Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Με την αυγή του 20ού αιώνα η νεοσύστατη πόλη του Βόλου έχει θέσει τις βάσεις για την πνευματική ανάπτυξη και την εκρηκτική πολιτιστική άνθιση που ακολουθεί στις επόμενες δεκαετίες σε όλους σχεδόν τους τομείς των τεχνών. Μεγάλη πρόοδος καταγράφεται και στον τομέα της μουσικής.
Οι απαρχές της μουσικής κίνησης σημειώνονται στα παραλιακά κοσμικά κέντρα και τα καφενεία, όπου οι πρώτοι «ωδικοί» θίασοι και ιταλικά μελοδράματα και γαλλικές οπερέτες επισκέπτονται το Βόλο και εκ του προχείρου δίνουν τις παραστάσεις τους στην αρχή αποσπασματικά και αργότερα πιο ολοκληρωμένα. Αντίστοιχη κίνηση καταγράφεται στην Αθήνα και σε κάποια μεγάλα ελληνικά αστικά κέντρα, στα οποία μετά την απελευθέρωση η μουσική μας ακολούθησε το ρυθμό της εξέλιξης της χώρας και δέχτηκε τις επιδράσεις της Ευρώπης. Τότε δημιουργήθηκαν και τα πρώτα μουσικά σωματεία που, εκτός της ψυχαγωγίας, ανέλαβαν τη διδασκαλία της δυτικής μουσικής σε όλες τις εκφάνσεις της. Οι επιδράσεις αυτές τις περισσότερες φορές αφομοιώθηκαν δημιουργικά και οι μουσικοσυνθέτες της χώρας έδωσαν θαυμάσια έργα έντεχνης ελληνικής μουσικής.
Η γέννηση και η δράση της «Μουσικής Εταιρίας Βόλου» εντάσσεται σε αυτό ακριβώς το κλίμα και ως προϊόν ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε μια εποχή πλήρους σχεδόν μουσικής αδράνειας στις υπόλοιπες πόλεις της περιφέρειας ήταν ιδιαίτερη σημαντική.
Το 1908 από άποψη καλλιτεχνικής εκπαίδευσης και μουσικής ζωής η δραστηριότητα της Μουσικής Εταιρίας Βόλου ανθεί. Παρόλο το σύντομο της διαδρομής της, η Εταιρία αποτέλεσε για μια περίπου δεκαετία (1901-1910) τον κύριο φορέα πολιτισμού της πόλης. Ευτυχής συγκυρία στην πρωτόγνωρη αυτή μουσική κίνηση υπήρξε η φωτεινή παρουσία της Αννέτας Ραζή-Τσολάκη και του Βασίλη Κόντη, που με την εγκατάστασή τους στο Βόλο έδρασαν το πρώτο μισό του 20ού αιώνα στο πεδίο αυτό, συμβάλλοντας τα μέγιστα στην πολιτιστική και καλλιτεχνική κίνηση της πόλης.
[…]
Η Μουσική Εταιρία είχε ιδρυθεί το 1901, ως αποτέλεσμα ενεργοποίησης ορισμένων επιφανών προσωπικοτήτων της πόλης και συγκεκριμένα του Β. Περβανά και των προκρίτων Α. Αθανασάκη, Ι. Κυριαζή, Δ. Σαράτση, Σπ. Σπυρίδη, Ν. Ρογκότη, Ι. Χρυσοβελώνη και Ι. Ζίφου.
Η μεγάλη εκπαιδευτική δραστηριότητά της ξεκίνησε με τη «Σχολή κλειδοκύμβαλου» (πιάνο), στην οποία δίδασκε η πιανίστα Αννέτα Ραζή, με δίδακτρα ελάχιστα για τους μαθητές και με δωρεάν τμήμα για τις μαθήτριες των δημοτικών παρθεναγωγείων. Επιπλέον οργανώνει «Σχολή εγχόρδων οργάνων» με διδάσκοντα τον μουσικό Βαϊσκέρμπερ, στην οποία διδάσκονταν βιολί, βιολαντσέλο και μανδολίνο, καθώς και «Σχολή πνευστών» με όργανα το φλάουτο και το κλαρίνο. Μεταξύ των τμημάτων της συμπεριλάμβανε και τη λειτουργία ενός τμήματος «Σχολή Φιλαρμονικής» (Banda) για μαθητές άνω των δώδεκα ετών με διευθυντή τον Βέλγο καθηγητή και άριστο γνώστη μουσικής Desiré Péques. Εκτός αυτών, διδάσκονταν όλα τα έγχορδα και πνευστά όργανα που χρησίμευαν στην ορχήστρα και τη φιλαρμονική, επίσης χορωδία - στοιχειώδης θεωρία - αρμονία - musique de chambre, ανάγνωση «εκ πρώτης όψεως», ειδικός κανονισμός για σχολές κ.ά.
