Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η γέφυρα του Γαλατά… Άλλη μια εικόνα από το μυθιστόρημα Το πηγάδι του Πεπρωμένου. Πώς και από πού πρέπει να ξεκινήσει κανείς; Η τρίτη φωτογραφία του μυθιστορήματος έχει σχέση με τη γέφυρα του Γαλατά. Τραβήχτηκε στις αρχές του 1900, όταν ο Τζελαντέτ γνωρίζει πια τα περίχωρα και είναι σε ηλικία που μπορεί να περνάει πια μόνος του στην άλλη πλευρά της Πόλης.
Η φωτογραφία απεικονίζει μια άποψη της γέφυρας. Πάνω στη γέφυρα υπάρχουν άνθρωποι, αχθοφόροι, γαϊδούρια, αυτοκίνητα και άμαξες. Αυτοί που την έβγαλαν ζουν στον Γαλατά και φαίνεται πως από εκεί την τράβηξαν. Η φωτογραφία πιάνει από την άκρη της γέφυρας, που βρίσκεται στον Γαλατά, και φτάνει στενεύοντας ως την άλλη άκρη. Στον φόντο φαίνονται τζαμιά, μιναρέδες, παραλιακά κονάκια, οι στέγες κάποιων σπιτιών και μερικά μαύρα σύννεφα στον ουρανό. Πρόκειται για μια ωραία άποψη της Ισταμπούλ και μια εικόνα της πολυσύχναστης γέφυρας του Γαλατά. Είναι μια φωτογραφία της σύνθεσης πόλης και ανθρώπων, ατόμου και κοινωνίας. Στο μπροστινό μέρος διακρίνονται, μέχρι τη λεπτομέρεια του μουστακιού τους, πέντε φύλακες της γέφυρας και ο εισπράκτορας. Τρεις στα αριστερά και δυο στα δεξιά, οι φύλακες, ντυμένοι με ολόλευκες στολές, στέκονται σκοπιά. Ο εισπράκτορας που στέκεται στα δεξιά, με ανοιγμένα τα χέρια, εισπράττει διόδια από όσους θέλουν να περάσουν τη γέφυρα. Οι φύλακες έχουν συνεχώς τα μάτια τους στο πλήθος των περαστικών. Στα δεξιά τρεις τέσσερις άντρες με μαύρα μπαστούνια στο χέρι προχωρούν προς την πλευρά του Γαλατά. Δυο αχθοφόροι πηγαίνουν προς την άλλη όχθη κουβαλώντας μεγάλα βάρη στην πλάτη. Δυο γυναίκες προχωρούν πλάι πλάι, δυο άντρες με φέσι στο κεφάλι περπατούν συζητώντας έντονα με χειρονομίες. Δυο γαϊδούρια φορτωμένα έρχονται προς την πλευρά του Γαλατά• τα ακολουθούν δυο αχθοφόροι. Κάποιοι, ακουμπισμένοι στα κάγκελα, στη μια ή την άλλη πλευρά της γέφυρας, αγναντεύουν τη θάλασσα Λίγο πιο πέρα δυο άμαξες, η μια πλάι στην άλλη, απομακρύνονται. Εκεί κοντά διακρίνεται κάποιο πλήθος. Στη φωτογραφία μπορεί να μετρήσει κανείς τουλάχιστον εκατό, εκατόν πενήντα ανθρώπους.
