Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Καθόμαστε στο κατάστρωμα με λιακάδα και ένα ελαφρό αεράκι που μυρίζει θάλασσα και πετρέλαιο. Οι δύο κυρίες με έχουν στριμώξει στη μέση και κουβεντιάζουν πάνω από τον θώρακά μου. Ευχαρίστως θα τις έβαζα δίπλα-δίπλα, για να πάω μερικά καθίσματα πιο πέρα και να αφοσιωθώ στις σκέψεις μου, αλλά οι κυρίες είναι της παλαιάς σχολής και βάζουν πάντα τον άντρα στη μέση.
Ο νους μου είναι κολλημένος στους γείτονες των Ντάγντελεν. Δεν ξέρω αν ζουν ή πέθαναν, δεν ξέρω πού βρίσκονται και αν τους βρήκε η Μαρία. Ψάχνω ψύλλους στα άχυρα μιας πόλης δεκαεπτά εκατομμυρίων. Ο Μουράτ δε με έχει πάρει, πράγμα που σημαίνει ότι δε βρήκε άκρη ακόμα, συνεπώς εγώ εύλογα κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα. Αν δεν υπάρξει άλλος φόνος, το λογικό θα είναι να επιστρέψουμε στην Αθήνα μέσα στις επόμενες μέρες. Αν όμως η Μαρία μας επιφυλάσσει και άλλες εκπλήξεις, τότε βλέπω να βγαίνει αληθινός ο Γκίκας, να γυρίζω δηλαδή στην Αθήνα για τον γάμο της Κατερίνας και να επιστρέφω την επομένη στη Βασιλεύουσα.
Προσπαθώ να διώξω τις δυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό μου και να απολαύσω τον θαλάσσιο περίπατο στον Βόσπορο. Το πλοίο πηγαίνει λοξά και πλευρίζει μια στην ευρωπαϊκή ακτή και μια στην ασιατική, ενώ ελίσσεται ανάμεσα σε μαούνες, σε μικρά εκδρομικά πλοιάρια, αλλά και σε μεγάλα φορτηγά μέχρι και πετρελαιοφόρα. Σε κάθε προβλήτα υπάρχει και μια ξύλινη κατασκευή, κάτι σαν αίθουσα αναμονής, που θυμίζει ξύλινο σπιτάκι μέσα στη θάλασσα. Οι ξυλοκατασκευές θα πρέπει να είναι παμπάλαιες, αλλά τις έχουν ανακαινίσει με χτυπητά χρώματα, εξ ων πιο συχνό, η μεγάλη αδυναμία των Τούρκων ελαιοχρωματιστών, το φιστικί.
«Παλιά, όταν δεν υπήρχαν ακόμα οι γέφυρες του Βοσπόρου, όλη η κυκλοφορία από την Πόλη προς την ανατολική ακτή γινόταν με το βαπόρι» μας εξηγεί η Κουρτίδου. «Αν ήθελες να πας στο Μόδι, στου Σκούταρι ή στο Κουζκουντζούκι, έπρεπε να πάρεις το Βαπόρι. Τώρα όλα τα βαπόρια έχουν το ίδιο μέγεθος, παλιά όμως αυτά που πηγαίνανε στα Νησιά ήταν πιο μεγάλα. Τα βαπόρια του Βοσπόρου ήταν πιο μικρά, κατάμαυρα και με πανύψηλα φουγάρα. Με τις γέφυρες η κυκλοφορία έγινε πιο εύκολη, δε λέω, αλλά το βαπόρι ήταν πιο ρομαντικό» προσθέτει η Κουρτίδου γελώντας. «Άσε που υπήρχαν και οι παρέες του βαποριού. Αυτές ήταν ανδροπαρέες, που αντάμωναν κάθε μέρα στο ίδιο δρομολόγιο. Πάνε τα βαπόρια, πάνε και οι παρέες».
Το πλοίο πλευρίζει στην ανατολική ακτή, κοντά σε ένα κάστρο, πιο μικρό από το βυζαντινό απέναντί του. Κοιτάζω πέρα και μπορώ να διακρίνω το άνοιγμα του Βοσπόρου προς τον Εύξεινο Πόντο.
Όταν χτυπάει το κινητό μου είμαι τόσο βέβαιος πως είναι ο Μουράτ, που δεν κοιτάζω καν στο καντράν για να δω τον αριθμό, και πατάω το κουμπί με ένα «yes».
«Εσείς είστε, κύριε αστυνόμε;» ακούω μια ανδρική φωνή στα ελληνικά.
