Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Γαλατάς και το Πέραν δεν χωρίζονταν από την Παλιά Πόλη μόνο γεωγραφικά, αλλά είχαν ζωή διαμετρικά αντίθετη από αυτή των Μουσουλμάνων. Ενώ οι τελευταίοι ζούσαν στους αργούς ρυθμούς που δεν είχαν αλλάξει για αιώνες, με ευνούχους, χαρέμια και το ισλαμικό ιερατείο να ανθίσταται σε κάθε καινοτομία, οι δύο «ευρωπαϊκές» συνοικίες ζούσαν με το τηλέφωνο, τον τηλέγραφο, τα καφενεία, τις μπιραρίες, τα πολυκαταστήματα, τα πολύγλωσσα βιβλιοπωλεία και τα νέα ήθη, ενίοτε σοκαριστικά, που έρχονταν από τον βορρά. Στα καφέ του Πέραν μπορούσες να βρεις εφημερίδες και περιοδικά που εκδίδονταν στην Ευρώπη. Οι πρώτες «κινούμενες εικόνες» προβλήθηκα στην μπιραρία Sponeck το 1897, και στο Πέραν γρήγορα συγκεντρώθηκαν οι κινηματογράφοι της Κωνσταντινούπολης.
«Το Πέραν είναι το West End της ευρωπαϊκής παροικίας, όπου μπορεί κανείς να βρει τις χαρές και τις ανέσεις της ζωής» έγραψε ο D’ Amicis. Μέσα στο κλίμα της dolce vita, που σημάδεψε την Μπελ Επόκ, το Πέρα έγινε the place to be. Τα νέα appartements «παρισινής κομψότητος» στέγασαν ένα νέο κοινωνικό φαινόμενο: για πρώτη φορά συγκατοικούσαν στο ίδιο κτίριο άτομα από διαφορετικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες. Οι μεγαλοαστικές οικογένειες των μη μουσουλμανικών κοινοτήτων, αλλά και πολλές της τουρκικής αριστοκρατίας, σύχναζαν στις ίδιες λέσχες, στα ίδια σαλόνια, στα ίδια θέατρα και εστιατόρια. Δόθηκε έτσι τέλος στην οθωμανική παράδοση που ήθελε τα διαφορετικά millet να ζουν το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς ιδιαίτερη κοινωνική συναναστροφή πέραν του χώρου εργασίας, εξ ορισμού βασίλειο των ανδρών. Το χαρακτηριστικό μοντέλο της οθωμανικής πόλης, όπου το κάθε millet κατοικούσε σε χωριστή περιοχή, καταρρίφθηκε έτσι στα νέα πολυώροφα μέγαρα του Πέραν. Ο αστικός βίος εκκοσμικεύθηκε, γλιτώνοντας από το άγρυπνο μάτι των εκκλησιών, και μία «υπερηφάνως κοσμοπολιτίζουσα» αστική τάξη γεννήθηκε.

«Αισθάνεται [τις] ιδιαιτέραν ευχαρίστησιν περιπατών επί των πεζοδρομίων του Πέραν, τα οποία, αν και δεν έχουν πλάτος πλέον των δύο μέτρων, είναι ο καθημερινός περίπατος απείρου κόσμου, διεθνούς και περιέργου, εν τω μέσω ευρωπαϊκής ζωής, ενθυμιζούσης εναλλάξ τους Παρισίους, την Ιταλίαν, την Αλεξάνδρειαν, τας Αθήνας. […] Εις το Πέραν, όπου επικρατεί το ελληνικόν στοιχείον, είναι συγκεντρωμέναι αι περισσότεραι πρεσβείαι, η Ιταλική, η Γαλλική, η Αγγλική, δεσπόζουσα του Κερατίου, η Ρωσική, άλλον αληθινόν φρούριον, κυριαρχούσα του Βοσπόρου […] Εδώ ευρίσκονται τα πλούσια και μεγάλα εμπορικά καταστήματα, αι λέσχαι, τα κοσμοβριθή καφενεία, τα εστιατόρια, τα λαμπρά ξενοδοχεία και θέατρα. Υπάρχει πάντοτε σχεδόν ένας θίασος ελληνικός και ένας ξένος, γαλλικός συνήθως ή ιταλικός, πολλά καφωδεία και καφενεία μετά μουσικής, café chantants και café dansants, εκτάκτως δε κίνησις κατά το εσπέρας ανά τους δύο κυρίους δρόμους, της Μεγάλης Λεωφόρου και των Μνηματακίων, και στα παρακείμενα στενά και τις διόδους, τις γνωστές ως passages και impasses. Ως προς τις brasseries, τα ποικίλα ζυθοποιία και τα ποικίλα οινοπνευματοπωλεία, το Πέραν αφήνει πολύ οπίσω τας Αθήνας. Πολλάκις εις καμμίαν στοάν νομίζετε ότι είσθε στο Μόναχον ή το Βέλγιον, ενώ εις τα μεγάλα και λαμπρά καφενεία του Μεγάλου Δρόμου επανευρίσκετε εν μέρει τον Παρισινόν βίον με Παρισινάς τινάς συλφίδας και τα διεθνή γύναια των καφωδείων»[1].