Κάτω από την τρίτη φωτογραφία του Πηγαδιού του πεπρωμένου, που είναι κορνιζαρισμένη, γράφει με μεγάλα γράμματα Abdullah Frères. Αδερφοί Αμπντουλάχ. Είναι το όνομα δυο διάσημων φωτογράφων της εποχής. Οι δυο τους ήταν τόσο διάσημοι στον Γαλατά, όσο και ο Ρ. Κενταμιάν στο Καντίκιοϊ (Χαλκηδόνα). Μπορούμε άνετα να πούμε ότι κάτω από την ομορφιά και την τέχνη βρίσκεται πάντα η υπογραφή των Abdullah Frères. Μια υπογραφή γνωστή όχι μονάχα στην Ισταμπούλ, αλλά σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, ακόμα και στην Ευρώπη. Αυτοί οι δυο δεν είναι μόνο μάστορες στην απεικόνιση απόψεων της Ισταμπούλ, είναι και οι δεξιοτέχνες που φωτογραφίζουν τον σουλτάνο, τον βεζίρη, πασάδες, διανοούμενους, συγγραφείς, ναύτες, κυρίες της καλής κοινωνίας. Αμπντουλάχ Σουκρού εφέντη, έτσι λέγεται ο μεγάλος αδελφός και από το δικό του όνομα παίρνει την ονομασία του το ατελιέ τους. Το όνομα του μικρού αδερφού δεν αναφέρεται συχνά, είναι απλώς ο αδερφός του Αμπντουλάχ Σουκρού εφέντη και οι δυο μαζί αναφέρονται ως Abdullah Frères. Το ατελιέ τους βρίσκεται σ’ ένα στενό δρόμο στο Πέρα. Οι πιο γνωστές φωτογραφίες του Πέρα και του Γαλατά βγαίνουν από τα δικά τους χέρια. Είναι οι πιο παλιοί φωτογράφοι της περιοχής. Το ατελιέ τους είναι πάντα γεμάτο. Στο σαλόνι, κρεμασμένες στον τοίχο, μέσα σε βαριές κορνίζες, υπάρχουν φωτογραφίες τους από το Πέρα και τον Γαλατά. Κρεμασμένη στον τοίχο, μέσα σε επίχρυση κορνίζα, είναι η περγαμηνή με το βασιλικό διάταγμα που είχαν πάρει από τον σουλτάνο Αμπντουλαζίζ. Με αυτήν την περγαμηνή απόκτησαν το αξίωμα του «σουλτανικού φωτογράφου», για το οποίο περηφανεύονται. Όταν μετά τον Αμπντουλαζίζ ανέβηκε στο θρόνο ο Αμπντουλχαμίτ, εκείνοι παρέμειναν φωτογράφοι του σουλτάνου.
Στο Πέρα και τον Γαλατά υπήρχαν περισσότεροι φωτογράφοι σε σύγκριση με το Καντίκιοϊ. Ο Βούτσιο και ο Φετέλ, ο Ματιέ Παπαζιάν, ο ιδιοκτήτης του «Φώτο Φοίβος» Πωλ Ταρκουνιάν, ο Θεόδωρος Βιλβιλίδης, ο Κωνσταντίνος Σοφιανός, ο ιδιοκτήτης του Φώτο Παρνασσός Γκρεγκουάρ Ντεραρσέν, οι Γκιουλμέζ Φρερ και πολλοί άλλοι. Οι Abdullah Frères όμως ξεχώριζαν. Στα χέρια τους η Πόλη γινόταν μια στολισμένη νύφη, ο Γαλατάς και το Πέρα μια γωνιά του Παραδείσου και οι ωραίες γυναίκες της Μεγάλης Οδού του Πέρα μεταμορφώνονταν σε ουρί που ζουν μόνο στη φαντασία.
Στην τρίτη φωτογραφία, όπως και σε όλες τις άλλες φωτογραφίες του μυθιστορήματος Το πηγάδι του πεπρωμένου, διακρίνει κανείς καθαρά όχι μόνο το αντικείμενο της φωτογραφίας αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα σε όλες της τις λεπτομέρειες. Έτσι, στη φωτογραφία αυτήν μπορεί κανείς να παρατηρήσει και λεπτομέρειες από τη γέφυρα του Γαλατά, που παλιότερα την έλεγαν Νέα Γέφυρα, Γέφυρα του Θανάτου ή Γέφυρα του Παραδείσου: τα κάγκελα, τα στολίδια τους, τις δάδες που χρησιμοποιούνταν για τον φωτισμό, το ξύλινο πάτωμα της γέφυρας, τα καρφιά που ήταν καρφωμένα στα ξύλα, τα καταστήματα που βρίσκονταν στο πάνω μέρος της, τις στολές των φρουρών, τις ενδυμασίες των περαστικών, το βάδισμα των αχθοφόρων.
