Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Όλο τον Ιανουάριο δε σταμάτησε να βρέχει. Ένας παγωμένος αέρας φυσούσε, η Λούλα δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι. Τα νέα από το μέτωπο ήταν φοβερά. Έφταναν καθημερινά πληγωμένοι στο νοσοκομείο στο Σκούταρι και ακούστηκε πως έφτασαν από το Λονδίνο καμιά σαρανταριά νοσοκόμες. Στο επόμενο τσάι συζητήθηκε το θέμα και είπαν πως πρέπει κάπως να βοηθήσουν τους τραυματίες. Καμιά γυναίκα όμως δεν τολμούσε να πάει μέχρι εκεί, ιδιαίτερα αυτές που οι σύζυγοί τους ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Η Αγνές γύρισε προς τη Λούλα και της είπε στο αυτί. «Θέλεις να πάμε εμείς; Οι άντρες μας λείπουν και δε θα το καταλάβουν». Η Λούλα τής έγνεψε «ναι» και, με ένα γράμμα στο χέρι, ξεκίνησαν το άλλο πρωί με την άμαξα και έφτασαν στην ξύλινη γέφυρα του Γαλατά. Εκεί, ο αμαξάς παζάρεψε μια βάρκα που θα τους έπαιρνε απέναντι, στην ασιατική ακτή. Η βάρκα ήταν κλειστή και, μέχρι να φτάσουν στην απέναντι ακτή, η Λούλα αισθάνθηκε να ανακατεύεται το στομάχι της. Στην απέναντι ακτή, τα κυπαρίσσια του τούρκικου νεκροταφείου δημιουργούσαν μια τεράστια πράσινη μάζα. Οι Οθωμανοί δεν ήθελαν να θάβονται στη μολυσμένη από τους άπιστους ευρωπαϊκή πλευρά και έτσι κάθε μουσουλμάνος που σεβόταν τον εαυτό του φρόντιζε να έχει τάφο στην ασιατική ακτή. Γι’ αυτό το νεκροταφείο στο Σκούταρι ήταν το μεγαλύτερο στην Πόλη και φαινόταν από τον Γαλατά.
Μόλις πλησίασαν την ακτή φάνηκε η κρήνη του Αχμέτ, το τέμενος της Μιχριμάχ Σουλτάνας, που της εξήγησε η Αγνές ότι το έκτισε ο Σινάν προς τιμή της αγαπημένης κόρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και γυναίκας του Ρουστέμ Πασά. Πιο κάτω ήταν το τζαμί του Σεμσί Πασά, που λεγόταν Κους Κονμάζ -που θα πει τζαμί που δε φιλοξενεί πουλιά-, το τζαμί της Βαλιδέ Σουλτάνας και το νεκροταφείο του Καρατζά Αχμέτ. Ο Αχμέτ βρήκε αμέσως άμαξα στην πλατεία των Γερακάρηδων, όπως λεγόταν η πλατεία στο Σκούταρι, ή αλλιώς Surre-i humayun, γιατί από κει ξεκινούσε κάθε χρόνο το καραβάνι με τους πιστούς για τη Μέκκα και τη Μεδίνα, με την άσπρη καμήλα να προπορεύεται, που έπαιρνε δώρα από τον Σουλτάνο στον Σερίφη της Μέκκας.
Προχώρησαν στην ακτή περνώντας το νησάκι με τον πύργο και αριστερά στον λόφο ήταν το στρατόπεδο. Με το που πέρασαν την πόρτα του στρατοπέδου, όπου είχε στηθεί ένα πρόχειρο νοσοκομείο, μια μπόχα τους κτύπησε στο πρόσωπο, μια μυρωδιά από απλυσιά, ούρα, κόπρανα, μια μυρωδιά θανάτου. Της Λούλας της ήρθε λιποθυμία, μα κρατήθηκε. Παντού υπήρχαν πληγωμένοι, σε πρόχειρα κρεβάτια εκστρατείας, στο πάτωμα. Βρήκαν μια εγγλέζα νοσοκόμα και της είπαν τον λόγο της επίσκεψής τους. Μια ξυλόσομπα δεν κατάφερνε να ζεστάνει το δωμάτιο, λίγα κρεβάτια είχαν κουβέρτες. Τις πήρε σε μια γωνιά που ήταν ένα τραπέζι με κάτι χαρτιά.
