Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο παιδίατρος Αλμπέρ που μας τρόμαζε με ό,τι διέθετε, από το μουστάκι του μέχρι την τσάντα του, μετά τις πρώτες εμπύρετες μέρες είπε ότι ο αδελφός μου κι εγώ έπρεπε για θεραπεία να πηγαίνουμε για ένα διάστημα κάθε μέρα στον Βόσπορο να παίρνουμε αέρα. Έτσι ταυτίστηκαν στον νου μου η λέξη Μπογάζ (Βόσπορος), που στα τουρκικά σημαίνει λαιμός, και το «παίρνω αέρα». Ίσως γι’ αυτό να μη μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έμαθα ότι τα Ταράμπια εκατό χρόνια πριν, τότε που δεν ήταν όπως τώρα διάσημο θέρετρο αναψυχής με τουριστικά εστιατόρια και το ξενοδοχείο του, αλλά ένα μικρό ήρεμο ρωμαίικο ψαροχώρι όπου έζησε ένα μέρος από τα παιδικά του χρόνια ο σπουδαίος ποιητής Καβάφης, λεγόταν Θεραπειά. Ίσως επειδή στον νου μου ο Βόσπορος έχει σχέση με την έννοια της γιατρειάς, μου κάνει πάντα καλό να τον βλέπω.
Αντίθετα με την πόλη που τη σάπιζαν μέχρι το μεδούλι η ηττοπάθεια, τα συντρίμμια, το σύμπλεγμα κατωτερότητας, η θλίψη και η φτώχεια, ο Βόσπορος βαθιά στον νου μου ήταν ένα με την πίστη στη ζωή, τη λαχτάρα για τη ζωή, την ευτυχία. Η ψυχή της Ιστανμπούλ, η δύναμή της, πηγάζουν από τον Βόσπορο. Αν και η πόλη στην αρχή δεν είχε δώσει μεγάλη σημασία στον Βόσπορο που γι’ αυτήν ήταν ένας θαλάσσιος δρόμος, ένα ωραίο τοπίο και τους τελευταίους δύο αιώνες ένα μέρος για τα καλοκαιρινά παλάτια και γιαλί (παραθαλάσσια αρχοντικά).
Στον Βόσπορο, όπου δεν ζούσαν παρά μόνο μερικοί κάτοικοι σε κάποια ρωμαίικα ψαροχώρια, από τον δέκατο όγδοο αιώνα, όταν άρχισαν να πηγαίνουν εξοχή διαπρεπείς Οθωμανοί, ιδιαίτερα στις περιοχές Γκιόκσου, Κιουτσκιούκσου, Μπεμπέκ, Καντίλι, Ρούμελιχισαρ, Κάνλιτζα, αναπτύχθηκε μια εσωστρεφής κουλτούρα που ανήκε στην Ιστανμπούλ και τον οθωμανικό πολιτισμό. Τα γιαλί που έχτισαν κι έζησαν οι Οθωμανοί πασάδες, οι δυνατοί, οι πλούσιοι του τελευταίου αιώνα, αργότερα, τον εικοστό αιώνα, με την αναστάτωση που προκάλεσε η δημοκρατία και ο τουρκικός εθνικισμός, έγιναν τα πρότυπα της τουρκο-οθωμανικής ταυτότητας και αρχιτεκτονικής. Όμως τα «μοντέρνα» κτίρια του Σεντάτ Χακί Ελντέμ με τα στενά και ψηλά παράθυρα, τα φαρδιά γείσα, τις λεπτές καμινάδες και τα σαχνισιά και τ’ αντίγραφά τους, δεν είναι παρά μόνο οι σκιές που απέμειναν από τον πολιτισμό αυτό που γκρεμίστηκε και τα γιαλί που αποτύπωσαν σε γκραβούρες ζωγράφοι όπως ο Μελίν και των οποίων τις φωτογραφίες και τα σχέδια βλέπουμε στο βιβλίο του με τίτλο Αναμνήσεις από τον Βόσπορο.