Από τη φωτογραφία και τις λεπτομέρειες είναι φανερό ότι η γέφυρα αποτελούσε σημαντικό κέντρο δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής της Ισταμπούλ εκείνης της εποχής. Δεν ήταν όμως μονάχα αυτό, η γέφυρα είχε πλούσια και ενδιαφέρουσα ιστορία. Ας μη λησμονούμε ότι πολλά προσωπικά δράματα συμπορεύτηκαν παράλληλα με τη δική της ιστορία. Πόσοι έρωτες δεν άνθησαν πάνω στα ξεχαρβαλωμένα ξύλα της, πόσα δάκρυα δεν χύθηκαν, πόσες καρδιές δεν λαχτάρησαν και δεν σκίρτησαν. Πόσες ραγισμένες καρδιές ακουμπισμένες στα κάγκελα δεν είπαν τον πόνο τους στη θάλασσα. Αυτά τα ατομικά δράματα, αυτά τα αισθήματα είναι για το μυθιστόρημα Το πηγάδι του πεπρωμένου τόσο σημαντικά όσο και η ιστορία της γέφυρας. Το μυθιστόρημα αυτό δεν θα υπήρχε χωρίς τη γέφυρα του Γαλατά. Πάνω σ’ αυτήν τη γέφυρα χτύπησε τον Τζελαντέτ για πρώτη φορά η αρρώστια του έρωτα. Πρώτη φορά πάνω σ’ αυτήν τη γέφυρα άναψαν φωτιά στην καρδιά του οι πρώτες σπίθες των υπαρξιακών του αναζητήσεων. Για πρώτη φορά πάνω στη γέφυρα του Γαλατά είδε και βίωσε όλη τη γύμνια και τον τρόμο του θανάτου.
Ναι, η γέφυρα του Γαλατά, γέφυρα του έρωτα και των ερωτευμένων, γέφυρα του θανάτου και του εγκλήματος.

Μια φθινοπωρινή βραδιά του 1905, η γέφυρα του Γαλατά, η γέφυρα του έρωτα και των ερωτευμένων, του θανάτου και του εγκλήματος σφύζει από ζωή. «Καρφίτσα αν έριχνες δεν θα ’πεφτε κάτω», όπως θα έλεγαν οι Εβραίοι του Γαλατά. Η γέφυρα είναι ασφυκτικά γεμάτη κόσμο. Άνθρωποι έρχονται, φεύγουν, στέκονται. Κάποιοι φωνάζουν, κάποιοι κλαίνε, άλλοι γελούν. Ορισμένοι βιάζονται και κάποιοι, όπως ο Αμπντουρεζάκ μπέης, ο Σουρεγιά κι ο Τζελαντέτ, απολαμβάνουν το όμορφο απόβραδο. Το βουητό και οι φωνές έρχονται από παντού από τους ανθρώπους, τη γέφυρα, τα ξύλα της, από τα αυτοκίνητα και τις άμαξες, από τα καράβια και τα καΐκια, από τον Γαλατά… Χάνει η μάνα το παιδί… όπως λένε οι Κούρδοι του Καντίκιοϊ. Μέρα της κρίσεως. Οι γλώσσες, τούρκικα, κούρδικα, αραβικά, ελληνικά, ιταλικά, γαλλικά, σλαβικά, βουλγάρικα, αγγλικά, έχουν μπλεχτεί η μια μες στην άλλη.
Άλλη μια μέρα από τις τόσες ετοιμάζεται να γείρει. Ο ήλιος έχει πάρει να βασιλεύει, κουβαλώντας στους ώμους του την κούραση ολόκληρης της μέρας. Σκορπάει τα φθινοπωρινά του χρώματα και ετοιμάζεται να μας αποχαιρετήσει. Η πόλη ετοιμάζεται για άλλη μια κεφάτη νύχτα. Από μακριά, δυο πλοία εκσφενδονίζουν καπνούς απ’ τα φουγάρα τους και προχωρούν κόβοντας τη θάλασσα στα δυο, μερικά ιστιοφόρα με φουσκωμένα τα πανιά λικνίζονται ναζιάρικα στο νερό. Ο ουρανός είναι διαυγής• μόνο προς τη μεριά της δύσης οι αχτίδες του ήλιου τον έχουν βάψει κόκκινο. Στα πόδια της γέφυρας, οι ψαράδες, μέσα σε βάρκες, ψήνουν στα κάρβουνα τα ψάρια που πιάσανε και τα πουλάνε φωνάζοντας, ψάρι ψωμί.