«Υπάρχουν πολλά να γίνουν» τους είπε «μας λείπουν τα πάντα, αλλά έχουμε και ανάγκη από κάποιον που να μπορεί να γράφει γράμματα από τους στρατιώτες προς τους δικούς τους, που να τους μιλά και να τους παρηγορεί. Να, εκείνο το παιδί στη γωνιά πεθαίνει, αν μπορείτε να καθίσετε λίγο κοντά του. Όταν τελειώσω τη δουλειά μου θα μιλήσουμε».
Η Λουλά κάθισε δίπλα από τον νεαρό άντρα και του έπιασε το χέρι. Ήταν ένα χέρι παγωμένο, κοκαλιασμένο, της θύμιζε λίγο τον Εγγλέζο. Δε θα ήταν πάνω από είκοσι τριών χρονών. «Tell Eliza that I love her» της είπε και ψέλλισε μια διεύθυνση. Η Λουλά έφερε χαρτί και κάθισε κοντά του.
Από εκείνη την ημέρα πήγαιναν τακτικά με την Αγνές στο Σκούταρι, κρυφά, μην το μάθουν οι σύζυγοί τους. Ο Τζον έλειπε και ο άντρας της Αγνές ήταν κι αυτός στο μέτωπο. Δασκάλεψαν λοιπόν τον Αχμέτ να μην πει τίποτα, και στη μαγείρισσα είπαν ότι έκαναν φιλανθρωπικές επισκέψεις. Μάζεψαν κουβέρτες, μάλλινα ρούχα, έπλεξαν κάλτσες. Πρώτη φορά η Λούλα ξέχασε τον πόνο του παιδιού της. Ήταν σαν να τα έκανε όλα αυτά για τα δικά της παιδιά και αφοσιώθηκε στο έργο αυτό, που αισθανόταν να της ελαφρύνει την καρδιά. Στην αρχή έκλαιγε όταν καθόταν δίπλα από κάποιο ετοιμοθάνατο παιδί κι αυτός της έσφιγγε το χέρι και της υπαγόρευε, όσο μπορούσε βέβαια, ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα. Αισθανόταν ότι αυτό που γινόταν ήταν ένα εντελώς παράλογο πράγμα, αυτός ο πόλεμος που κανένας καλά καλά δεν καταλάβαινε γιατί γινόταν· όλη αυτή η σφαγή, μέσα σ’ αυτό το κρύο, το χιόνι, την υγρασία, όλα αυτά τα κρυοπαγήματα, το απλανές βλέμμα, οι πληγές που μολύνονταν από τα βρόμικα ρούχα, τα βογγητά, το απελπισμένο κλάμα, η παράδοση, ο ρόγχος του θανάτου.
Μπροστά σ’ όλη αυτή τη φρίκη, η δική της τραγωδία έπαιρνε μιαν άλλη διάσταση, και θύμωνε με όλο αυτό το πράγμα, με αυτή τη μηχανή του πολέμου, θύμωνε με τον ίδιο της τον άντρα. Ήταν κι αυτός μέρος αυτής της μηχανής, ήταν κι αυτός άντρας-πολεμιστής· και ένιωσε ξαφνικά μιαν απέχθεια, που απομάκρυνε τον φόβο που υπέβοσκε μήπως αυτός γύριζε και μάθαινε για το Σκούταρι. Θα της το απαγόρευε σίγουρα, και η Λούλα πρώτη φορά έκανε κάτι που ήξερε ότι ο άντρας της δε θα το επικροτούσε.
[…]
Γύριζαν απόγευμα από την ασιατική ακτή και, καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από τον Πύργο του Γαλατά, έλαμπαν σαν χρυσά τα τζαμιά, η Αγία Σοφία, το Σεράι. Της Λουλάς της έφευγε όλη η κούραση της μέρας ξαφνικά, όλη η ένταση, όταν κοίταζε αυτό το θέαμα. Κορμοράνοι και γλάροι βουτούσαν στη θάλασσα ανάμεσα στο συνεχές πηγαινέλα των πλοίων.

Νίκη Μαραγκού, Γεζούλ, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2010, 131-135.