Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στο Πέρα το κοσμοπολίτικο απεφάσισα να περπατήσω. Εκθαμβωτικό μέρος, από τον καιρό που το αντίκρισα με τα παιδικά μου μάτια· όταν με κατέβασε εδώ ο πατέρας μου πρώτη φορά, θα ήμουνα ίσα με οκτώ χρονών κοριτσάκι. Γευματίσαμε οι δυο μας στο «Ζυθοπωλείο Londres» του Καραγιαννόπουλου. Ήταν μεγαλοπρεπέστατο ρέστοραν, ένα από τα κοσμήματα του Πέρα. Με ειδική άδεια για σερβίρισμα αλκοολούχων ποτών. Στους πελάτες προσέφεραν τουρκικές, ελληνικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες. Έχω κρατήσει τον λογαριασμό, ο πατέρας μου είχε πληρώσει για το γεύμα μας τριάντα γρόσια. Δεκαέξι γρόσια, από οχτώ, για το φαγητό του καθενός μας, τέσσερα για την μπίρα και τα υπόλοιπα για το φιλοδώρημα. Ήταν γνωστός χουβαρντάς στην Πόλη ο μπαμπάς, άφηνε γενναίο χαρτζιλίκι στα γκαρσονάκια.
Εδώ στο Πέρα, μπορούσες και μπορείς να εύρεις ό,τι ζητάει η ψυχή σου σε κάθε είδους προϊόντα και από κάθε χώρα. Βεβαίως ο καθείς έχει τις αρέσκειές του και τις συνήθειές του. Προσωπικώς προτιμώ να είμαι πελάτης στα καταστήματα που με γνωρίζουν χρόνια, με περιποιούνται, με κάνουνε και σκόντο. Τα είδη ρουχισμού τα προμηθευόμουν απ’ τον Μεγάλο Δρόμο. Παλαιότερα οι πιο πολλοί Ίσιο Δρόμο τον λέγανε. Τώρα επικράτησε το Ιστικλάλ τζαντεσί, λεωφόρος Ανεξαρτησίας.
Τα πάντα ψώνιζα εκτός από υποδήματα. Και ποια η ανάγκη μου να ψωνίζω παπούτσια, γόβες, γαλότσες απ’ το Πέρα; Στα Ταταύλα μετρούσαμε εξήντα εργαστήρια υποδηματοποιίας πρώτης κλάσεως. Σε όλη την Πόλη ήταν φημισμένο το χωριό μας για την καλλιτεχνική κατασκευή υποδημάτων τελευταίας μόδας και μοντέλων πολυτελείας. Έρχονταν απ’ το Μέγα Ρεύμα, απ’ το Κοντοσκάλι, από παντού, και παράγγελναν παπούτσια ή αγόραζαν έτοιμα, στου Διαμαντάκη, στου Τομάζου, στου Αραμπατζόγλου.
Στο Πέρα, υφάσματα αγόραζα πάντοτε από τον Νικολίδη, δίπλα στη Σάντα Μαρία των Καθολικών. Καπέλα ψώνιζα από τον Λαζαρέτο, στην οδό του Πέρα, αριθμός 329. Ενίοτε και από το πιλοπωλείο του Κολλάρου, πάλι στην οδό του Πέρα, στο νούμερο 170. Στον Γαλατά, στην οδό Τροχιοδρόμου 13, πλάι στο χάνι της Δημαρχίας, υπήρχε το αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο των αδελφών Δεπάστα, πλήρως ενημερωμένο σχετικώς με την ελληνική βιβλιογραφία. Μεσημεράκι, εφόσον τύχαινε να αργοπορήσω κι αν δεν είχα ετοιμάσει φαγητό, θα τσιμπούσα κάτι στο ξενοδοχείο «Ο Παράδεισος», το οποίο σέρβιρε μόνο μεσημβρινό γεύμα στην περιποιημένη σάλο του. Πλάι στο Σουλτάν χαμάμ του Γαλατά βρισκόταν αυτό.

