Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Με τις τελευταίες χιονιές, όπως μας μεταδίδουν τα τηλεγραφήματα από την Πόλη, κινδυνεύει να καταστραφεί το περίφημο «Μπεζεστένι», το κέντρον αυτό του Τσαρσιού που συγκέντρωνε ως τώρα τα ζωηρότερα επιτόπια χρώματα, και που χάνεται και σβήνει πλέον για πάντα. Είναι δε το Τσαρσί η ονομαστή από την επαύριον της Αλώσεως Μεγάλη Αγορά, που την έχτισαν οι Σουλτάνοι μέσα στην καρδιά της Σταμπούλ, για να την αναδείξουν ένα μνημειώδες κέντρον όλου του εμπορίου της Ασιατικής Ανατολής.
Το Τσαρσί είναι μια ολόκληρη πόλις εν πόλει. Χτισμένη στα 1461 από τον Μωάμεθ τον Κατακτητή, καταστράφηκε από τους μεγάλους σεισμούς και ξαναχτίσθηκε στον 18ον αιώνα με περισσότερη ακόμη πολυτέλεια. Είναι μια πόλις κλεισμένη ολόγυρα με πελώριες και μνημειώδεις σιδερόπορτες, σκεπασμένη απ’ άκρη ως άκρη με ημισφαιρικούς θόλους, που τους υποβαστάζουν πελώριες κολόνες. Έχει τούς δρόμους της, τα σταυροδρόμια της, τις μικρές της πλατείες, τα στενόμακρα σοκάκια της που περιπλέκονται σε αξεδιάλυτους μαιάνδρους. Έχει ακόμη κάτι στοές μεσαιωνικές, ολοσκότεινες, μουχλιασμένες απ’ τη μούχλα πέντε ολόκληρων αιώνων. Όταν περνάς ψηλαφητά κάτω απ’ τους μολυβένιους τρούλους τους, το μάτι όσο κι αν είναι εξοικειωμένο με το ημίφως της άλλης κλειστής Αγοράς, δυσκολεύεται να ξεχωρίσει τους αγαθούς Τούρκους που κάθονται σταυροπόδι απάνω στα «τεζιάχια» τους σε στάση ακίνητη, μοιρολατρική, και ξετυλίγουν το ατέλειωτο κομπολόγι τους με τα κεχριμπαρένια δάχτυλά τους, περιμένοντας τί άραγε; τίποτ’ άλλο από το αιώνιο ξετύλιγμα του ίδιου φαύλου κύκλου. Οι φασματώδεις αυτοί πωληταί κάθονται απάνω σε πολύτιμα χαλιά. Και περιβάλλονται με όλη την εξωτικήν άνθηση των χαλιών του Σιράζ και της Μπουχάρας. Είναι οι έμποροι χαλιών που κατοικοεδρεύουν στο καθαυτό «Μπεζεστένι». Αντίθετα με τους άλλους εμπόρους του Τσαρσιού -Εβραίους, Αρμένηδες, Λεβαντίνους, Ρωμιούς- που σου παίρνουν το κεφάλι με τις προκλητικές φωνές τους, πολεμώντας να τσακώσουν τον αγοραστή στ’ αγκίστρι της ανατολίτικης πονηριάς τους, οι τούρκοι έμποροι είναι λιγόλογοι, περήφανοι, θυμόσοφοι και απολύτως αντικειμενικοί στην κάθε πράξη τους. Το βλέμμα τους μένει ανεξερεύνητο μέσα στα σκοτάδια που τους περιβάλλουν. Και όταν ανάψει έξαφνα το ηλεκτρικό, που πληγώνει απότομα με το φως του αυτή την αλλοτινών καιρών σκηνογραφία, -είναι λίγα χρόνια που το ηλεκτρικό εισέδυσε μέσα στ’ άδυτα αυτά του Τσαρσιού-, ο αγαθός Τούρκος με το σαρίκι του, με τον τζουμπέ του, και τα τερλίκια του φαίνεται σαν ένας ζωντανός αναχρονισμός. Μα και το Τσαρσί ολόκληρο σε λίγον καιρό θα είναι ένας αναχρονισμός. Και τώρα κάνει την εντύπωσιν ενός οργανισμού κουρασμένου, μαραμένου, που σέρνει μελαγχολικά τα τελευταία απομεινάρια μιας ζωής που εκλείπει.