Μια διαπεραστική μυρωδιά καλύπτει τη γέφυρα. Μυρωδιά θάλασσας ανάκατη με μυρωδιά ψαριών που ψήνονται και μυρωδιά ιδρώτα. Τα ωραία αρώματα που φορούν οι Λεβαντίνες του Γαλατά σμίγουν με τον ιδρώτα των αχθοφόρων που πηγαινοέρχονται αδιάκοπα πάνω στη γέφυρα. Ο Τζελαντέτ, που έχει μπει στα δώδεκα, λατρεύει αυτές τις βραδινές στιγμές της γέφυρας. Νιώθει στα κατάβαθα της ψυχής του τη δύση του ήλιου, τα παράξενα χρώματα της, τις τόσο διαφορετικές μυρωδιές και γεύσεις. Θα ήθελε να βρίσκεται εδώ κάθε βράδυ, να τα βλέπει όλ’ αυτά με τα μάτια του, να οσφραίνεται τις μυρωδιές, να ακούει τις φωνές με τ’ αυτιά του. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, ο Σουρεγιά, είναι εκείνος που του έμαθε «να κοιτάζει, να βλέπει και να νιώθει». Συνήθως, όπως και σήμερα, έρχονται στη γέφυρα μαζί. Τον Τζελαντέτ τον ενθουσιάζει όλη αυτή η ανάμειξη από φωνές, χρώματα και μυρωδιές. Το τραγούδι ενός αχθοφόρου, το κλάμα ενός παιδιού, η φωνή ενός γλάρου, το σφύριγμα ενός πλοίου, η μυρωδιά του ψαριού που ψήνεται στα κάρβουνα, η ενδυμασία μιας κομψής κυρίας, το φέσι ενός μπέη, το στριφτό μουστάκι του εισπράκτορα της γέφυρας, όλα προσθέτουν κάτι στον παιδικό του κόσμο.
Ο Τζελαντέτ, ο Αμπντουρεζάκ κι ο Σουρεγιά, ακουμπισμένοι στα κάγκελα, παρακολουθούν αυτά που διαδραματίζονται γύρω τους. Ο Σουρεγιά, με το ολοστρόγγυλο πρόσωπο και την ελαφριά κοιλίτσα, σπουδάζει στην περίφημη σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία Μεκτέμπι Σουλτανιέ, τη Σουλτανική Σχολή. Ο Τζελαντέτ, όταν έρχεται στην αντικρινή πλευρά της Ισταμπούλ, περνά, τις περισσότερες φορές, πρώτα από τη σχολή, παίρνει τον Σουρεγιά και έρχονται μαζί στη γέφυρα. Σήμερα είναι μαζί τους και ο γιος του θείου τους, ο Αμπντουρεζάκ, που είναι πολύ μεγαλύτερος τους. Αυτός εργάζεται στην ακολουθία του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ, ως μεταφραστής και τελετάρχης. Αργότερα θα περάσουν όλοι μαζί απέναντι. Ο Αμπντουρεζάκ θα μείνει σήμερα σπίτι τους. Όχι όμως πριν δουν τη δύση του ήλιου από τον Γαλατά. Κατέβαλαν τα τρία γρόσια, ένα γρόσι για τον καθένα, στον εισπράκτορα και τώρα βρίσκονται πάνω στη γέφυρα και παρακολουθούν το ηλιοβασίλεμα.

Μεχμέτ Ουζούν, Το πηγάδι του πεπρωμένου, Καστανιώτης, 2002, σ. 67-72.