Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ψώνισα τα ψαράκια μου, χαιρέτησα τον φίλο μου τον Σερντάρη, και πήρα την ευθεία για τη συνοικία του Γαλατά.
Τα σπίτια και τα μαγαζιά, κάτω στον Γαλατά και στο Κασίμ Πασά, όπου συγκεντρώνονταν οι χασισοπότες, ούτε τα γνώριζα ούτε και ήθελα να τα μάθω. Το Κασίμ Πασά σαν γειτονική μας περιοχή το είχα κάμποσες φορές επισκεφτεί. Ημερήσιοι περίπατοι πάντοτε. Νύχτα, ποιος να τολμούσε! Ο Γαλατάς ήταν ανακατωμένη περιοχή. Ήταν λιμάνι μεγάλο και πολυσύχναστο, γι’ αυτό και διέθετε εκτός από τελωνεία και εμπορικά καταστήματα, πολλά καφενεία, καφωδεία, καπηλειά, ξενοδοχεία αλλά και πορνεία. Στα σοκάκια του Γαλατά περνούσα καμιά φορά μεσημεράκι με άκρα προσοχή, γιατί κυκλοφορούσαν και κλέφτες όταν σουρούπωνε. Ασυνόδευτη γυναίκα σε τέτοια περιοχή, μέσα στα σκότη αδιανόητο.
Η φίλη μου η Μουζαφέρ άμπλα, μοδιστρούλα, που έμαθε την τέχνη δίπλα σε Ρωμιά μαστόρισσα, την περίφημη Φεγγάρα, με συμβούλευε: «Πα, πα, καθόλου δεν φοβάσαι και είσαι πολύ απερίσκεπτη, αμπλατζίμ. Στα σοκάκια του Γάλατα που είναι σκέτη κόλαση μπαίνεις; Θα σε παραφυλάξει κανένας αλήτης, και δεν είναι που θα σε κλέψει, εγώ άλλο φοβούμαι, επειδή είσαι εμφανίσιμη, να μη σε απαγάγουν και σε βάλουνε στο βαπόρι και σε στείλουνε σε κανένα χαρέμι στο Μπέιρουτ. «Εν τεχλικελί γέριμιζ Γκάλατα» . Πολλά γκενέλ έβλερί, κοινώς λεγόμενα «σπίτια» ή «μπορντέλα» λειτουργούν εκεί, μέσα στην περιοχή του Γαλατά. Διάφοροι επιτήδειοι ξεγελούν φτωχά κορίτσια και τα οδηγούν σ’ αυτή την ελεεινή ζωή. Κάποιες βέβαια πηγαίνουν με τη θέλησή τους. Από όλες τις ράτσες έχει, και δικές μας, και Εβραίες, και Αρμένισσες, και Τούρκισσες και Ευρωπαίες. Δυστυχισμένα πλάσματα, τα χτυπούν και τα βασανίζουν συχνά οι εκμεταλλευτές τους.
Ένας ξεχωριστός τούρκος λογοτέχνης, ο Νετζατί Τζουμαλί εμπνευσμένος από τη δύστυχη ζωή μιας νεαρής πόρνης του Γαλατά, μιας κοπέλας που ανήκε στην παιδική του παρέα, έγραψε το ποίημα «Εμινέ».

Η Εμινέ στο Αμπανόζ.
Στα δεκαεφτά της έπεσε στα χέρια της Άφρως.
Τώρα είναι στα εικοσιένα της,
έλιωσε σαν κερί μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Τα μεταξωτά μαλλιά της, το κορμί της, σάπισαν,
έσβησε η φωτιά στα μελιά της τα μάτια,
χάθηκε η παλιά χαρά της,
συνήθισε σιγά σιγά στον καπνό και στα βρομόλογα.
Με τον καιρό ταίριαξε με το περιβάλλον,
γλυκάθηκε με τις συνήθειες του σπιτιού.
Εκείνη που ήταν ένα κορίτσι απ’ την παρέα μας,
κάποιος την είχε αδερφή
και κάποιος άλλος πέθαινε γι' αυτήν από έρωτα.

Στην περιοχή του Γάλατα μέσα σε ένα μεγάλο και ωραίο καφενείο, έχω σεργιανίσει και την πρώτη ταινία της ζωής μου, πρέπει να ήμουνα δώδεκα ετών, με πήρε ο παππούς μου και πήγαμε. Μαυρόασπρη φυσικά. Πέντε-δέκα λεπτά κράτησε το φιλμ το γαλλικό, κάτι αεροπλάνα έδειχνε με τους πιλότους, κάτι μηχανήματα, και κάτι εξοχικά τοπία, είχαμε εντυπωσιαστεί πάρα πολύ. Τα αφηγούμασταν σε φίλους και δεν μας πίστευαν.
Χαμηλά σε μια κατηφόρα του Γάλατα, στο Νανέ σοκάκ, στο Κιουτσούκ μπαϊράμ σοκάκ, στο Τοπτσεκερλέρ σοκάκ, έξω από το Μπαλαμπάν κιραάτχανεσι, εκεί κοντά είχα αντικρύσει για πρώτη μου φορά -και μάλιστα καταμεσήμερο- ανθρώπους σε ελεεινό χάλι από τη χρήση οπίου, ίσως και άλλων παραισθησιογόνων.

Θωμάς Κοροβίνης, ’55, Άγρα, 2012, σ. 147-150.