι σφυρηλατημένο από τον ανατολίτικο δεσποτισμό· με ρώτησε αν ο πρόεδρος (η αυτοκρατορία δεν είχε κηρυχθεί ακόμα) διέθετε πολλά κανόνια και αν διοικούσε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, τι στολή φορούσε, αν ήταν καλός στην ιππασία και αν επρόκειτο να κάνει πόλεμο σαν το θείο του τον Μπουναμπέρντι, αν τον γνώριζα, αν του είχα μιλήσει, και άλλες ερωτήσεις τέτοιου τύπου, στις οποίες έδωσα όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικές απαντήσεις. Ο αδερφός του τέως πασά, καθισμένος πλάι του, που γνώριζε λίγες λέξεις στα γαλλικά, έμοιαζε να παρακολουθεί τη συζήτηση μ’ ενδιαφέρον.
Οι υπηρέτες πήραν τις πίπες· ο τέως πασάς σηκώθηκε για να πάει να προσευχηθεί στην άκρη ενός χαλιού, σ’ ένα διπλανό δωμάτιο, και ξαναγύρισε ύστερα από λίγα λεπτά, ήρεμος και σοβαρός, αφού είχε εκτελέσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα σαν καλός μουσουλμάνος· ανταλλάξαμε ακόμα λίγες φράσεις και, όταν τον αποχαιρέτησα, ο οικοδεσπότης μού είπε ότι μπορούσα να ξαναπάω οπότε μου έκανε ευχαρίστηση και ότι θα ήμουν πάντα ευπρόσδεκτος, πράγμα που, στο στόμα ενός Τούρκου, δεν είναι μια τυπική φράση.

Θεόφιλος Γκωτιέ, Κωνσταντινούπολη, μτφ. Έρση Μπομπολέση, Καστανιώτης, 1998, σ. 187-190.