Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τρελαίνομαι για τα ονόματα που έχουν οι γειτονιές της Κωνσταντινούπολης. Μερικά από αυτά είναι τόσο υπέροχα. Και ψέμα να είναι, αλλά και λάθος, αυτά τα ονόματα των συνοικιών πολλές φορές εξάπτουν τη φαντασία του ανθρώπου. Αισθανόμαστε μια αναστάτωση από τις αναμνήσεις που αναβιώνουν μέσα μας και που έρχονται από απροσδιόριστη κατεύθυνση. Στο σκοτάδι του μυαλού μας αρχίζει να ξετυλίγεται μια ταινία.
Το μαγγανοπήγαδο που ποτίζει τα μποστάνια στην περιοχή του Ντολάπντερε[1], το βλέπουμε πριν ακόμη κλείσουμε τα μάτια μας: Τα πηγάδια των μποστανιών στη σειρά, τεράστιοι κουβάδες, ένα άλογο με καλυμμένα τα μάτια του με μαντίλι που κάνει χρόνια τώρα την ίδια δουλειά, ένα τρίξιμο, το νερό που χύνεται αδιάκοπα από τις τρύπες των κουβάδων, ο κρότος των αλυσίδων, οι μύες του αλόγου στο μαγγανοπήγαδο, οι ξύλινοι υδροσωλήνες που διοχετεύουν το νερό στα αυλάκια και το παιχνίδισμα που επιτελείται με το φως και τον ήλιο, το σταμάτημα του αλόγου, το απότομο ξεκίνημά του, η φωνή του μπαξεβάνη που φωνάζει «Χοοοο!» στο ζώο, τα κατακόκκινα τακούνια μιας αρβανίτισσας κοπέλας στα γυμνά της πόδια, ένας πενηντάρης μπαξεβάνης που αναφλέγεται με καπνό και οργή, με τους σπόρους του αγγουριού στα στριφτά κόκκινα μουστάκια, με τους καπνούς από το τσιγάρο, ένα αδιάντροπο θηλυκό σκυλί με την ουρά στον αέρα και γυρισμένη με τρόπο εχθρικό, με τις τρίχες του τεντωμένες στην πλάτη, με το στόμα και τη μύτη να είναι κατάμαυρα, μουσκεμένο και με μια γλώσσα που έχει ένα χρώμα ροδαλό, ένα κόκκινο ξεφτισμένο της παλιάς εποχής…
Μπορείτε να επισκεφθείτε αυτές τις συνοικίες επιλέγοντας οποιοδήποτε σοκάκι. Εγώ επέλεξα το πιο ποιητικό σοκάκι. Κατέβηκα από την περιοχή του Ελμάνταγ[2].
Η περιοχή του Ελμάνταγ, έχει μια μικρή ανηφόρα, όπου είναι διαταγμένα τα σπίτια με έναν υπέροχο τρόπο και στις δυο πλευρές του δρόμου. Κατεβαίνετε την κατηφόρα δίχως να συναντήσετε ούτε μήλα ούτε και βουνό και εισέρχεστε σε έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο που χάλασε εδώ και κάποια χρόνια. Η συνοικία ξαφνικά μεταμορφώνεται σε φτωχή. Βλέπετε παράγκες φτιαγμένες με ξύλα, πέτρες, λαμαρίνες, παράγκες από χαρτόνι. Βλέπετε επίσης γυμνά, ολόγυμνα παιδάκια. Βλέπετε, ακόμα, καφενεία γυμνά, ολόγυμνα, δίχως καθρέφτες, δίχως ψάθες, δίχως καρέκλες. Βλέπετε, τέλος, την πλατεία της γειτονιάς με τους κατοίκους της και καταλαβαίνετε αμέσως από την προφορά τους ποιοι είναι. Ένας από αυτούς:
— Αδελφέ, λέει, βρε η κόρη σου δεν πηγαίνει στη φάμπρικα;
— Βρε Ρουστέμ, η δική σου η μελαχρινή κόρη, πάλι απολύθηκε από τη δουλειά της; Πουλάει τώρα ψησταριές και μασιές.
Ο μαχαλάς είναι σαν ένας τόπος συνάθροισης στις γιορτές. Ακούγονται ήχοι από τουμπελέκια, από ζουρνάδες και από βιολιά. Κυκλοφορούν γέροι με μαύρο μουστάκι και σαλβάρια. Η καρδούλα σας τρεμοπαίζει σαν δείτε κάποια κορίτσια, αλλά η μύτη σας που δεν είναι συνηθισμένη δεν μπορεί να αντέξει τη βαριά μυρωδιά. Από τη βροχή που έπεσε την προηγούμενη μέρα, στη λάσπη παραμένουν οι πατημασιές των πετάλων από τον περασμένο χειμώνα, μα τι λέω από τον περασμένο, μάλλον από τον προπερασμένο, ή καλύτερα από τότε που ο Μωάμεθ ο κατακτητής εισήλθε στην Κωνσταντινούπολη. Στο κάτω μέρος των τοίχων αναδύεται μια οξεία μυρωδιά από αμμωνία που προκαλεί πόνο στα