Το λεωφορείο Τακσίμ-Εμιργκιάν στη δεκαετία του ’50 περνούσε και από το Νισάντας. Το παίρναμε από τη στάση μπροστά στο σπίτι μας με τη μητέρα μου για να πάμε στον Βόσπορο. Αν παίρναμε το τραμ μέχρι το τέρμα στο Μπεμπέκ, αφού περπατούσαμε αρκετή ώρα στην παραλία, μπαίναμε στο καΐκι του βαρκάρη που μας περίμενε κάθε μέρα στο ίδιο μέρος. Μου άρεσαν πολύ και δεν ήθελα να τελειώνουν ποτέ οι βόλτες στον κόλπο του Μπεμπέκ ανάμεσα στις βάρκες, στα κότερα, στα βαπόρια της γραμμής, στις σημαδούρες με τα μύδια, στον φάρο, ν’ ανοιγόμαστε στη θάλασσα και να νιώθουμε τη δύναμη των ρευμάτων του Βοσπόρου, κι ενώ η βάρκα μας κουνιόταν στα κύματα που σήκωναν τα βαπόρια που περνούσαν.
Το ωραίο σε μια βόλτα στον Βόσπορο είναι ότι, ενώ είσαι σε μια πόλη μεγάλη, ιστορική και παραμελημένη, νιώθεις μέσα σου την ανεξαρτησία και τη δύναμη μιας θάλασσας πανίσχυρης και αεικίνητης. Ο επιβάτης που κινείται με ταχύτητα στα ρεύματα των νερών του Βοσπόρου, καταμεσής της βρομιάς, του καπνού, του θορύβου μιας μεγάλης πόλης, αισθάνεται ότι ακόμη και ανάμεσα στο πλήθος, στην ιστορία, στα κτίρια, μπορεί να μένει μόνος και να είναι ανεξάρτητος. Το κομμάτι αυτού του νερού που περνάει μέσα από το κέντρο της πόλης, δεν μπορεί να συγκριθεί με τα κανάλια της Βενετίας ή τα ποτάμια του Παρισιού ή της Ρώμης που τα χωρίζουν στα δύο: ο Βόσπορος έχει ρεύματα, ανέμους, κύματα, είναι βαθύς και σκοτεινός. Αν έχετε το ρεύμα πίσω σας ή αν αφεθείτε να σας παρασύρει προς την κατεύθυνση των καραβιών της γραμμής, αρχίζοντας από τις ηλικιωμένες που σας παρακολουθούν με τα μάτια πίνοντας το τσάι τους στα μπαλκόνια, από τις πολυκατοικίες, από τα γιαλί, από τα καφενεία με τις κληματσίδες και τις σκάλες των βαποριών δίπλα, από τα παιδιά που μπαίνουν με τα βρακιά τους στη θάλασσα εκεί όπου αδειάζουν οι σωλήνες της αποχέτευσης στην παραλία και που έπειτα ξαπλώνουν στην άσφαλτο για να ζεσταθούν, από αυτούς που ψαρεύουν στην παραλία κι απ’ όσους τεμπελιάζουν στα σκάφη τους, από τους μαθητές με τις τσάντες τους που μετά το σχολείο περπατάνε στην παραλία κι από τους επιβάτες των λεωφορείων που όταν ο δρόμος κλείνει από την πολλή κίνηση κοιτάζουν από τα παράθυρά του τη θάλασσα, από τις γάτες που στην προκυμαία περιμένουν τους ψαράδες, από τα πλατάνια που τώρα ανακαλύπτετε πόσο ψηλά είναι, από τ’ αρχοντικά στους κήπους που βλέπετε ότι είναι εκεί μόνο όταν κοιτάζετε από τη θάλασσα αφού δεν φαίνονται από τον παραλιακό δρόμο, από τις ανηφόρες, από τους λόφους πέρα από τις ανηφόρες, από τις πολυκατοικίες μακριά, από μπροστά σας περνάει όλη η Ιστανμπούλ με το χάος της, τα τζαμιά της, τις απόμερες γειτονιές της, τις γέφυρες, τους μιναρέδες της, τους πύργους της, τους κήπους της, τα ψηλά κτίριά της, που κάθε μέρα ξεφυτρώνει κι άλλο ένα. Η βόλτα στον Βόσπορο με βαπόρι, με μηχανοκίνητο σκάφος, ή όπως εγώ στα παιδικά μου χρόνια με βάρκα, δίνει τη δυνατότητα απόλαυσης της Ιστανμπούλ από πολύ κοντά, γειτονιά προς γειτονιά, σπίτι προς σπίτι, και συνάμα από πολύ μακριά σαν είναι μια σιλουέτα, ένα όνειρο που αλλάζει συνέχεια.