Απαντάω με ένα «ναι» αυτήν τη φορά, που δεν ξέρω αν εκφράζει ανακούφιση ή απογοήτευση.
«Μάρκος Βασιλειάδης εδώ. Μήπως ενοχλώ;»
Απομακρύνομαι από την Αδριανή και την Κουρτίδου, για να μιλήσω πιο άνετα «Όχι, δε με ενοχλείτε, κύριε Βασιλειάδη».
«Πήρα να μάθω αν έχουμε νέα».
«Έχουμε, αλλά δεν είναι ευχάριστα». Και του εξιστορώ σε γενικές γραμμές όσα μεσολάβησαν από την αναχώρησή του.
«Και δεν τη βρήκατε ακόμα;»
«Όχι, δεν μπορέσαμε δυστυχώς να την εντοπίσουμε. Για την ώρα ψάχνουμε αυτήν την τουρκική οικογένεια και ευχόμαστε να προλάβουμε τα χειρότερα».
Με ευχαριστεί μεταξύ δύο αναστεναγμών και κλείνει, ενώ εγώ επιστρέφω στις συνοδούς μου.
[…]
Το πλοίο έχει πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Προχωράει αργά, κατά μήκος της ακτής, ανάμεσα σε ψαρόβαρκες, με ψαράδες που ψαρεύουν ανά ζεύγη. Λίγο παρακάτω πλευρίζει κοντά στο μεγάλο κάστρο της ευρωπαϊκής όχθης.
«Αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από το άλλο» παρατηρεί η Αδριανή.
«Αυτό το είχε κτίσει ο Μεχμέτ ο Πορθητής για να κόψει τη βοήθεια απέξω στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, που δεν είχε που την κεφαλήν κλείναι».
«Σαν θηρίο στο κλουβί» σχολιάζει η Αδριανή.
«Σαν κοιμισμένο θηρίο στο κλουβί. Αυτό που λένε, ότι ο Μεχμέτ τους έπιασε στον ύπνο, δεν είναι αλήθεια. Οι βυζαντινοί είχαν πέσει σε λήθαργο από χρόνια».
Το τηλεφώνημα του Μουράτ φτάνει τελικά όταν πλησιάζουμε στο Μέγα Ρεύμα και εγώ μπορώ να διακρίνω από το πλοίο την ψαροταβέρνα «Ευθαλία», όπου είχαμε φάει πριν από μερικές μέρες.
«What news?» τον ρωτάω, χωρίς να κάνω προσπάθεια να κρύψω την αγωνία μου.
«No news, good news» μου απαντάει γελώντας.
«Τι θα πει αυτό, ότι δεν τους βρήκατε ακόμα;»
«Τους βρήκαμε. Είναι μια οικογένεια Ταϊφούρ. Δεν μένει πια στο Τζιχανγκίρ, αλλά μακριά από το κέντρο, σε μια περιοχή που λέγεται Εσέντεπε».
«Και;»
«Δε μοιάζει να έγινε κάτι. Ρωτήσαμε το αστυνομικό τμήμα της περιοχής, αλλά δεν τους αναφέρθηκε τίποτα. Συνεπώς, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ή δεν πήγε καθόλου ή δεν τους βρήκε ακόμα. Πάντως, είπα στο τμήμα να παρακολουθούν διακριτικά την πολυκατοικία και αν δουν μια γριά με την περιγραφή της Χάμπου, να την συλλάβουν αμέσως».
«Με την οικογένεια δε μίλησες ακόμα».
«Όχι. Περίμενα να τους δούμε μαζί. Μου είπες βέβαια αυτά που έμαθες από τη Ρωμιά, αλλά προτίμησα να είσαι κι εσύ παρών, γιατί εσύ τα ξέρεις καλύτερα και μπορεί να προσέξεις κάτι που εμένα να μου έχει διαφύγει. Πού βρίσκεσαι τώρα;»
«Κάνω το βόλτα του Βοσπόρου». Κοιτάζω την ταμπέλα εκεί που πλεύρισε το πλοίο. «Είμαστε κάπου που το λένε Αρναβουτκιόι και επιστρέφουμε στο λιμάνι».
«Ωραία, θα είμαι με ένα περιπολικό στη βαπορόσκαλα. Αν δεν έχω φτάσει ακόμα, να με περιμένεις».
Κάθομαι ανακουφισμένος στη θέση μου. Τώρα που ησύχασα κάπως, μπορώ να απολαύσω, έστω και στην επιστροφή, τη θεά και το αεράκι.

Πέτρος Μάρκαρης, Παλιά, πολύ παλιά, Γαβριηλίδης, 2008, 259-263.