Η λέξη κοσμοπολιτισμός και τα παράγωγά της συνοψίζουν την εμπειρία του αστικού βίου του Πέραν. Η Μεγάλη Οδός και όλες οι κεντρικές αρτηρίες του Έκτου Διαμερίσματος ήταν γεμάτες ταμπέλες στα ελληνικά, γαλλικά, αρμενικά, ρωσικά, οθωμανικά και ιουδαιοϊσπανικά. Ο Bertrand Bareilles περιγράφει μια τυπική σκηνή του Πέραν. «Δύο Λεβαντίνοι κάθονται σε μία μπιραρία που ονομάζεται “Η Αυθεντική Μακεδονία” και ανήκει σ΄ έναν Έλληνα από το Καρπενήσι, ο οποίος ωστόσο σερβίρει μπύρα Pilsen εισαγόμενη από το Μόναχο. Αρχίζουν το γεύμα τους με τρεις ελιές και ένα ποτήρι ρακί και συνεχίζουν με ρωσικό χαβιάρι και αγγλικό steak». Η Μαρία Ιορδανίδου θυμάται τον Δημοτικό Κήπο στο Ταξίμι, «όπου με πήγαιναν μικρή για τον καθημερινό περίπατό μου. Και δίπλα στον κήπο ήταν η Bella Vista. Εκεί πηγαίναμε τα απογεύματα με τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου να φάμε γερμανικό ψωμάκι, σαλάμι ουγγαρέζικο, γραβιέρα ελβετικιά, τσίρους φρεσκοψημένους στην χόβολη και να πιούμε μπίρα Μπαβαρέζικη. Από κει φαίνουνταν ο Βόσπορος. Εκεί πηγαίναμε όταν σκοτείνιαζε να σεργιανίσουμε τον ντονανμά[2], τη φωταψία —την Ενετική γιορτή που οργάνωνε ο Σουλτάν Χαμίτ για να τιμήσει τον ερχομό του Κάιζερ στην Πόλη. Και γέμιζε τότε ο Βόσπορος από καΐκια στολισμένα με χρωματιστά φαναράκια, που άλλα παριστάνανε κύκνους και άλλα καλάθια με λουλούδια».
Οι Έλληνες του Πέραν θυμούνται τις γαλλικές ταινίες, τις ιταλικές οπερέτες και τους χορούς —ιδίως τους «μπάλους» των πρεσβειών και των λεσχών— όπου παίζονταν όλοι οι ευρωπαϊκοί ρυθμοί και όπου συναγελάζονταν όλες οι εθνότητες. Η ανατροφή σε τέτοιο κοσμοπολίτικο περιβάλλον σφράγιζε την κουλτούρα τους σε τέτοιον βαθμό, ώστε να αισθάνονται ανώτεροι και έτη φωτός μπροστά από τους ομογενείς τους που ζούσαν σε άλλες γειτονιές της Πόλης. Οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι της καλής κοινωνίας αρέσκονταν να μιμούνται τους τρόπους των «Φράγκων» που εργάζονταν στις πρεσβείες και στα προξενεία, και πολλοί Έλληνες συγγραφείς της εποχής τούς κατηγορούν πως «λεβαντινίζουν». Αλλά, πράγματι, οι Περότες υπήκοοι του Σουλτάνου, παρά τα φέσια που υποχρεούνταν να φορούν όπως όλοι οι Οθωμανοί υπήκοοι, «θεωρούν εαυτούς τόσο Φράγκους σαν να είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στις όχθες του Σηκουάνα και του Τάμεση. Και αν τυχόν διακωμωδήσεις αυτή την ομολογουμένως πρωτότυπη θεώρηση, θα τους προσβάλεις βαθύτατα».
Αλλά δεν ήταν μόνο η ελληνική πλειοψηφία και οι μεγάλες κοινότητες των Αρμενίων, Λεβαντίνων και Εβραίων αστών που χαίρονταν τις ανέσεις και τις μικρές χαρές της αστικής ζωής. Οι ίδιοι οι Μουσουλμάνοι —των ανωτέρων φυσικά τάξεων— άρχισαν δειλά δειλά να γεύονται τους απαγορευμένους καρπούς και να ζητούν και να εύχονται επίμονα να μιμηθούν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Έτσι, ο Μαχμούτ Β΄ (1808-1839), ο μεταρρυθμιστής Σουλτάνος με τη Γαλλίδα μητέρα, ερχόταν τακτικά στο Πέραν για να παρακολουθήσει συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και όπερα. Αργότερα, οι Σουλτάνοι προσέρχονταν μασκαρεμένοι στους αποκριάτικους χορούς των πρεσβειών. Και μεταξύ των χαμηλότερων τάξεων συνέχιζε η παράδοση, από τον μεσαίωνα και τη Magnifica Comunità, να προσέρχονται στα καπηλειά, διακριτικά, για να πιουν και να τρυπώσουν στους οίκους ανοχής, και αργότερα στα κέντρα διασκεδάσεως. Όλες αυτές, βέβαια, ήταν ελευθερίες που απολάμβαναν μόνο οι άνδρες Μουσουλμάνοι, καθώς οι γυναίκες είχαν εξαιρετικά περιορισμένη κινητικότητα και μόνο στο πλευρό του πατέρα ή του συζύγου μπορούσαν να χωθούν ανάμεσα στις συντροφιές των Χριστιανών και των Εβραίων του Πέραν.

[1] Γεώργιος Σ. Φραγκούδης, Κωνσταντινούπολις, Αθήνα, 1899.

[2] Donanma στα τούρκικα σημαίνει στόλος.

Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, Πατάκης, 2011, σ. 350-353.