[…]
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, η βόλτα στον Βόσπορο με την Ντοτζ του 1952 που οδηγούσε ο πατέρας μου ή ο θείος μου, τις Κυριακές το πρωί για να πάρουμε αέρα, ήταν συνήθεια μοναδική. Ακόμη κι αν μελαγχολούσαμε λίγο εξαιτίας του ανύπαρκτου πια οθωμανικού πολιτισμού, ως νεόπλουτοι της εποχής της Δημοκρατίας δεν νιώθαμε απώλεια και θλίψη, αλλά περηφάνια και παρηγοριά, συνεχιστές καθώς πιστεύαμε ότι ήμαστε του «πολιτισμού του Βοσπόρου». Κάθε φορά που πηγαίναμε στον Βόσπορο, οπωσδήποτε περνούσαμε από το καφενείο «Τσινάραλτι» στο Εμιργκιάν για χαλβαδόπιτα, περπατούσαμε κάπου στο Μπεμπέκ μπορεί και στο Εμιργκιάν δίπλα στη θάλασσα, κοιτάζαμε τα καράβια που περνούσαν τον Βόσπορο, κι η μητέρα μου σταματούσε το αυτοκίνητο για ν’ αγοράσει κανένα λουλούδι ή δύο μεγάλα λαβράκια.
Θυμάμαι όσο μεγάλωνα να βαριέμαι, να πνίγομαι από τις βόλτες της πυρηνικής οικογένειας — μαμά-μπαμπάς-δυο παιδιά αγόρια. Ωστόσο πήγαινα πάντοτε μαζί τους, αν και οι μικροί οικογενειακοί διαπληκτισμοί που κατέληγαν σε καβγά, τα παιχνίδια με τον αδελφό μου που πάντοτε γίνονταν ανταγωνιστικά και οι δυστυχίες της «πυρηνικής οικογένειας» που έτρεχε με το αυτοκίνητο να πάει να πάρει φρέσκια ανάσα έξω από τη ζωή της στην πολυκατοικία, δηλητηρίαζαν το κάλεσμα του Βοσπόρου. Τα επόμενα χρόνια, όταν στους δρόμους του Βοσπόρου, μέσα σε διαφορετικά αυτοκίνητα έβλεπα οικογένειες δυστυχισμένες, να τσακώνονται όλο φασαρία, ενώ είχαν βγει όπως εμείς για την κυριακάτικη βόλτα τους, δεν σκεφτόμουν ότι η ζωή μου δεν ήταν και τόσο ιδιωτική, αλλά ότι ο Βόσπορος ίσως είναι για τις οικογένειες της Ιστανμπούλ η μοναδική πηγή ευτυχίας.
Όταν σιγά σιγά, όπως κάηκαν ένα ένα τα γιαλί, χάθηκαν και πολλά πράγματα που κάνανε τον Βόσπορο των παιδικών μου χρόνων ένα μέρος ιδιαίτερο, η βόλτα στον Βόσπορο άρχισε να μου προσφέρει και την απόλαυση της ανάμνησης. Μου αρέσει πια κι εμένα να μιλάω για τα νταλιάνια που δεν υπάρχουν πια, για τον πατέρα μου που μου έλεγε ότι το νταλιάνι είναι ένα είδος παγίδας που στήνεται με τα δίχτυα για να πιάνονται τα ψάρια, για τα καΐκια που πηγαίνανε γιαλό γιαλό και πουλούσανε φρούτα, για τις πλαζ του Βοσπόρου όπου πηγαίναμε με τη μητέρα μας, πόσο όμορφα είναι να κολυμπάς στον Βόσπορο, για τις αποβάθρες του Βοσπόρου που τις κλείσανε τη μία μετά την άλλη, τις εγκατέλειψαν, κι αργότερα τις μετέτρεψαν σε πολυτελή εστιατόρια, για τους ψαράδες που πήγαιναν τις βάρκες τους κοντά στις αποβάθρες, για το γεγονός ότι δεν μπορεί πια να κάνει κάποιος έστω και μια μικρή βόλτα με αυτές τις βάρκες. Ένα πράγμα εξακολουθεί να μένει για μένα το ίδιο όπως τότε που ήμουν παιδί: ο Βόσπορος είναι υγεία, βελτιώνει τον άνθρωπο, κρατάει όρθιους στα πόδια τους την πόλη και τη ζωή, είναι αστείρευτη πηγή καλοσύνης και αισιοδοξίας.
«Δεν μπορεί να είναι τόσο χάλια η ζωή», σκέφτομαι καμιά φορά. «Ό,τι και να γίνει, ο άνθρωπος στο τέλος μπορεί να πάει να περπατήσει στον Βόσπορο».

Ορχάν Παμούκ, Ιστανμπούλ. Πόλη και αναμνήσεις, Ωκεανίδα, 2005, σ. 82-90 & 99-102.