Θα κατεβώ λοιπόν σήμερα στο Μπαλούκ παζάρι και ό,τι ψωνίσω, θα περάσει απ’ τα μαγαζιά και θα τα μαζέψει όλα ο βοηθός μου ο Γκιουρμπούζ και θα τα μεταφέρει στο σπίτι.
[…]
Μπερεκετλίδικη αγορά το Μπαλούκ παζάρ. Ευφραίνεται το μάτι απ’ τα καλούδια του Θεού. Και δεν στέκομαι στις ποικιλίες των ζαρζαβατικών, των φρούτων, των κρεάτων και των τυριών. Αν πιάσουμε κουβέντα γι’ αυτά, θα χρειαστούμε ώρες. Τα τυριά και τα κασεροειδή, αν καθίσεις να τα καταγράψεις και να απαριθμήσεις, με τις ποικιλίες και τα τερτίπια τους, αμφιβάλλω αν θα ολοκληρώσεις ποτέ την έρευνά σου. Γιατί, κάθε περιοχή, πόλη, κασαμπάς[1], χωριό, της Ανατολίας και της ευρωπαϊκής Θράκης, που εδώ τη λέμε Ρούμελη, χώρα των Ρωμιών δηλαδή, έχει την ιδιαιτερότητά του στον τρόπο ζύμωσης και παρασκευής των γαλακτοκομικών. Τουλουμοτύρια κάθε λογής, κασκαβάλια[2] και τυροειδή σε πλεξούδες, πικάντικα λευκά και σκούρα τυριά του Ντιγιάρ Μπακίρ, ζυμωμένα με μπαχαρικά κάθε λογής, με μυρωδικά, με χόρτα, παραδοσιακά κασέρια θρακιώτικα, και τα λοιπά. Σπουδαία η αγορά του Μπαλούκ παζάρ. Θα ψωνίσω σαλαταλίκια, στην Ελλάδα τα λένε αγγουράκια, εμείς εδώ, αισχυνόμεθα, τα αποκαλούμε δροσερά. Λακέρδα πολίτικη έχω παραγγείλει, σκουμπράκι καπνιστό, φιμέ το λέμε εδώ, λικουρίνους παστούς, χαβιάρι ρώσικο. Απ’ το ζαχαροπλαστείο «Σακάρια» θα πάρω το σιροπιαστό μου, το σαράι σαρμασί[3], που λιώνει στο στόμα, γεμίζουν οι γευστικοί κάλυκες με άρωμα πράσινου φιστικιού και μπουκώνεις, λιγώνεσαι απ’ το ψημένο βούτυρο, ακόμη και ελάχιστο ένα κομματάκι να φας.
Αν κουραστώ από τα ψώνια, θα κατέβω στον Μεγάλο Δρόμο, να πάρω τον καφέ μου και να κάνω σεργιάνι τους περαστικούς. Στον καιρό μου ωραίο ζαχαροπλαστείο ήτανε το «L’ Orient», το οποίο διαφέντευε ο δαιμόνιος Ηπειρώτης Φίλιππος Λένας, που ήταν φίλος μου και τα λέγαμε και κομματάκι. Έφτιαχνε ιδιαιτέρως νόστιμα γλυκά και είχε αποκτήσει γι’ αυτό τεράστια φήμη. Από το εργαστήριο του απεφοίτησαν μερικοί από τους καλύτερους ζαχαροπλάστες της Πόλης και οι πιο πολλοί αργότερα κατέβηκαν στην Ελλάδα.

[1]Κωμόπολη, κεφαλοχώρι.

[2]Κασέρι

[3]Σιροπιαστό γλύκισμα, με γέμιση πράσινου φιστικιού. Κυριολεκτικά: τυλιχτό του σαραγιού.

Θωμάς Κοροβίνης, ’55, Άγρα, 2012, σ.108-109 & 110-112.