Μέσα στον λαβύρινθον αυτόν των στοών και των θόλων είναι πολύ δύσκολο να προσανατολισθεί ο επισκέπτης. Και πρώτα-πρώτα διερωτάται: γιατί αυτοί οι ογκόλιθοι των τοίχων, που χωρίζουν τους δρόμους της εμπορικής αυτής πολιτείας, γιατί αυτοί οι βαρύτατοι θόλοι που τους σκεπάζουν; Για να προφυλάττουν άραγε τους συναλλασσομένους απ’ τη φλογερή ζέστη του καλοκαιριού, απ’ τις βροχές και τα χιόνια του χειμώνα; ‘Η για να τους απομονώνουν μέσα στα δεσμωτήρια της δαπάνης και του κέρδους της συναλλαγής; Στην κάθε σιδερένια πύλη του Τσαρσιού βλέπει κανείς ως τώρα να παραφυλάγουν φρουροί σαν δεσμοφύλακες. Ίσως για την ασφάλεια των θησαυρών που ήταν άλλοτε συσσωρευμένοι εκεί μέσα. Τα «τζοβαερικά» του Τσαρσιού μπριλάντια, σμαράγδια, περουζέδες, ρουμπίνια, όλα δεμένα με άπεφθο χρυσάφι, μονόλιθοι, πλάκες, «καμποσόν» δάκρυα ρουμπινιών που στάζουν με μίαν ασύγκριτη φλογερήν ανταύγεια επάνω στην κρινόλευκην επιδερμίδα, ήσαν πάντα περιζήτητα από τις γυναίκες των χαρεμιών και όλες τις ωραίες της Πόλης. Και σήμερα ακόμη στις μικρές προθήκες αυτών των περίφημων «τζοβαερτζίδηκων» που πιάνουν έναν ολόκληρο δρόμο του Τσαρσιού, μπορείς να θαυμάσεις απίθανα πλέον για την εποχή μας κοσμήματα. Λίγο παρακάτω θαυμάζεις γνήσια αντικείμενα κάθε λογής, που εμπειροτέχναι «αντικαίρ» παρουσιάζουν περίτεχνα τοποθετημένα και φωτισμένα με το λιγοστό φως που πέφτει απ’ τους σιδερόφραχτους φεγγίτες των θόλων. Πολύτιμες φαγιάνς, υφάσματα της Δαμασκού, παλιά κεντήματα από αληθινό χρυσάφι, βάζα, πορσελάνες, δαμασκηνά σπαθιά, μικρά έπιπλα από ελεφαντόδοντο και σιντέφι, γιαταγάνια με διαμαντένιες θήκες, μπρούντζινα μαγκάλια, παλαιικά βιολιά χρυσωμένα απ’ τούς καιρούς μέσα σε γλυπτές θήκες, βαρύτιμους σιτζαντέδες και μαξιλάρια, πιάτα και κουτιά περσικής τέχνης ασύγκριτης, σάλια της Ανατολής, λαχούρια πολύτιμα - ένα μπρικ α μπρακ κλασικού ανατολίτικου παλιατζίδικου, που εμβάλλει σε ακατανίκητους πειρασμούς τον κάθε συλλέκτη.
Γύρω απ’ τα γνήσια αυτά αντικείμενα τέχνης ένας κόσμος νόθος και περίεργος συνωθείται, παζαρεύει, φωνάζει, συζητεί σ’ όλων των ειδών τα γλωσσικά ιδιώματα. Αληθινή Βαβέλ γλωσσών και τύπων μέσα στην οποίαν οι Εβραιοϊσπανοί και οι Ρώσοι που κατέκλυσαν την Πόλη μετά το 1918 διεκδικούν τα πρωτεία. Σιγά σιγά η καλλιτεχνική αύτη συνοικία της πόλεως του Τσαρσιού εκφυλίζεται και ξεπέφτει στην κοινότατη «pacotille». Σε τόσο βαθμό ώστε να λυπάσαι το γραφικό και υποβλητικότατο περιβάλλον που μετέφερε τόσην ώρα τη φαντασία στα βάθη της Ασίας, -τ’ ανώμαλα λιθόστρωτα, τους ελιγμούς των δαιδάλων, τους βαρύτατους θόλους που δεσμεύουν το φως και στάζουν τις σκιές, το λεπτό στρώμα της σκόνης που εξευγενίζει σαν ένα βελουδένιο χνούδι του περάσματος των φτερών του Χρόνου το κάθε τι εδώ μέσα.
Μα εκεί πού πλανάσαι άσκοπα χωρίς να ξέρεις ούτε πώς βρέθηκες, ούτε πού πας, ούτε τι ζητάς μέσα στους ατελείωτους αυτούς δαιδάλους, ένα κύμα ανθρώπων που συνωθούνται βιαστικά και βίαια σε φέρνει αθέλητα στην πλατεία της Δημοπρασίας. Στο επίκαιρο πάντα αυτό κέντρον, ο Εβραϊσμός οργιάζει με τα όλα του τα επακόλουθα, διάτορες φωνές, αντεγκλήσεις, παροτρύνσεις, καυγάδες, εκλιπαρήσεις, που ταράζουν την ωραία γαλήνη του ανατολικού περιβάλλοντος. Η παραμονή στο οικτρόν αυτό από πάσης απόψεως περιβάλλον είναι αφόρητη. Με κόπο μεγάλο κατορθώνει κανείς να ελευθερωθεί και να ζητήσει ανακούφιση πάλι στην άσκοπη περιπλάνηση σε άλλα ερημικά δρομάκια του Τσαρσιού. Εμπρός στις ανοιχτές πόρτες μικρών και κατασκότεινων μαγαζιών, μερικές ήμερες χανούμισσες πουλούν παλιά γουναρικά, λείψανα κι αυτά μεγάλων καιρών, όταν οι άρχοντες και οι αρχόντισσες της Πόλης έβγαιναν στους δρόμους τυλιγμένοι μέσα σε μακρόσυρτους μανδύας φοδραρισμένους από μέσα όλο με βαρύτιμες σαμουρόγουνες.

Σοφία Κ. Σπανούδη, Γράμματα από την πόλη, Αλέξιος Σαββάκης (επιμ.), Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2008, σ. 241-245.