μάτια… Πιο πέρα, λειτουργεί ένα εργοστάσιο δημιουργώντας έντονο θόρυβο. Οι περισσότεροι νέοι του μαχαλά εργάζονται σε αυτό το εργοστάσιο το οποίο παράγει ύφασμα με αποτυπωμένα σχέδια. Το εργοστάσιο το έχουν ζώσει αυτά τα μίζερα σπίτια, και το έχουν μετατρέψει σε σοκάκια δίχως καλντερίμια, σε χώρο δυσωδίας από βαμμένα δέρματα, αμμωνία και από περιττώματα αυτών των ανθρώπων της φάμπρικας. Να, λοιπόν, εδώ είναι η περιοχή του Ντολάπντερε Όταν ξαναβγείτε στην άσφαλτο κατηφορίζετε ευθεία προς την περιοχή του Γιενίσεχιρ. Δεξιά σας η τεράστια Εκκλησία της Ευαγγελίστριας υψώνεται σαν ένας πύργος φεουδάρχη. Αν, μάλιστα, έχει πέσει το σούρουπο κι αρχίζει να βραδιάζει, και γιορτάζει κάποιος άγιος, με τα κεριά και τους πολυελαίους της η Εκκλησία της Ευαγγελίστριας φεγγοβολά μέσα στη νύχτα. Μέσα στην εκκλησία σαν να χορεύουν πόλκα οι πριγκίπισσες και οι κοντέσες με τα ντεκολτέ φορέματα τους με τους δούκες και τους πρίγκιπες με λευκές και πουδραρισμένες περούκες.
Στα εκατοντάδες, χιλιάδες μαγαζιά του Μπέηογλου, στα ραφτάδικα, στα μπαρμπέρικα, στα κέντρα διασκέδασης, στα ιματιοφυλάκια, στα ζαχαροπλαστεία, στα μπαρ, στις μοδίστρες, στα γουναράδικα, και στα σινεμά, εργάζονται με ευτελή αντιμισθία κορίτσια χριστιανών που γεννήθηκαν σε αυτή τη γειτονιά. Από αυτόν τον μαχαλά προέρχονται οι κτίστες, οι μάστορες του μπαντανά, οι καλφάδες των χρυσοχόων, οι τορναδόροι, οι πωλητές κουμπιών, οι μαραγκοί, οι ξυλουργοί, οι μάστορες κλειδαράδες με τους καλφάδες και τους μαθητευόμενους τεχνίτες.
Σε αυτή τη συνοικία είναι δυνατό να συναντήσει κανείς μετανιωμένους λωποδύτες, ναρκομανείς που μόλις πήραν εξιτήριο από το πρόσφατα κατασκευασμένο νοσοκομείο, μάντισσες, παλιούς τουλουμπατζήδες, σικ νέοι ντυμένοι με τη δυτική κομψότητα, μαχαιροβγάλτες, όμορφους νέους αλήτες, κλέφτες πορτοφολάδες, εκβιαστές, ζιγκολό, μητέρες μαστροπούς, άντρες που προωθούν τις γυναίκες τους στην πορνεία… Ακόμα, αισθάνεται κανείς την τσίκνα της μπριζόλας, την πείνα, τη μυρωδιά του ρακιού, τον έρωτα, την σαρκική ηδονή, την καλοσύνη, την κακία, αλλά και την περιγραφή κάθε αφηρημένης έννοιας.
Σαν πέσει το βραδάκι, σε κάθε σοκάκι ακούγονται σφυρίγματα οικεία μεταξύ των ανθρώπων. Στις σκοτεινές γωνιές ερωτικοί ψίθυροι στα ρωμαίικα…
Όταν αρχίσουν τα πρωτοβρόχια οι χείμαρροι πρώτα απ’ όλα αυτή την περιοχή πλημμυρίζουν. Τις νύχτες του καλοκαιριού, ενώ στις άλλες συνοικίες πλακώνει η δροσερή αύρα, σε αυτή την περιοχή δεν κουνιέται ούτε φύλλο. Οι καφενέδες και οι ταβέρνες της περιοχής Γιενίσεχιρ είναι μεγάλοι και όμορφοι. Η αγορά είναι πλημμυρισμένη με φως και μυρωδιές από κοκορέτσι, από μύδια τηγανιτά, από στρείδια, από χτένια, κόκκινα ραπανάκια, από μαϊντανό, από τηγανιτά συκώτια, από κρασί, από ψάρι στη σχάρα, και από ρακί. Τέλος, εδώ μπορείτε να συναντήσετε πενηντάρηδες παράξενους νέους με μαλλιά κολλημένα στο μέτωπο, με παπούτσια λίγο ψηλά και μυτερά, με παντελόνι καμπάνα 59 και κόκκινο ντύσιμο, που λες και κυκλοφορούσαν στη συνοικία με μόνο προορισμό τις φυλακές.

[1] Είναι περιοχή της Κωνσταντινούπολης αλλά σημαίνει και μαγγανοπήγαδο.

[2] Σημαίνει «βουνό με μηλιές».

Sait Faik Abasiyanik, «Ντολάπντερε», στο Ανθολογία της νέας τουρκικής λογοτεχνίας. Διήγημα, Αριστοτέλης Μητράρας (ανθ. – μτφ.), Εκδόσεις Παπαζήση, Θεσσαλονίκη, 2014, σ. 227-230.