Η καινοτόμος αυτή προσπάθεια υποστηρίχτηκε σθεναρά από μεγάλη μερίδα του αστικού πληθυσμού της πόλης. Ήταν η εποχή που σε ολόκληρη την Ελλάδα η ελληνική αστική τάξη, παρότι δεν κατανοούσε απόλυτα τις πλούσια «νεοφερμένες» δυτικές μελωδίες, στράφηκε σχεδόν με ενθουσιασμό προς τη δυτική μουσική αφήνοντας για τον «απλοϊκό» λαό τη δημοτική και βυζαντινή μουσική. Η προέλευση των μαθητών είναι αρκετά ενθαρρυντική (από την πρώτη στιγμή εγγράφονται πενήντα μαθητές). Προσωρινά στεγάζεται στις αίθουσες του Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου. Γρήγορα δημιουργεί ανεξάρτητο τμήμα διδασκαλίας της μουσικής για γυναίκες, καθότι η Εταιρία «προνόησε να ιδρύση ανεξάρτητον τμήμα διδασκαλίας λειτουργούν καθ' ωρισμένας ώρας, εν ιδία αιθούση, συσταθείση χάριν των κυρίων».
Η λειτουργία της Φιλαρμονικής της από οικονομική άποψη, εκτός από τα δίδακτρα των σπουδαστών, υποστηρίζεται κατά καιρούς από προσφορές διάφορων μουσικόφιλων ευεργετών, όπως του «ζάμπλουτου Ιω. Κυριαζή», ο οποίος αμέσως με την ίδρυσή της πρόσφερε 2.133 φράγκα χρυσά για την αγορά τριάντα οργάνων της. Όταν μάλιστα έφθασαν τα όργανα στο Τελωνείο από τη Γερμανία, όπου είχαν παραγγελθεί, το γεγονός προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους Βολιώτες που μερικά από αυτά αντίκριζαν για πρώτη φορά.
Έτσι, στελεχωμένη η πρώτη ορχήστρα της Εταιρίας δίνει την πρώτη της συναυλία το 1901 στην αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου, με πρόγραμμα κλασικής και σύγχρονης μουσικής και τη συνοδεία οργάνων, κλειδοκύμβαλου και βιολιού, και με διάλεξη του Desiré Péque για την ιστορία της μουσικής. Αυτό ήταν μια καινοτομία για την εποχή που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στο κοινό.
[…]
Η Μουσική Εταιρία γρήγορα κατακτά τους Βολιώτες και η πορεία της είναι ανοδική. Η εκπαιδευτική της δράση διευρύνεται με διδασκαλία νέων οργάνων, ενώ φροντίζει να βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με μεγάλα μουσικά ιδρύματα της χώρας. Εκείνη την εποχή το κέντρο της μουσικής παιδείας της χώρας βρίσκεται στην Αθήνα με την δράση του Ωδείου Αθηνών και του Ωδείου Lottner.
[…]
Το 1908 η Μουσική Εταιρία μετά από συνεχή δράση οκτώ ετών μεσουρανεί. Οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις της επαναλαμβάνονται με μεγαλύτερη κάθε φορά επιτυχία, με τη συμμετοχή διακεκριμένων καλλιτεχνών που ανταποκρίνονται στις προκλήσεις της Εταιρίας, όπως των Α. Ζίφου, Α. Σαράτση, Βαϊσγκέρμπερ, Πανίνι, Νεράτζη, Βερδάρδη, Α. Μπιφέρνο, Καλογερόπουλου, Στάη, κ.ά. Ενίοτε συμπράττει και η ορχήστρα του Αγγλικού στόλου, η οποία βρίσκεται ελλιμενισμένη στο Βόλο για μεγάλα διαστήματα. Το κοινό εξοικειώνεται με τη μουσική και κάθε φορά ο αριθμός των προσερχομένων στις συναυλίες αυξάνεται.
[…]

Μαρία Σπανού, «Όψεις της μουσικής καλλιέργειας και της βολιώτικης διασκέδασης στα τέλη του 19ου – αρχές του 20ού αιώνα», στο Αρχείο Θεσσαλικών Μελετών–Αφιερωματικός τόμος: Βόλος 1908, Περιοδική έκδοση Εταιρείας Θεσσαλικών Ερευνών, Τομ. 17, Βόλος 2008, σ. 257-287.